Σύσσωμη σχεδόν η αντιπολίτευση επέλεξε το γυναικείο ζήτημα για να προβάλει τις πρώτες ενστάσεις της στη νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη. Πέντε – μόνον – γυναίκες στη σύνθεση του 51μελούς υπουργικού του συμβουλίου. Άλλοι μίλησαν για νέο ρεκόρ μειωμένης συμμετοχής γυναικών στην κυβέρνηση – το προηγούμενο κατείχε ο Τσίπρας με έξι γυναίκες από τον Γενάρη του ‘15 – άλλοι μίλησαν για υποτίμηση, άλλοι για αδυναμία κλπ.
Επανέρχεται έτσι στη δημόσια συζήτηση το θέμα της συμμετοχής των γυναικών σε θέσεις εξουσίας και των κριτηρίων με βάση τα οποία θα προκρίνεται η συμμετοχή αυτή. Οι γυναικείες ποσοστώσεις που ξεκίνησαν από τα κόμματα της Αριστεράς πριν αρκετά χρόνια, οδήγησαν στην αύξηση των ευκαιριών συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική ζωή και σωστά θεσμοθετήθηκαν τα τελευταία χρόνια και στην κατάρτιση των εκλογικών συνδυασμών των κομμάτων. Επαφίεται στους πολίτες η επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων για να τους εκπροσωπήσουν, ανεξαρτήτως φύλου.
Ως πού μπορεί να φτάσει όμως η γυναικεία ποσόστωση; Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ισχύσει για την επιλογή των μελών ενός υπουργικού συμβουλίου ή άλλων θεσμοθετημένων κορυφαίων οργάνων της πολιτείας; Δεν θα πρέπει στα κριτήρια επιλογής να πρυτανεύουν η αξιολόγηση των προϋποθέσεων – ικανότητες, εμπειρία, αποτελεσματικότητα – για την εκπλήρωση των στόχων του συγκεκριμένου αξιώματος; Και μήπως, με γνώμονα την αξιολόγηση αυτή, δεν υπάρχει ήδη αυξημένη συμμετοχή και διάκριση γυναικείων στελεχών σε θέσεις ευθύνης αλλά και σε θέσεις εξουσίας στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο;
Οι αγώνες του γυναικείου και του προοδευτικού κινήματος για την κατάκτηση του δικαιώματος στην ευκαιρία για ίση εκπροσώπηση δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο κομματικών ή πολιτικών σκοπιμοτήτων. Οι γυναίκες είναι ισότιμοι πολίτες της χώρας και όχι πρόσωπα χρήζοντα βοηθείας.