Από το ξεκίνημα της ΟΝΕ ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν η δημιουργία της και η συμμετοχή μιας χώρας σε αυτή είναι δρόμος χωρίς επιστροφή. Έχουν μεσολαβήσει 16 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της και το ερώτημα παραμένει επίκαιρο. Σήμερα, για πολλούς κυρίως αγγλοσαξωνικής προέλευσης, η απάντηση φαίνεται να συναρτάται με την πορεία και τις αποφάσεις της Ελλάδας σε ότι αφορά τη συμμετοχή της.
Στη δεκαετία του 1990 κυριαρχούσε η άποψη ότι η ΟΝΕ θα λειτουργούσε ως προθάλαμος της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Έτσι, υποστηρίχτηκε ότι η ΟΝΕ είναι μη αναστρέψιμη και η συμμετοχή μιας χώρας αμετάκλητη στο βαθμό που η δημιουργία της ήταν μια πολιτική απόφαση.
Η άποψη αυτή δοκιμάζεται σήμερα, κυρίως στη χώρα μας, καθώς γίνεται κατανοητό ότι η πολιτική επιλογή υπεράσπισης της συμμετοχής στην ΟΝΕ εξαρτάται μεταξύ άλλων από τη βούληση και την δυνατότητα της κυβέρνησης να θέσει, σε σχέση με άλλους οικονομικούς στόχους, τη συμμετοχή στην ΟΝΕ ως προτεραιότητα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η προσαρμογή που όφειλε να κάνει η χώρα για να συμμετάσχει στην ΟΝΕ υπήρξε ημιτελής. Η αδυναμία όμως αυτή, επειδή και μετά την ένταξη στην ΟΝΕ δεν έγιναν οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές, είχε ως συνέπεια η χώρα να βρεθεί αντιμέτωπη με τεράστιες ανισορροπίες. Έτσι, μετά το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης οι ανισορροπίες αυτές την οδήγησαν εκτός αγορών και στον αναγκαστικό δανεισμό προκειμένου να βρει χρόνο και να προχωρήσει σε αναγκαίες αλλαγές.
Στο βαθμό λοιπόν που η αποκατάσταση των οικονομικών ανισορροπιών ενέχει μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος είναι δυσκολότερο για μια κυβέρνηση να προτάξει τη συμμετοχή στην ΟΝΕ έναντι του στόχου για πλήρη απασχόληση.
Σήμερα στην Ελλάδα ενισχύονται δυνάμεις που υπερασπίζονται ως αναγκαιότητα την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη. Μόνο έτσι, υποστηρίζουν οι δυνάμεις αυτές, θα μπορέσει η χώρα να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.
Η άποψη αυτή παραγνωρίζει ότι η όποια χρησιμότητα της απομειώθηκε από τη στιγμή που η Ελλάδα ολοκλήρωσε τη οικονομική προσαρμογή. Σήμερα, έχει πρωτογενή πλεονάσματα και αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητα κόστους που έχασε από τη ημέρα συμμετοχής της στην ΟΝΕ εξαιτίας του υψηλότερου πληθωρισμού που είχε έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Το κόστος εργασίας έχει μειωθεί και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει ισοσκελιστεί.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για να αλλάξει το παραγωγικό πρότυπο της χώρας το οποίο είναι μη ανταγωνιστικό παραμένουν οι ίδιες ανεξάρτητα από το νόμισμα της χώρας.
Αν λοιπόν η άποψη αυτή είχε ποτέ κάποια αξία, τότε η Ελλάδα θα έπρεπε να αποχωρήσει από την ΟΝΕ με το ξέσπασμα της κρίσης για να αποφύγει την απότομη προσαρμογή και μέρος του κόστος της μέσω μιας υποτίμησης του νέου νομίσματος.
Η εισαγωγή εθνικού νομίσματος δεν απαλλάσσει ούτε κάνει απαραίτητα ηπιότερα τα προγράμματα προσαρμογής όπως γνωρίζουμε από σταθεροποιητικά προγράμματα της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Επίσης, γνωρίζουμε ότι το κόστος της υποτίμησης το πληρώνουν τελικά οι οικονομικά ασθενέστεροι που δεν μπορούν να προστατευθούν από τις συνέπειες της. Επιπρόσθετα η εξυπηρέτηση του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους που θα είναι σε ευρώ θα γίνει ακόμη δυσκολότερη.
Από τη στιγμή που η απόφαση αυτή δεν ελήφθη το 2010 και δεν μπορούσε να ληφθεί γιατί το οικονομικό κόστος αλλά και οι ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες θα ήταν εξίσου μεγάλες, σήμερα η μόνη επιλογή που έχει η Ελλάδα είναι να επωφεληθεί όπως οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης από τα οφέλη που προσκομίζει η συμμετοχή στην ΟΝΕ. Αυτά είναι το χαμηλό κόστος κεφαλαίου και η ελεύθερη είσοδος κεφαλαίων για επενδύσεις. Αναγκαίες προϋποθέσεις για επιστροφή σε βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Με αυτό το κριτήριο, η απειλή για Grexit ή το κόστος του αν συμβεί εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγάλο αφού παρατείνει την ύφεση και την ψηλή ανεργία. Επιπρόσθετα, επιβαρύνει ακόμη περισσότερο όσους θίχτηκαν από την κρίση. Αυτή την εκτίμηση ενσωματώνουν οι αποδόσεις των ομολόγων διετίας και τριετίας.
Μέχρι σήμερα οι αποφάσεις της Ευρώπης είτε αυτές αφορούν την ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της είτε τη στήριξη χωρών που στερήθηκαν την πρόσβαση στις αγορές δικαιώνουν αυτούς που έλεγαν ότι η ΟΝΕ είναι πρώτιστα πολιτικό εγχείρημα και δευτερευόντως οικονομικό. Η Ευρώπη έκανε με καθυστέρηση βέβαια και θα συνεχίσει να κάνει τις αναγκαίες κινήσεις προκειμένου να μην αμφισβητηθεί η αξιοπιστία της ΟΝΕ.
Αυτό θα είναι τελικά το κέρδος για την χώρα μας η οποία επιχειρεί να ξεφύγει από μια πολύχρονη ύφεση και υψηλή ανεργία αλλά και για την Ευρώπη η οποία καλείται να κάνει βήματα που θα την κάνουν πιο ισχυρή και πιο ανθεκτική σε μελλοντικές κρίσεις.