Σταθερά και με μεγάλα ποσοστά, ως τα τρία κορυφαία προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες, βρίσκονται η ακρίβεια, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που τροφοδοτεί ανησυχία και η ενεργειακή κρίση, με το τρίτο να πέφτει στα ποσοστά λόγω προφανώς της μείωσης των τιμολογίων ενέργειας. Οι υποκλοπές έπονται.
Οι συσχετισμοί, με βάση κάποιες πρώτες μετρήσεις, φαίνεται να μετακινούνται οριακά, με τη Ν.Δ να έχει απώλειες γύρω στο 1% και το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ να συνεχίζουν να μην μπορούν να εισπράξουν σημαντικά οφέλη τα οποία κινούνται στο 0.3%-0.5% για το πρώτο και 0.2%- 0.3% για το δεύτερο. Μια εικόνα που έχει «μυρωδιά» Σεπτεμβρίου, της περιόδου δηλαδή μετά τις αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη.
Τοποθετήσεις ωστόσο, όπως αυτή του κ. Γ.Μαντζουράνη «έκαψαν» χαρτιά, θύμισαν παλιά παίγνια και αυτό είναι σημαντικό ειδικά για κεντρώους ψηφοφόρους. Σύμφωνα με τις μετρήσεις της GPO (δανείζομαι τις μετρήσεις της γιατί είναι η μόνη που έχει δημοσιεύσει πρόσφατα έρευνα) η διαφορά Ν.Δ – ΣΥΡΙΖΑ ήταν 6.3% στα τέλη Αυγούστου (είχε έρθει στην επιφάνεια το θέμα παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη), πήγε στο 7.1% στις 18 Οκτωβρίου και μετά τις καταγγελίες στο 5.8% στις 12 Νοεμβρίου. Σ΄αυτό το τρίμηνο η Ν.Δ πήρε 0.2%, ο ΣΥΡΙΖΑ 0.7% και το ΠΑΣΟΚ έχασε 1.6% (πάντα σύμφωνα με την GPO).
Οι διαδοχικές αλλαγές συσχετισμών κάνουν τη διαφορά να μοιάζει με «ακορντεόν» που κλείνει κάποιες στιγμές όχι πάντως κάτω από το 5.5%-6.5% στην πρόθεση ψήφου για να ανοίξει και να πάει κατά μέσο όρο στο 7%-8%.
Το τι θα συμβεί στο επόμενο διάστημα μένει να φανεί. Αν πάντως υπάρχει μια βεβαιότητα, αυτή είναι ότι η μάχη της κάλπης δεν θα κριθεί από τις υποκλοπές, αλλά από τη διαχείριση της ακρίβειας και των ζητημάτων που συνδέονται με το επίπεδο ζωής των πολιτών μέσα σ΄αυτές τις δύσκολες συνθήκες, καθώς επίσης τη διαχείριση των ελληνοτουρκικών και των ζητημάτων ασφάλειας απέναντι σε κάθε εθνικό κίνδυνο. Σ΄αυτά τα πεδία κυρίως θα κριθεί τόσο η κυβέρνηση, όσο και τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε σχέση με τον ρεαλισμό και την πειστικότητα των προτάσεών τους.
Σε κάθε περίπτωση, η μεν κυβέρνηση καλό είναι να έχει κατά νου ότι δεν μπορεί να πορεύεται με την αντίληψη «και να χάνω, οι άλλοι δεν εισπράττουν», όσο για τους ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, όσο ακολουθούν το ίδιο μίγμα αντιπολιτευτικής τακτικής, θα καταλήγουν στο ίδιο πολιτικό αποτέλεσμα. Να «χορηγούν» εν ολίγοις την κυβέρνηση.
Ας δούμε τι συνέβη κατά την πρώτη φάση των αποκαλύψεων για τις παρακολουθήσεις, αυτήν δηλαδή του τέλους Αυγούστου, που αφορούσε την υπόθεση Ανδρουλάκη. Σ΄αυτή την πρώτη φάση, ανεξάρτητα από τις ενστάσεις, τα αναπάντητα ερωτήματα, τις παρεμβάσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι δημοσκοπήσεις έδειξαν στα τέλη Αυγούστου- αρχές Σεπτεμβρίου, μια μικρή πτώση της διαφοράς Ν.Δ- ΣΥΡΙΖΑ. Κατέγραψαν μια οριακή πτώση των ποσοστών της Ν.Δ και πολύ μικρές εισπράξεις από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ.
Στις μετρήσεις του Οκτωβρίου υπήρξε μια επαναφορά στη δημοσκοπική εικόνα περίπου του Ιουλίου, σαν η υπόθεση να μην είχε αφήσει τίποτα πίσω της. Στην τότε συγκριτική αξιολόγηση των βασικών προβλημάτων που απασχολούν τους πολίτες, το ζήτημα των υποκλοπών δεν αφορούσε πάνω από το 1.5%- 2% των ερωτηθέντων.
Υπήρξε και κάτι ακόμα, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τότε ευρήματα έδειξαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τελικά τη μπάλα στο συγκεκριμένο ζήτημα από το ΠΑΣΟΚ, καταφέρνοντας να κάνει τις παρακολουθήσεις «σημαία» του, με τους τρόπους και τις μεθόδους που αυτό ξέρει. Και το ΠΑΣΟΚ; Με μια μικρή κάμψη εμφανιζόταν να χάνει οριακά δυνάμεις, κάτι που συμβαίνει σχεδόν σταθερά από τον Μάρτιο και μετά.
Η στόχευση
Και τότε υπήρξε η δεύτερη φάση των «αποκαλύψεων» -που δεν αποτελεί συνέχεια της πρώτης, απλώς αξιοποιεί το κλίμα που είχε καλλιεργηθεί- μέσα από δημοσιεύματα για δεκάδες υποτιθέμενους παρακολουθούμενους, χωρίς οι συντάκτες τους να αισθάνονται την ανάγκη να καταθέσουν στοιχεία κάτι που δεν συνάδει με την δημοσιογραφική δεοντολογία, την λογική, αλλά και τη δημοκρατική ευθύνη.
Τις καταγγελίες δε, αυτές, για τις οποίες ακόμη και σήμερα δεν έχουν υπάρξει στοιχεία, έσπευσε να υιοθετήσει ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με έντυπα που πρόσκεινται στον χώρο και όχι μόνο.
Βιώνουμε μια ευθεία και συνεχόμενη στόχευση στο θυμικό, στη δημιουργία ερωτημάτων, στη συνοχή της Ν.Δ, όπως δείχνουν τα ετερόκλητα συμφέροντα που στοιχίζονται πίσω από τις επιθέσεις. Μαζί μ΄αυτή την προσπάθεια υπήρξε και η προβολή μιας παραδοξότητας πέρα από κάθε όριο. «Πιστεύω τις καταγγελίες του Documento και ο πρωθυπουργός οφείλει να αποδείξει την αθωότητά του», έλεγε η κα Γεροβασίλη, ανατρέποντας όλο τον νομικό πολιτισμό μας.
Σύμφωνα μ΄αυτό το σκεπτικό, μπορεί όποιος θέλει να καταγγείλει όποτε θέλει, όποιον θέλει χωρίς υποχρέωση να παρουσιάσει στοιχεία και ο καταγγελλόμενος να πρέπει να αποδείξει την αθωότητά του. Έχει μια οσμή από τις δίκες της Μόσχας αυτός ο τρόπος σκέψης.
Τότε, για όποια στελέχη των μπολσεβίκων δεν είχαν κάποιο στοιχείο, το δικαστήριο αποφαινόταν ότι πρέπει να καταδικαστούν ως ιδιαίτερα επικίνδυνα στοιχεία γιατί είχαν την ευφυΐα να καταστρέψουν τα στοιχεία που αποδείκνυαν την ενοχή τους.
Κάπως έτσι βγήκαν και εφημερίδες με τον τίτλο «ένοχος» και με φωτογραφία του πρωθυπουργού, ο δε, κ. Τσίπρας σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του εμφανίστηκε να υιοθετεί αυτές τις καταγγελίες έστω και αναπόδεικτες. Λογικό. Η στόχευση αναπόδεικτων δημοσιευμάτων, κύκλων που τα τροφοδοτούν, επιχειρηματικών συμφερόντων και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι κοινή.
Ξεφούσκωμα
Ρωγμές στο οικοδόμημα και στο αφήγημα που στήνεται , προκάλεσε τόσο ο δικηγόρος του κ. Βαξεβάνη, ο οποίος δήλωσε ευθέως ότι δεν υπάρχουν στοιχεία, (ενώ ο πελάτης του ορκιζόταν ότι υπάρχουν), προτείνοντας να κληθούν να καταθέσουν προστατευόμενοι μάρτυρες, κάνοντας όσους θυμούνται την υπόθεση NOVARTIS, να ανατριχιάσουν.
Κάπου εδώ θα μπορούσαν να πέσουν οι τίτλοι. Το έργο δείχνει να έχει ξεφουσκώσει κι ας προαναγγέλλονται και νέα ονόματα για αυτή την Κυριακή. Αν μη τι άλλο υπάρχουν πιο ενδιαφέρουσες κατασκοπευτικές σειρές στο Netflix, πολύ πιο καλά σκηνοθετημένες.
Πηγή: liberal.gr