Στο γυάλινο τοίχο της ελληνικής οικονομίας έπεσε, πριν από σαράντα μέρες, μια μεγάλη κοτρώνα. Λέγεται κλείσιμο τραπεζών, capital controls, επιστροφή στο παρελθόν. Όμως, ακόμα κι έτσι, σημασία έχει το μέλλον.
Μέλλον σημαίνει πρώτα απ’ όλα (ξαν)άνοιγμα: των τραπεζών, του χρηματιστηρίου, των συναλλαγών, της πρακτικής διευκόλυνσης της ζωής των πολιτών. Ήδη έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση: τα καταστήματα των τραπεζών λειτουργούν, το λαβωμένο Χρηματιστήριο επίσης, οι συναλλαγές των επιχειρήσεων κάπως βελτιώθηκαν, οι ουρές μειώθηκαν. Μένουν όμως ακόμα πολλά να γίνουν: σταδιακή απάλυνση και άρση των περιορισμών κεφαλαίων, μετάβαση σε πλήρη ομαλοποίηση της χρηματιστηριακής αγοράς, επιστροφή χρημάτων των καταθετών στο σύστημα, ανακεφαλαιοποίηση και σταθεροποίηση των τραπεζών, ξεκίνημα –μετά από στάση πολλών μηνών- της παραγωγικής μηχανής. Τίποτα δεν προεξοφλεί ότι δεν θα γίνουν όλα αυτά, αλλά σίγουρα δεν θα γίνουν αν αφεθούν στον αυτόματο πιλότο: εδώ που φτάσαμε χρειάζεται παραπάνω από πολιτική απόφαση, οικονομικός βολονταρισμός. Έστω κι αν γνωρίζουμε ότι, όπως το γυαλί, τα κομμάτια της παλιάς εικόνας, και της παλιάς ζωής, δεν θα κολλήσουν ποτέ.
Γιατί μέλλον –επίσης και πάνω απ’ όλα- σημαίνει κοινή μοίρα: οι αποφασίζοντες αποφασίζουν αλλά όλοι μαζί βιώνουμε τις συνέπειες των αποφάσεων. Όλα τα παραπάνω απαιτούν την ολοκλήρωση δύο μετέωρων βημάτων: της συμφωνίας για οριστική (επανα)πρόσδεση στο ευρωπαϊκό άρμα –με δυσμενέστερους από ό,τι πριν όρους- και της βούλησης να (επανα)κατακτηθεί η εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινής γνώμης και των διεθνών αγορών. Η κυβέρνηση δείχνει διάθεση, μέσα σε ένα δύσκολο γι’ αυτήν περιβάλλον, να επιχειρήσει τη διπλή ολοκλήρωση. Στο βαθμό που θα το κάνει θα έχει τη στήριξη όλων των θεσμικών παραγόντων της οικονομίας, όποια κριτική κι αν άσκησαν κι όποιες διαφωνίες κι αν έχουν. Γιατί η οικονομία μιας χώρας δεν είναι ψυχροί αριθμοί κι ακόμα πιο ψυχρές Αγορές, αλλά άνθρωποι, επιχειρήσεις, δυνατότητες –πράγματα που δεν έλειψαν ποτέ στην Ελλάδα, ακόμα και στο βαθύτερο σημείο της κρίσης, και για τα οποία όχι μόνο αξίζει αλλά έχουμε χρέος να παλέψουμε.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε όλοι, με πρώτους τους κυβερνώντες, να αναπνεύσουμε λίγο και να σκεφτούμε. Το φετινό καλοκαίρι το επιβάλλει περισσότερο από ποτέ