Το 1989 ο μακαρίτης καθηγητής Οικολογίας, Νίκος Μάργαρης σε ένα από τα εκλαϊκευμένα βιβλία του περιέγραφε την εντύπωσή του, από το διυλιστήριο της Motor Oil – όπως το έβλεπε μια νύχτα που ταξίδευε στην εθνική οδό Αθηνών – Κορίνθου. Προς έκπληξη λοιπόν των συνταξιδιωτών του – που, όπως έγραψε, λίγο έλειψε να τον ξορκίσουν – το είχε χαρακτηρίσει αισθητικό αριστούργημα.
Ο Νίκος Μάργαρης, όσο μπορώ να θυμάμαι - διότι υπήρξα μαθητής του - δεν ήταν ένας, ας πούμε αποφασισμένος φουτουριστής ο οποίος πρέσβευε την άποψη ότι η Τέχνη οφείλει να εμπνέεται από τον δυναμισμό των σύγχρονων τεχνολογικών επιτευγμάτων. Επειδή όμως στα μαθήματά του, συχνά επαινούσε τη χρηστικότητα, τη συνδυασμένη με την ομορφιά του σχεδίου διαφόρων κατασκευών, όπως οι ξερολιθιές των νησιών και οι περιστερώνες της Τήνου, δεν αποκλείω το εξής: Ότι ο καθηγητής αισθάνθηκε κάποιο δέος βλέποντας τα εκατοντάδες φωτάκια που αναβόσβηναν στους σκοτεινούς όγκους των πύργων απόσταξης και των δεξαμενών του διυλιστηρίου. Ένα δέος παρόμοιο με αυτό που θα ένοιωθε ένας μοναχικός ταξιδιώτης του Διαστήματος, καθώς πλησίαζε μια αποικία στους αστεροειδείς, βγαλμένη μέσα από τις σελίδες των Διαπλανητικών Ταξιδιών – του Αμερικανικού κόμικ που τη δεκαετία του 60 κυκλοφορούσε και στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις της Ατλαντίδας.
Ίσως, πάλι, ο Μάργαρης να χαρακτήρισε αισθητικό αριστούργημα τα διυλιστήρια του Βαρδινογιάννη, απλώς και μόνο για να επισημάνει - με τον γνωστό σκανδαλιάρικο τρόπο του – τη ροπή μας να αναγνωρίζουμε και να εκτιμούμε την ομορφιά μιας βιομηχανικής μονάδας, υπό έναν, όμως, απαράβατο όρο: Ότι η μονάδα δεν βρίσκεται εν λειτουργία ή ακόμη καλύτερα, ότι παρουσιάζει την εικόνα ενός ερειπιώνα με κακόγουστα γκράφιτι, ρημαγμένους τοίχους κι απομεινάρια μιας κάποτε δραστήριας χρήσης.
Σκέφτομαι λοιπόν, ότι αν ο φιλοπαίγμων καθηγητής είχε ευτυχήσει να ζήσει ως τις μέρες μας θα διασκέδαζε πολύ με την καταθλιπτική γοητεία και την αποκαρδιωτική αυθεντικότητα που βρίσκουν αρκετοί συμπολίτες μας στα εγκαταλελειμμένα χυτήρια, στα παροπλισμένα μηχανουργεία και στις άδειες αποθήκες. Και είμαι βέβαιος ότι πολύ περισσότερο από τα διυλιστήρια της Motor Oil θα τον ικανοποιούσε η εικόνα των ανεμογεννητριών που παρατάσσονται στις κορυφογραμμές των ορέων πολλών ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας.
Θα τον ικανοποιούσε επιστημονικά, καθώς αρκετά διορατικά είχε ασπαστεί τη θεωρία της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, είχε επικροτήσει την αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και είχε διακωμωδήσει τις αιτιάσεις των οικοχόνδριων – όπως αποκαλούσε τους σύγχρονους λουδίτες που αντιτίθενταν στην μετατροπή της αιολικής ενέργειας σε ηλεκτρική, με τη χρήση ανεμογεννητριών.
Θα του άρεσαν άραγε οι ανεμογεννήτριες όσο του είχε αρέσει το διυλιστήριο της Κορίνθου; Αν και επ’ αυτού δεν μπορώ να είμαι βέβαιος, μπορώ να εικάσω – όχι όμως εντελώς αυθαίρετα, αφού όπως σας είπα, εκτιμούσε τον συνδυασμό χρηστικότητας και απλότητας στις κατασκευές – πως θα έβρισκε στις ανεμογεννήτριες πολλές αρετές, πλην της αποτελεσματικότητάς τους στη μείωση των εκπομπών CO2.
Την κομψότητα των γραμμών τους. Τον αρμονικό συγκερασμό της τεχνολογίας με τη φύση. Το παιχνίδισμα των σκιών που δημιουργεί το φως, καθώς περνά μέσα από τις πτέρυγές τους. Την οπτική απεικόνιση του ανέμου που τις κινεί με αργή και ήρεμη μεγαλοπρέπεια. Και φυσικά το αίσθημα αυτοπεποίθησης που γεννά η εικόνα τους για ένα βιώσιμο και αειφόρο μέλλον.
Ο καθηγητής βεβαίως, δεν είναι εδώ για να μας το επιβεβαιώσει. Έχει αφήσει όμως στο πόδι του τον παιγνιώδη, και εύστοχο τρόπο του να κατεδαφίζει παραλογισμούς, συνωμοσιολογίες και γραφικότητες, που βλέπουν πάντα στη λύση ενός προβλήματος, την επιδείνωσή του.
*Ο τίτλος του σχολίου προέρχεται από ποίημα του ποιητή Κώστα Κοτζιούλα