ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΖΑΡΙΑΔΗΣ
ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ
(ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ-2015)
– Προς όσους δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο: Στις Σημειώσεις που ακολουθούν, ο ένοχος δεν κατονομάζεται, αλλά παρέχονται οι σχετικές ενδείξεις… –
Ο συγγραφέας Γρηγόρης Αζαριάδης
Μία πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη διαπίστωση: “Αστυνομικότερο” από “Το μοτίβο του δολοφόνου”, δεν γίνεται! Ή – σαφέστερα – αν συστατικά στοιχεία του “αστυνομικού” μύθου είναι το κίνητρο, το έγκλημα, η Δίωξη, η ανατροπή, η απόδοση δικαιοσύνης, ο Αζαριάδης καλύπτει πλήρως το σχετικό εύρος, με αυτό το παλιομοδίτικο hard-boiled.
Οι καταβολές του συγγραφέα είναι προφανείς? εξάλλου, έχει ο ίδιος αναφερθεί επανειλημμένα, σε αυτές. Το ιερό τρίδυμο του hard-boiled (D. Hammet, R. Chandler, R. MacDonald) αποτελούν τον οδηγό του. Ίσως όχι σε όρους θεματογραφίας – ο κατά συρροή δολοφόνος δεν συνιστά το κλασικό θέμα, για την τριάδα – αλλά, σίγουρα, σε όρους ύφους, διαλόγων, χαρακτήρων. Από αυτήν την άποψη, και ως εάν υπήρχε η ανάγκη της κατηγοριοποίησης του βιβλίου του, ο Αζαριάδης προσεγγίζει περισσότερο το hard-boiled στην κατά J. Ellroy εκδοχή του (“Killer on the Road”-1986).
Γιατί “παλιομοδίτικο” hard-boiled; “Το μοτίβο του δολοφόνου” είναι μια εξαιρετικά βίαιη ιστορία. Όλοι και όλα περιστρέφονται, από εξώφυλλο σε εξώφυλλο, γύρω από τους κατά συρροή φόνους, παλαιότερους και σύγχρονους, περισσότερων του ενός σειραϊκών δολοφόνων, και τους μηχανισμούς – ακριβέστερα, τις μεθόδους – Δίωξης, μεθόδους προσαρμοσμένες στη συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων και αυτουργών? και, κατ’ αυτό, μεθόδων ειδικών, προσαρμοσμένων στην ψυχολογική και επιχειρησιακή ιδιαιτερότητα των κατά συρροή δολοφόνων.
Υπηρετώντας με συνέπεια το συγκεκριμένο είδος αστυνομικής λογοτεχνίας, ο Αζαριάδης μπαίνει βαθιά στον μαίανδρο του ψυχολογικού προφίλ τού σε πλήρη επιχειρησιακή ωριμότητα κατά συρροή δολοφόνου[1]. Ο ίδιος μας πληροφορεί για το βάθος και το εύρος της έρευνάς του, μεταξύ των εγκληματολόγων, των δικαστικών ψυχολόγων, των δικαστικών ψυχιάτρων, αλλά και των αστυνομικών με εξειδίκευση στη δίωξη των “εγκλημάτων κατά της ζωής”. Η πολύμηνη επαφή και συνεργασία του, με τους ειδικούς επί των ανθρωποκτονιών, του επέτρεψε, αν δεν του επέβαλε, να προσεγγίσει τη δουλειά των Robert Ressler και John Douglas, γκουρού επί του θέματος[2], στο Quantico[3].
Ο Αζαριάδης, αναφερόμενος στον serial killer “ήρωά” του, χρησιμοποιεί επανειλημμένα τους όρους “ναρκισσιστικός” (ενδεικτικά, σελ. 157) και “οργανωμένος” (ενδεικτικά, σελ. 124)? o “ήρωάς” του είναι απολύτως συνεπής με τις εγκληματολογικές προδιαγραφές των πιο πάνω όρων[4].
Γράφει ο Αντώνης Γκόλτσος
Ο μύθος στο “Μοτίβο του δολοφόνου” εμπεριέχει το εγγενές μειονέκτημα των ιστοριών τύπου “κατά συρροή δολοφονίες”. Το είχαμε συναντήσει και στα “Φαντάσματα του Μπέλφαστ” του Stuart Neville. Απλά, ο αναγνώστης προεξοφλεί έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό δολοφονιών, πριν τη σύλληψη ή την αυτοκτονία του δράστη. “To μοτίβο του δολοφόνου”, αποκλίνει από το σύνηθες, κατά το ότι περιγράφει την πολιτεία τού μιμητή ενός χρονικά πρωθύστερου serial killer που έδρασε στην Αθήνα, την περίοδο 1998-2000 (τέσσερις φόνοι – σελ. 221[5]) και στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, την περίοδο 2002-2005 (δέκα φόνοι – σελ. 207/208). Και τη δολοφονική δραστηριότητα του μιμητή του, στην Αθήνα (τέσσερις φόνοι, 9/2012, 3/2013, 8/2013, 1/2014 και μία απόπειρα φόνου, 5/2014). Ο “αρχικός” serial killer και ο μιμητής του μοιράζονται εξαιρετικά τραυματικές εμπειρίες, σε παιδική ή και σε προεφηβική ηλικία, στερεοτυπική προϊστορία των serial killers… Συστηματικά άγριος – επιπέδου καταγμάτων – ξυλοδαρμός από τη μητέρα του, από ηλικίας τεσσάρων ετών και μέχρι την αρχή της εφηβείας του και βιασμός του από ομαδάρχες μιας κατασκήνωσης, για τον serial killer? συστηματικός βιασμός από τον πατέρα του, από ηλικίας επτά ετών – ασαφές μέχρι πότε – για τον μιμητή του. Η επικρατούσα άποψη στην Αστυνομία είναι ότι ο μιμητής έχει μάθει τα των εμπειριών και των δραστηριοτήτων του πρώτου, μέσω διαδικτυακής υποκλοπής του Ημερολογίου τού serial killer, αφού, κατά δήλωση του διευθυντή Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, “οποιοσδήποτε αξιοπρεπής χάκερ θα μπορούσε να το κατεβάσει” (σελ. 234).
Η ταύτιση, ή, έστω, η ώσμωση των επιχειρησιακών μοντέλων – modorum operandi, επί το ελληνικότερο – των δύο δολοφόνων, θα γίνει από τους γηραιότερους στην ιεραρχία αξιωματικούς, ανεκτίμητη τροφή για σκέψη και έρευνα, για την αστυνόμο Τρύπη (η αστυνόμος-φετίχ, του Αζαριάδη), που θα διυλίσει τους αρχειοθετημένους φακέλους των ανεξιχνίαστων εγκλημάτων, της περιόδου 1998-2000.
Απολύτως αναμενόμενα, η προσπάθεια της ομάδας Τρύπη εστιάζει στην απομόνωση του επιχειρησιακού μοντέλου του δράστη και, μέσω αυτής, στην πρόβλεψη της επόμενης κίνησης. Πιο σωστά, της εκάστοτε επόμενης κίνησης, αφού ο δολοφόνος με το σκούρο φούτερ και την ανεξαίρετα κατεβασμένη κουκούλα θα συνεχίσει να δολοφονεί και τίποτε δεν μοιάζει ικανό να τον σταματήσει.
Οι δολοφονίες, σε ένα εύρος ενάμισι έτους, στοχεύουν σε άτομα αμοιβαία αποκλειόμενα, ηλικιακά και επαγγελματικά (η πρώτη, μία 45χρονη ανεπάγγελτη, η δεύτερη, ένας ηλικιωμένος ανεπάγγελτος, η τρίτη, μία τριαντάχρονη ηθοποιός, η τέταρτη, ένας τριαντάχρονος ιδιοκτήτης γυμναστηρίου, όλοι άγνωστοι μεταξύ τους). Τυχαία, λοιπόν, η επιλογή των θυμάτων, από τον δολοφόνο τους. Τυχαία; Και ο κοινός παρονομαστής;
Ο δράστης εκμεταλλεύεται το ασέληνο της νύχτας. Ο Μόραλης, νεαρός υπαστυνόμος και βαρύνουσα φαιά ουσία της ομάδας, θα διαπιστώσει ότι τα χτυπήματα του δολοφόνου γίνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πιο συγκεκριμένα, η χρονική επιλογή, σε νύχτες με απόλυτο σκοτάδι, όπως και η περιοδικότητα των χτυπημάτων, παραπέμπουν σε νέα σελήνη, όπου “Φεγγάρι στο μηδέν” (σελ. 228). Ένα, το κρατούμενο.
Αλλά και οι δολοφονίες του Αλέξανδρου Καρλή, του “χασάπη του Ρότερνταμ” στην Ολλανδία, αλλά και πριν από αυτές, στην Ελλάδα, όλες, σε ασέληνες νύχτες, νύχτες νέας σελήνης… Κι έπειτα είναι το μοτίβο των χτυπημάτων. Οκτώ, κάθε φορά, οι βολίδες του Καρλή. Οκτώ, κάθε φορά, και οι βολίδες του επιγόνου του. Με μία διαφορά. Στις νεότερες δολοφονίες η μία βολίδα (η τελευταία;) είναι ανάμεσα στα μάτια. Διαφορετικό μοτίβο ή, απλά, η υπογραφή του δολοφόνου; Δεδομένου ότι, πέρα από κάθε αμφιβολία, ο Καρλής είχε σκοτωθεί σε έφοδο της ολλανδικής αστυνομίας, το 2005, η σκέψη που εκφράζεται – περισσότερο από το συμπέρασμα που εξάγεται – είναι ότι η ομάδα της Τρύπη έχει απέναντί της έναν μιμητή του Καρλή!
Με δεδομένο το χρονικό modus operandi του δολοφόνου, αυτό της διαδοχής των ημερομηνιών των παλαιότερων χτυπημάτων, πάντα στη διάρκεια μιας ασέληνης νύχτας, θα επιχειρηθεί, τώρα, η διερεύνηση του γεωγραφικού προφίλ του νεότερου serial killer. Η ανίχνευση του επιχειρησιακού μοτίβου που θα επιτρέπει μία εύλογη (όχι απόλυτη) εικασία, για τον τόπο του επόμενου χτυπήματος? η ομάδα της Τρύπη εικάζει το “πότε” και πιθανολογεί, το “πού”: “Τα τσιτάτα των εκπαιδευτικών σεμιναρίων στις ΗΠΑ στριφογύριζαν δαιμονισμένα στο μυαλό της: «Πρέπει να μπεις στο μυαλό του. Να νιώσεις την ικανοποίηση που φέρνει η πραγματοποίηση των καταπιεσμένων φαντασιώσεών του. Μόνο έτσι θα τον καταλάβεις»” (σελ. 115).
Ο profiler Παναγιωτίδης που έχει κληθεί να βοηθήσει την ομάδα της Τρύπη, κατ’ εισήγηση των ανωτέρων της, θα είναι κατηγορηματικός: “Η ανάλυση των θυμάτων υποδεικνύει τυχαία επιλογή. Δεν φαίνεται να υπάρχουν κοινά στοιχεία που να τους συνδέουν. Δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν από πλευράς ηλικίας, κοινωνικής τάξης και επαγγελμάτων. Δεν φαίνεται να υπάρχει λογικό κίνητρο για τους φόνους. Επιπλέον, δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό προφίλ. Η επιλογή των τόπων των εγκλημάτων δείχνει και αυτή τυχαία…” (σελ. 302). Απομονώστε τις δύο τελευταίες προτάσεις. Και ο Αζαριάδης συνεχίζει: “Η Τρύπη ανακάλεσε από τη μακρινή μνήμη της την παρατήρηση του (εγκληματολόγου) Κουρούτσου ότι δεν μπορεί όλες οι παράμετροι να υπακούν στους νόμους της τυχαιότητας…” και, προσοχή εδώ: “…Παραδόξως, το πέρασε ντούκου παρκάροντάς το σε κάποια σκοτεινή γωνιά του εγκεφάλου της” (σελ. 302). Πρόκειται για την πρώτη, και σε δέκατο πλάγιο λόγο ένδειξη ή νύξη, για το πού κατευθύνει τον μύθο του ο συγγραφέας… Θα ακολουθήσουν και άλλες (σελ. 304, 305, 309, 391 σε συνδυασμό με την 394, 405, 408, 410, 425, 427, 428), μέχρι την τελική διαπίστωση (σελ. 433/434).
Όμως, η Τρύπη έχει μάθει το μάθημά της: “Οι μιμητές έχουν μελετήσει το έργο των δολοφόνων που αντιγράφουν. Γνωρίζουμε ότι φτάνουν μέχρι το σημείο να υποδυθούν δημοσιογράφους ή ερευνητές, για να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή τους, που το ευρύ κοινό αγνοεί… …Οπότε δεν αποκλείεται, στο πλαίσιο της προσωπικής τους έρευνας, να έχουν επισκεφτεί και τα μέρη όπου έζησαν ή όπου διέπραξαν τα εγκλήματά τους” (σελ. 335)[6]...
Έχουν προηγηθεί τρεις φόνοι (σελ. 16, 62, 113)? και έξη μήνες και 158 σελίδες μετά τον τρίτο φόνο, ο τέταρτος (σελ. 271). Χαλάνδρι / Παγκράτι / Βύρωνας / Άνω Πατήσια? το γεωγραφικό στίγμα της ακολουθίας των τεσσάρων φόνων. Με τη χρονική ακολουθία πιθανότατα επακριβώς διαπιστωμένη, με την κοινή συνθήκη της απουσίας μαρτύρων εμπεδωμένη, με τις συνθήκες φωτισμού – του μη φωτισμού, μάλλον – επαναλαμβανόμενες, τι μένει; Μα, ο γεωγραφικός κοινός παρονομαστής. Κανένας profiler δεν θα βοηθήσει την Τρύπη και τον Μόραλη, σε αυτό. Κι αυτό γιατί, στον μεν Καμπανίδη δεν είχαν επανέλθει, μετά την εισήγηση του ταξίαρχου Βεργίνη για συνεργασία με τον Παναγιωτίδη, με τους δε άλλους profilers ήρθαν σε επαφή, όταν αστυνόμος και υπαστυνόμος είχαν ήδη την επιφοίτηση, σχετικά με τον επόμενο στόχο του δολοφόνου: Γλυφάδα! Και γιατί Γλυφάδα; Γιατί στη Γλυφάδα είχε μείνει ο Καρλής, όπως και στο Χαλάνδρι, το Παγκράτι, τον Βύρωνα και τα Άνω Πατήσια… (σελ. 349/350).
Θα διαμερισματοποιήσουν τη Γλυφάδα, κατά τομείς ευθύνης, θα συντονιστούν με τον, εικαζόμενο, χρόνο του επόμενου χτυπήματος, σκιές οι ίδιοι των φάσεων της σελήνης, θα ρίξουν στον δρόμο του δολοφόνου – και αυτό παρά τις, εύλογα προεξοφλούμενες, ενστάσεις του Αρχηγού – ανθρώπινα δολώματα, στρατηγικά θα σπείρουν τις ομάδες ΔΙ.ΑΣ και Ζ., σε λεωφόρους και παραδρόμους και, …το Βατερλώ!
Ο δολοφόνος θα χτυπήσει! Όχι θανάσιμα, αλλά θα χτυπήσει! Η υπαστυνόμος Ανδριοπούλου που θα έχει την ατυχία να βρεθεί στον δρόμο του θα πέσει κάτω από τις – τρεις, θα προλάβει – σφαίρες του. Εκείνη, θα αστοχήσει, και “…το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν ο βρυχηθμός από το μαρσάρισμα μοτοσικλετών που επιτάχυναν” (σελ. 374)… Και εκείνος, επωφελούμενος της καθολικής κινητοποίησης των αστυνομικών για τη σωτηρία της συναδέλφου, θα χαθεί σε αυλές και παραδρόμους…
Αποτυχία της Δίωξης; Και ναι και όχι. Ναι, γιατί ήταν η κάλλιστη δυνατή ευκαιρία να συλλάβουν τον δολοφόνο επ’ αυτοφώρω, ευκαιρία που χάθηκε και μάλιστα με το παρ’ ολίγο πανάκριβο αντίτιμο? όχι, γιατί έχοντας πληροφορήσει τον δολοφόνο ότι οι κινήσεις του προεξοφλούνται, άρα και ότι το modus operandi του “ξεκλειδώθηκε”, τον σπρώχνουν στο λάθος, στην αίσθηση ότι είναι αυτός που τους λοιδορεί, στην κίνηση-επίδειξη ότι αυτός είναι ο εξυπνότερος, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όχι, και για έναν άλλο λόγο. Γιατί η αναρρωνύουσα υπαστυνόμος θα έχει προλάβει να οσφρανθεί – και από πολύ κοντά! – το εξεζητημένο άρωμα του δράστη, αλλά και να το κατονομάσει, με ακρίβεια. Το άρωμα. Που θα σπρώξει τη Δίωξη στο σωστό κανάλι. Το άρωμα αλλά και το σημάδι στο σώμα του δράστη, που θα γνωστοποιηθεί στην Τρύπη, από μία εξωτική, μέχρι τώρα, πηγή.
Η συνέχεια, έως προεξοφλούμενη. Θα ακολουθήσει η κατά πόδας παρακολούθηση του υπόπτου? η διαίσθηση, οι ενδείξεις, μία πολύ προσωπική εμπειρία της Τρύπη, η έρευνα στο σπίτι του υπόπτου, όλα υποδεικνύουν – αλάνθαστα πλέον – την ταυτότητα του δολοφόνου. Θα οδηγήσουν τη Δίωξη στον δρόμο για το σπίτι του …Καρλή!
Και η κάθαρση: Ο δολοφόνος, απέναντι στη θεία του παλιού serial killer? λόγος παραληρηματικός: “«…Τι να θέλω με το περίστροφο στο χέρι δυο μέτρα μακριά σου; Να σε σκοτώσω θέλω! Να σε σκοτώσω! Και να ξέρεις ότι είσαι πολύ τυχερή που διάλεξα την ταπεινή αφεντιά σου για να αποτίσω φόρο τιμής στον Αλέξανδρο. Είσαι η εκλεκτή. Και ο ίδιος θα συμφωνούσε απόλυτα με αυτήν την επιλογή. Γιατί ήσουνα η μόνη που αγαπούσε απ’ όλη την οικογένεια»” (σελ. 464).
Βροχή σφαιρών. Από τον δολοφόνο, την Τρύπη που τον είχε πάρει στο κατόπι και τον αρχιφύλακα-σκιά της. Σκηνικό αίματος: Ο δολοφόνος, νεκρός. Η Καρλή και ο αρχιφύλακας Μπρίνης, ανέπαφοι. Η Τρύπη; Νεκρή, επίσης; Πολύ κοντά σε αυτό. Βατήρας, για τον επόμενο Αζαριάδη;
Μην ψάχνετε για υπονοούμενα, κείμενο ανάμεσα στις γραμμές και κρυφά νοήματα, στο “Το μοτίβο του δολοφόνου”. Δεν συγκαταλέγονται αυτά στις αρετές του βιβλίου ή ακόμη και στις φιλοδοξίες του. Εξάλλου πρόκειται για ιδιότητες που μόνο κατ’ εξαίρεση εμφανίζονται στο hard-boiled (όπως, στον απολύτως πολιτικοποιημένο D. Hammett). Εδώ έχουμε ένα τυπικά δισδιάστατο hard-boiled και ως τέτοιο θα πρέπει να κριθεί[7].
Πρόκειται για ένα έντιμο, εξαιρετικά και σε βάθος δουλεμένο κείμενο, όπου πρωταγωνιστεί το στοιχείο της επιμελούς – αν όχι μακρόχρονης και επίπονης – έρευνας. Και δεν είναι εύκολο κείμενο, σε όρους “διαχείρισης”. Στην κλασική παράδοση του hard boiled, ο Αζαριάδης καλείται να κινήσει έναν μεγάλο αριθμό χαρακτήρων, χρονικά μπρος-πίσω παρένθετων σκηνών, συνεχείς μετακινήσεις από τριτοπρόσωπο σε πρωτοπρόσωπο, σε ένα βιβλίο που η έκτασή του περισσότερο προκαλεί, παρά διευκολύνει. Παλαιότερα αμαρτήματα, όπως αυτά στην “Τελευταία παράσταση της Μαρίνας Φιλίππου”, όπου η Τρύπη-
μητέρα φαινόταν να απουσιάζει, δείχνουν να διορθώνονται και οι χαρακτήρες των συνεργατών της αναδεικνύονται πληρέστεροι.
Με την προοπτική των Σημειώσεων, διάβασα “Το μοτίβο του δολοφόνου” δύο, και, κατά σημεία, τρεις φορές. Άσκηση, μακριά από βαρετή. Το βιβλίο διαβάζεται εξαιρετικά ευχάριστα. Μα, αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον αναγνώστη; Μπόνους, η – ενίοτε σχολαστική, αλλά ακριβής – τεχνική πληροφόρηση για ένα είδος εγκλημάτων που μοιάζει να μην ευδοκιμεί, και ευτυχώς, στην Ελλάδα, όπως και των απαιτούμενων ειδικών μεθόδων εξιχνίασής τους.
Σχετικά με το τελευταίο, συντηρώ κάποιες επιφυλάξεις (η ώρα της γκρίνιας, όπως, σωστά, καταλάβατε):
Η μικρή επιφύλαξη την οποία συντηρώ έχει σχέση με την υπερφόρτωση του κειμένου με ό,τι το εγκληματολογικά ενδιαφέρον (αλλά και ακριβές).
Μοιάζει υπερβολική η εμπλοκή τεσσάρων profilers[8] (έστω και αν η εμπλοκή του ενός εξ αυτών κρίνεται ως απολύτως αναγκαία…). Μένω με την εντύπωση πως μία, μόλις, επί πλέον παράγραφος στο “Μοτίβο το δολοφόνου”, σχετική με τα της Εγκληματολογίας και της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, θα ανέτρεπε το βιβλίο σε εγκληματολογικό σεμινάριο, εκτεθειμένο σε χαρακτηρισμούς τύπου “δασκαλίστικο” ή “υπερφορτωμένα ειδικό”. Αποτελεί, όμως, μία ενσυνείδητη επιλογή του Αζαριάδη, ο οποίος προφανώς κρίνει ότι ένα “εξωτικό”, για τα εγχώρια δεδομένα, είδος εγκλήματος και εγκληματία, απαιτεί τη συγκεκριμένη πληροφόρηση, και ότι η σχετική έμφαση επιβάλλεται, από την “ελληνικότητα” των παραμέτρων του μύθου του.
Κάτι ακόμη: Στην απόπειρά του να ευθυγραμμισθεί με τα πρότυπα του hard-boiled, αλλά και απολύτως συνεπής με το προσωπικό του συγγραφικό ιδίωμα, ο Αζαριάδης υπογραμμίζει στοιχεία αρχετυπικά του είδους, αλλά, ενίοτε, σε κλίμακα …εκτός κλίμακος. Αναφέρομαι στις σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου, όπως και στις αντίστοιχες ενός χιούμορ “μαγκιάς”. “Σεξ” και “χιούμορ” αποτελούν αντιπροσωπευτικά στοιχεία των «αστυνομικών», στις δεκαετίες του ’20, ’30 και ’40. Όμως η τυπολογία του σεξ στο hard-boiled, αναπτύσσεται κατά κανόνα λακωνικά και σχετικά διακριτικά και, ασφαλώς, δεν φθάνει στην αναφορά ανατομικών όρων ή “φωτογραφικής” απεικόνισης, όπως εδώ[9]. Σχετικό με το σημείο αυτό, και το γεγονός ότι ακούγεται υπερβολική, έως απίθανη, η συναίνεση της Τρύπη στην – όποιου είδους – “συνεύρεση” με τον δολοφόνο, στο διαμέρισμά του, στιγμές μόλις, αφότου εκείνη ανακάλυψε το εξεζητημένο άρωμά του, στο μπάνιο του και δεν απέμενε παρά το σημάδι στο σώμα του, για την ταυτοποίησή του (σελ. 433/434)…
Όσο για το χιουμοριστικό στοιχείο, ας μου επιτραπεί να επεκταθώ, για λίγο: Ένας εκ των κινδύνων στην ανάπτυξη του αστυνομικού μύθου είναι και η υπέρμετρη συμμετοχή στοιχείων που μπορούν να αποπροσανατολίσουν τον αναγνώστη και να αποκαθηλώσουν το μήκος κύματος – ας το αποκαλέσουμε “ατμόσφαιρα” – του κειμένου. Η φορτική χρήση και συχνότητα του χιούμορ, για παράδειγμα, είναι αυξημένης “επικινδυνότητας”. Ιδιαίτερα, όταν η χιουμοριστική παραβολή παραπέμπει σε περιβάλλοντα εξωτικά του κλίματος και του περιεχομένου τού μύθου[10]. Ή όταν ξαφνιάζει, όχι ευχάριστα, με τη συχνότητά της[11].
Έχω την εντύπωση ότι η χρήση των πιο πάνω σκηνών και στοιχείων εκθέτει το κείμενο στον ψόγο ότι περισσότερο “εκβιάζουν” μία “σκληρή” γραφή, παρά ότι υπηρετούν ή συνδράμουν την αντίστοιχη εικόνα ή τον σχετικό συλλογισμό.
[1] Για τους σκοπούς αυτού του Σημειώματος, ας υιοθετήσουμε, επί το …ελληνικότερο, τον όρο “serial killer”.
[2] Αναγκαία διευκρίνιση, σχετικά με την ορολογία: Κατά το FBI (1992), οι φόνοι ενός “serial killer”, (α) είναι τουλάχιστον τρεις, (β) σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς τόπους, (γ) με τη μεσολάβηση μιας χρονικής περιόδου “ανασυγκρότησης” μεταξύ των φόνων, περιόδου που μπορεί να ποικίλλει μεταξύ μερικών ωρών και μερικών ετών. Ως ακριβέστερος ορισμός των εγκλημάτων ενός serial killer, έναντι αυτού του FBI, κρίνεται σήμερα ο ορισμός των National Institutes of Justice (NIJs), όπου, αντίστοιχα, οι φόνοι (α) είναι τουλάχιστον δύο, (β) σε τουλάχιστον δύο περιστατικά, (γ) εκτελούνται, συνήθως αλλά όχι πάντα, από ένα άτομο (και όχι σε συνεργασία με άλλο), (δ) με τη μεσολάβηση μιας χρονικής περιόδου “ανασυγκρότησης” μεταξύ των φόνων, περιόδου που μπορεί να ποικίλλει μεταξύ μερικών ωρών και μερικών ετών. Κατά τα NIJs, τα κίνητρα των κατά συρροή δολοφονιών είναι συχνά ψυχολογικής αιτιολογίας, ενώ οι φυσικές ενδείξεις στους τόπους των εγκλημάτων υποδηλούν εξάρσεις σαδιστικού ή σεξουαλικού περιεχομένου.
[3] Quantico: Οικισμός στη Virginia (Ανατολικές ΗΠΑ), όπου και η έδρα μιας εκ των μεγαλυτέρων, παγκοσμίως, βάσεων του US Marine Corps. Στη βάση αυτή εδρεύουν, μεταξύ άλλων, και οι Εκπαιδευτικές Ακαδημίες του FBI (Federal Bureau of Investigation) και της DEA (Drug Enforcement Administration). Το “Κουάντικο” αναφέρεται επανειλημμένα στο βιβλίο, ως τόπος εκπαίδευσης στελεχών της Αστυνομίας, στις σύγχρονες τεχνικές και μεθόδους αντιμετώπισης του εγκλήματος.
[4] Κατά την Εγκληματολογική Ψυχολογία, στον όρο “psychopathic narcissism” υπακούει το “κατά βάση ανώριμο, εγωπαθές, εγωκεντρικό, ζηλόφθονο άτομο, ένα μανιασμένο παιδί, μέσα στο σώμα ενός δυνατού ενήλικα, οργισμένο έναντι των γονιών του, απέναντι στην εξουσία, στον Θεό, στη ζωή. Ένα άτομο που έχει πληγωθεί, κακοποιηθεί, ψυχολογικά βληθεί, στερηθεί, κακομάθει, εγκαταλειφθεί, αγνοηθεί με διάφορους τρόπους, υπερβολικούς ή και περισσότερο διακριτικούς, ένα άτομο που ξεσπάει απέναντι στον κόσμο, στην κοινωνία, στην εξουσία” (https://www.psychologytoday.com/blog/evil-deeds/201201/joran-casey-and-psychopathic-narcissism-foren, υπό “3”, Joran, Casey and Psychopathic Narcissism: A Forensic Commentary).
Αναφορικά με τον όρο “organized”, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά του σίριαλ κίλερ μπορούν να προταχθούν: IQ, άνω του μέσου όρου (>105-120), γεωγραφικά και επαγγελματικά ελεύθερης διακίνησης, καλής προσωπικής υγιεινής και συνήθους οικιακής τάξης, επικοινωνιακός και σε συχνή επαφή με την Αστυνομία, εγκαταλείπει έναν καθαρό και ελεγχόμενα τακτικό τόπο του εγκλήματος, ανυπαρξία στοιχείων της φυσικής του παρουσίας στον τόπο του εγκλήματος, εξαιρετικά επιδέξιος κατά τη διάρκεια προσωπικών συνεντεύξεων (http://twistedminds.creativescapism.com/serial-killers-introduction/holmes-typology/characteristics/, υπό “Serial Killers Characteristics – Organized vs. Disorganized”.
[5] Στις σελ. 92/93 αναφέρονται έξη φόνοι. Προφανώς, το ότι οι δύο από αυτούς παρουσιάζουν την ιδιομορφία των έξη, αντί οκτώ, βολίδων, επέτρεψε στον υπαστυνόμο Μόραλη να τους αφαιρέσει από τη λίστα της σελ. 221.
[6] Κατά σημεία, αναφέρεται το όνομα “Κάιζερ Σόζε”. Η αναφορά δεν είναι, βέβαια, τυχαία. Πρόκειται για τον ήρωα της εξαιρετικής ταινίας “Συνήθεις ύποπτοι” (“Usual suspects”, του Bryan Singer – 1995) όπου ο Kevin Spacey, στον ρόλο του – εκτός των άλλων – serial killer Keyser Soze, συνδιαλέγεται συστηματικά και επί μακρόν με τους εκπρόσωπους της Αστυνομίας… Το σενάριο της ταινίας ψηφίστηκε από την Writer‘s Guild of America, ως το 35ο καλύτερο σενάριο, όλων των εποχών.
[7] Αν και η αστυνόμος Τρύπη συνιστά μία ακόμη απόκλιση από το ορθόδοξα hard–boiled, το οποίο, κλασικά, επιφυλάσσει στη γυναίκα ρόλο δευτεραγωνιστικό, όταν δεν προωθεί το σενάριο της γυναίκας-“βάζο”.
[8] Παναγιωτίδης, Καμπανάκης, συγγνώμη, Καμπανίδης (σελ. 286), Ακριβού (σελ. 402), Αντωνιάδου (σελ. 448).
[9] Ενδεικτικά, θα αναφερθώ στις σελ. 114, 200, 272, 434.
[10] Ενδεικτικά, θα αναφερθώ στις σελ. 158 (Σταυρίδης/ Βεργίνης vs. Τζόκοβιτς/Ναδάλ), σελ. 173 (Σαλώμη/Ιωάννης ο Βαπτιστής), σελ. 176 (Μπόγκαρτ vs. φλώρος των βορείων προαστείων), σελ. 194 (αναφορά στον Κινγκ Κονγκ), σελ. 236 (το κορμί της Τρύπη vs. Χείμαρρος στα Ζαγοροχώρια), σελ. 238 (η περιγραφή του πρωτοπαλαιστή), σελ. 385 (αρχιφύλακας Μπρίνης/Μόντι Πάιθονς), …, …, …,
[11] Απολύτως ενδεικτικά, θα αναφερθώ στις σελ. 12, 31, 38, 41, 44, 52, 59, 64, 77, 80, 81, 91, 101, 119, 121, 125, 132, 140, 149, 162, 169, 176, 181, 182, 183, 196, 204, 219, 221, 222 (x3), 226, 231 (x2), 232, 239 (x2), 243 (x2), 249, 254 (x2), 274, …, …,