Bλέποντας, ακούγοντας κάποιος τον Πρωθυπουργό να μιλάει από το βήμα της Δ.Ε.Θ είχε το δικαίωμα να συμφωνεί ή να διαφωνεί , να περιμένει κάτι παραπάνω ή να περίμενε και κάποια αναφορά που θα ήθελε να ακούσει σε κάποιο θέμα που τον απασχολεί που δεν την άκουσε. Άκουσε όμως και είδε ένα Πρωθυπουργό που εκφωνούσε μια από τις πιο σημαντικές ομιλίες που διαχρονικά έχουν γίνει από το βήμα αυτό, αντιλαμβανόταν ότι παρουσιαζόταν ενα ολοκληρωμένο πρόγραμμα κινήσεων και πρωτοβουλιών που αντιμετώπιζε σφαιρικά τα προβλήματα της χώρας και της κοινωνίας και που έδινε απαντήσεις στις προκλήσεις του μέλλοντος. Όπως και άκουσε ένα Πρωθυπουργό που για πρώτη φορά ανακοίνωνε μια ολοκληρωμένη δέσμη πολιτικών για τους νέους ανθρώπους. Διαπίστωνε δε, ότι ούτε έτοιμος να αποδράσει είναι, ούτε ότι εκπροσωπεί μια πανικόβλητη Κυβέρνηση αποκομένη από την κοινωνία που καταρρέει, όπως σταθερά περιγράφει η Αντιπολίτευση. Αντίθετα εβλεπε σιγουριά, πρόγραμμα, ευθύνη, μεθοδικότητα, σχέδιο.
Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη από τον Αλέξη Τσίπρα. Ο ένας δίνει λιγότερο ή περισσότερο πειστικές απαντήσεις για την προοπτική της χώρας, ενώ ο άλλος περιγράφει κουραστικά μια χώρα που καταστρέφεται από μια ανάλγητη Κυβέρνηση που απευθύνεται μόνο στην οικονομική ελίτ και εσχάτως ανακαλύπτει μια ραγδαία πτώση αποδοχής του Πρωθυπουργού και της Κυβέρνησης που προϊδεάζει ανατροπές στους πολιτικούς συσχετισμούς και κοινωνικές εκρήξεις. Ο ένας δείχνει ρεαλιστής , που στέκεται σταθερά στα πόδια του απευθυνόμενος στις δυνάμεις της λογικής, της ευθύνης, του ρεαλισμού, της μεταρρύθμισης, ενώ ο άλλος προσπαθεί να εκφράσει μειοψηφικά ρεύματα απ΄όπου και αν προέρχονται και προτείνει ανεφάρμοστες πολιτικές, ακολουθώντας μια αντιπολιτευτική πολιτική τακτική που δεν πείθει ούτε τους μισούς πρωην ψηφοφόρους του. Ο ένας δέχεται λάθη και ολιγωρίες ζητώντας και συγγνώμη όπου νιώθει ότι χρειάζεται που συνοδεύει με κινήσεις, ενώ ο άλλος δείχνει να αισθάνεται αλάνθαστος θεωρώντας τις δύο βαριές ήττες που δέχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ περίπου ως στιγμιαίο λάθος των πολιτών.
Αυτή η σύγκριση ήταν πολύ εμφανής ακούγοντας την ομιλία του Πρωθυπουργού και εξηγεί τα αποτελέσματα των ερευνών αναμεσά τους και αυτά της OPINION POLL απέναντι στην οποία υπήρξαν και πάλι χυδαίες επιθέσεις που δείχνουν την αντίληψη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ για το πως αντιμετωπίζουν κάθε τι που δεν επαληθεύει ή δεν στηρίζει τα όσα υποστηρίζουν. Φαίνεται έτσι, ότι η σχέση της με την πραγματικότητα είναι συνειδητά σχεση διαστρέβλωσης, γιατί απλά δεν συμφέρει να την αποδεχτεί και ότι δόγμα της είναι το « πας μη Έλλην βάρβαρος» που πρέπει να στοχοποιησουμε και να εξοντώσουμε.
Γι αυτό και στην έρευνα της OPINION POLL παρά τις φθορές της Κυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός του Αλέξη Τσίπρα με 45.6% έναντι 19.7% , κάνοντας συντάκτη της ΕΦΣΥΝ να αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να υπάρχει τόσο χαοτική διαφορά. Έχει δίκιο. Η διαφορά είναι χαοτική, αλλά γι αυτό ας το διερευνήσουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι πρόβλημα αυτού που υλοποιεί την έρευνα. Γι αυτό αν και η ικανοποίηση από το Κυβερνητικό έργο βρίσκεται στο 43.4% με πτώση κατά 5% σε σχέση με την μέτρηση του Ιουλίου και η ικανοποίηση από το έργο του Πρωθυπουργού βρίσκεται στο 52.8% με πτώση αντίστοιχα κατά 4.2% ,στην Πρόθεση ψήφου η Ν.Δ προηγείται κατά 13.9% του ΣΥΡΙΖΑ με μείωση κατά 2.6% . Αν δε κάποιος – ειδικά όσοι επικαλούνται ευρωπαικά βαρόμετρα- δει την πρόβλεψη ψήφου Σεπτεμβρίου του Europe Elects , η διαφορά βρίσκεται στο 17.7% όσο δηλαδή με μικρή απόκλιση εμφανίζει η OPINION POLL αν γίνουν πλήρως οι αναγωγές.
Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικά. Παρά την κριτική που έχει δεχτεί η Κυβέρνηση για τους χειρισμούς με τις πυρκαγιές , μόνο το το17% ( το 43.3% του ΣΥΡΙΖΑ) θεωρεί ότι θα ήταν καλύτερη η αντιμετώπισή τους αν είχαμε Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση της πανδημίας το ποσοστό αυτό είναι μόλις 19%, ενώ η αντιπολιτευτική τακτική επικροτείται από το 11%. Τι δείχνουν αυτά τα ενδεικτικά στοιχεία; Ότι πολύ απλά ο ΣΥΡΙΖΑ με τον πολιτικό του λόγο και την αντιπολιτευτική τακτική του και δεν πείθει και φοβίζει. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα για το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που ισχύει λίγο ή πολύ για όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε κάποιος να αναμένει ότι το ΚΙΝΑΛ έχοντας μια τεράστια δεξαμενή από όσους αρχίζουν να έχουν αμφιβολίες για την κυβερνητική πολιτική και απ΄όσους έχουν ήδη διαφοροποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ανακτούσε έδαφος και θα ενισχυόταν δημιουργώντας ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό, μεταρρυθμιστικό χώρο που θα άλλαζε και τους συσχετισμούς. Δεν έχει φανεί όμως αυτή η δυνατότητα τουλάχιστον με την παρούσα ηγεσία που διατυπώνει ένα πολιτικό λόγο που δεν εκφράζει την συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που ζούμε. Όσοι δεν την αντιλαμβάνονται, απλά δεν μπορούν να την αλλάξουν. Θα μείνουν στην γωνία περιγράφοντας μια καταστροφή η οποια δεν έρχεται , με την Ελλάδα να προχωράει και να ανεβαίνει.