Την πρόσφατη επικαιρότητα μονοπώλησε, όχι άδικα, η επιτυχία του Μπέπε Γκρίλο στις ιταλικές εκλογές και οι δυσκολίες που θέτει για τη χώρα του και για την Ευρώπη. Ο ανοιχτός λαϊκισμός, το κωμικοβωμολοχικό ταλέντο ενός ανθρώπου που κάνει πολιτική παίζοντάς το μη πολιτικός, η ευφυής όσο και αντιπολιτική χρήση του Διαδικτύου (το Διαδίκτυο είναι εγγενώς χώρος κατάλυσης της πραγματικής πολιτικής), η επανεμφάνιση του Μπερλουσκόνι που άλλαξε προς το ευτελέστερο όλο το χρώμα της προεκλογικής εκστρατείας οδήγησαν σε μια μαζική ψήφο αγανάκτησης, σχεδόν περιφρόνησης, κατά του συνόλου του πολιτικού συστήματος. Το μη κόμμα του Γκρίλο έγινε το πρώτο κόμμα της Ιταλίας (η Κεντροαριστερά του Μπερσάνι και η Κεντροδεξιά του Μπερλουσκόνι κατέβηκαν σε συνασπισμούς) και οι οιμωγές πήραν αμέσως τη θέση της νηφάλιας ανάλυσης.
Και όμως, όσο δύσκολα και να είναι τα πράγματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και όσο απρόσφορες για ξεμπλοκάρισμα να εμφανίζονται ενδεχόμενες νέες εκλογές, θα ήταν λάθος να ισχυριστεί κανείς πως οι εκλογές της 24ης και 25ης Φεβρουαρίου δεν είχαν κάποιο απτό αποτέλεσμα. Ο ιταλικός λαός, με τον τρόπο του – εμμέσως, φωνακλάδικα, παρορμητικά -, διαισθάνθηκε και απεικόνισε την ανάγκη αλλαγής πολιτικού παραδείγματος στη χώρα του, αλλά και σε όλη την Ευρώπη.
Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές του Γκρίλο ήταν μη επαγγελματίες πολιτικοί, με λευκό ποινικό μητρώο. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο ίδιος δεν ήταν υποψήφιος λόγω της παλαιότερης εμπλοκής του σε αυτοκινητικό ατύχημα – άρα, παρά τον θρίαμβό του, δεν θα είναι βουλευτής – αποτέλεσε σιωπηρά το μεγαλύτερο ατού της καμπάνιας του.
Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπεται ότι η πλειοψηφία των εκλογέων του δεν μοιάζει στον ίδιο: νέοι, με υψηλότερη από τον μέσο όρο μόρφωση, αστοί περισσότερο παρά λούμπεν (το λούμπεν στοιχείο στήριξε ακόμη μία φορά τον Μπερλουσκόνι), εχθρικοί προς την Ευρώπη της λιτότητας, αλλά όχι προς την Ευρώπη γενικά.
Αυτό, τελικά, αν αξιοποιηθεί, θα είναι το μεγάλο κέρδος του εκλογικού αποτελέσματος: η πιο φιλοευρωπαϊκή χώρα της Ευρώπης δεν έγινε σε μια νύχτα αντιευρωπαϊκή, αλλά η πρώτη που με τόσο καθαρό, αν και διάχυτο, τρόπο έδωσε εντολή στην πολιτική της τάξη να διαπραγματευθεί αλλιώς τη σχέση της με την Ενωση. Οποιος και όπως κυβερνήσει – και ευτυχώς δεν θα κυβερνήσει σε καμία περίπτωση ο Μπερλουσκόνι – οφείλει να ζητήσει από την ευρωπαϊκή ηγεσία να λάβει υπόψη της αυτή την προερχόμενη από την τέταρτη μεγαλύτερη χώρα της Ενωσης φωνή για πιο μοιρασμένη και δίκαιη οικονομικά πολιτική, περισσότερες κοινές πολιτιστικές και αναπτυξιακές δράσεις και μεγαλύτερη αλληλεγγύη.
Η φωνή αυτή πρέπει να ενισχυθεί – και όχι να αντικρουσθεί – από μια σειρά λιγότερο εμφανών εξελίξεων που αφορούν τις χώρες υπό Μνημόνιο ή κοντά στο Μνημόνιο. Η Ισπανία πήρε μόνη της τα μέτρα που μπορεί να της επιτρέψουν να γλιτώσει το Μνημόνιο, αρκεί να χαλαρώσει λίγο ο δίδυμος κλοιός της ύφεσης και της ανεργίας. Η Ιρλανδία ετοιμάζεται να γυρίσει στις αγορές, κυρίως γιατί αντιστάθηκε στην ακύρωση από την τρόικα όλων των πλεονεκτημάτων της, παραμένει όμως εύθραυστη αν δεν τονωθεί η κοινωνική συνοχή της. Η Ελλάδα, κυρίως, και η Πορτογαλία μπορεί να ξέφυγαν αγκομαχώντας από το φάσμα της εξόδου από το ευρώ, διατρέχουν όμως ακόμη κίνδυνο εσωτερικής διάλυσης όσο δεν τους δίνεται η δυνατότητα να ανασάνουν. Η Κύπρος ετοιμάζεται να αποδεχθεί το πικρό ποτήρι της βοήθειας, αλλά πρέπει να πάρει την πίκρα και τη βοήθεια που αναλογεί στην ίδια και όχι σε μια απρόσωπη οντότητα.
Αν όλες αυτές οι διαπιστώσεις οδηγήσουν την Ευρώπη να προσαρμόσει τη στάση της, και όχι να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα ότι η ισοπεδωτική συνταγή της δεν χρειάζεται αλλαγή, τότε μπορεί το επικίνδυνο ιταλικό γρύλισμα να αποτελέσει ένα σωτήριο ευρωπαϊκό καμπανάκι. Και η προσωρινή νίκη της μη πολιτικής να ανοίξει τον δρόμο για μια επανεμφάνιση της πραγματικής πολιτικής.
Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς