Απέναντι στη σωρεία αποκαλύψεων που συνοδεύουν την υπόθεση του «μεσάζοντα» για την πώληση οπλικού εξοπλισμού στη Σαουδική Αραβία, έχουν εκδηλωθεί, έως τώρα, τρεις πολύ ενδιαφέρουσες «γραμμές άμυνας» από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η πρώτη προήλθε από το Υπουργείο Εξωτερικών και αφορά τις απειλές για κάθειρξη όσων βουλευτών χρησιμοποιούν και δήθεν διακινούν έγγραφα, που εμπίπτουν στην κατηγορία του «εθνικού απορρήτου». Πρόκειται για ένα επιχείρημα εθνοπατριωτικού μυστικισμού, που προέρχεται από τις χειρότερες παραδόσεις της Δεξιάς, όταν η ίδια θεωρούσε πως η «ασφάλεια του καθεστώτος» πλήττεται από τους «αντεθνικώς δρώντες». Η δεύτερη γραμμή άμυνας προήλθε από το ίδιο το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ (Φίλης, Σκουρλέτης, κ. α.) και αφορά την «ανθρωπιστική» διαφωνία για την πώληση όπλων —συμφωνία ψηφισμένη από τη Βουλή— και το ενδεχόμενο ότι αυτά θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του άμαχου πληθυσμού της Υεμένης. Πρόκειται για ένα «πασιφιστικό» επιχείρημα, που προέρχεται από τις παλιές παραδόσεις της Αριστεράς, καθώς οι πάσης φύσεως εξοπλισμοί θεωρούνται γενικώς ύποπτοι για την εξυπηρέτηση μιλιταριστικών συμφερόντων. Την τρίτη «γραμμή άμυνας» θα την αναλάβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, καθώς κατηγορεί την αντιπολίτευση για τα εξοπλιστικά —και όχι μόνο— σκάνδαλα του παρελθόντος με το γνωστό επιχείρημα: «μιλάτε εσείς που σαράντα χρόνια κυβερνήσατε κ.λπ.» Και οι τρεις «γραμμές άμυνας» δεν θα αποτρέψουν τη βέβαιη φθορά της κυβέρνησης αλλά θα προσπαθήσουν να διασκεδάσουν τη γενικευμένη εντύπωση για την καταρράκωση του περίφημου «ηθικού πλεονεκτήματος». Πρόκειται για τρία διαφορετικά αλλά συμπληρωματικά επιχειρήματα, που απευθύνονται σε διαφορετικά εσωτερικά ακροατήρια και συσπειρώνουν τη βάση της κυβερνητικής πλειοψηφίας απέναντι στα πυρά της αντιπολίτευσης. Από αυτή την άποψη, πρόκειται μια άσκηση ετοιμότητας, που μάλλον έχει ελάσσονα σημασία για τις κεντρικές πολιτικές εξελίξεις.
Αν αλλάξει όμως κανείς, για λίγο έστω, οπτική γωνία και αν απομακρυνθεί από την υπόθεση του σκοτεινού «μεσάζοντα», μπορεί να εξετάσει το θέμα από μια άλλη σκοπιά. Η περίπτωση του κ. Καμμένου καθώς και η «υποχρεωτική» κάλυψή του από τον πρωθυπουργό είναι αρκετά εύγλωττη για να σκεφτούμε «τι κάνουν οι λαϊκιστές» όταν έρθουν στην εξουσία. Και οι τρεις «γραμμές άμυνας», άλλωστε, ανταποκρίνονται εντέλει σε μια κοινή αντίληψη γύρω από την εξουσία: στην άσκησή της ως μια υποθετική και διαρκή «κατάσταση πολιορκίας».[1] Η συμβολική αντιπροσώπευση των μυστικών του έθνους (Κοτζιάς), η ηθικολογική αντιπροσώπευση της Αριστεράς (Φίλης), και η πολωτική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις παλαιές διεφθαρμένες ελίτ και στον πάντα προδομένο λαό προετοιμάζουν το έδαφος για μια μόνιμη και οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση.
Για πολύ καιρό, οι ΑΝΕΛ θεωρούνταν ένας φτηνός κυβερνητικός εταίρος που είτε παράγει πολιτικό φολκλόρ είτε υπενθυμίζει την κοινή αντιμνημονιακή διαδρομή των δύο κομμάτων, που βρίσκονται στην εξουσία. Πρόσφατα όμως, ο κ. Καμμένος, μέσα από μια ιδιάζουσα αντίληψη για τον πελατειακό αποικισμό του κράτους, έχει εξελιχτεί σε κεντρικό παράγοντα φθοράς της κυβέρνησης καθώς, ολοένα και περισσότερο, εκπέμπει το σήμα «του παλαιού κατεστημένου». Αντί όμως αυτή η στάση να ενεργοποιήσει τα (όποια) «αριστερά» αντανακλαστικά του ΣΥΡΙΖΑ, η οριακή κυβερνητική πλειοψηφία έχει μετατρέψει πλέον τη συνεργασία των δύο κομμάτων σε σχέση ιδεολογικής εξάρτησης? μιας εξάρτησης που δεν αφορά βέβαια το ιδεολογικό πρόσημο των προοδευτικών νομοσχεδίων —σε αυτά, ευτυχώς, η αντιπολίτευση κρατά μια σοβαρή στάση— αλλά τον πυρήνα του λαϊκισμού: τη μάχη με τα «οργανωμένα συμφέροντα», με τους «εχθρούς του λαού», με όσους υπηρετούν την «αποσταθεροποίηση» της κυβέρνησης. Οι λαϊκιστές στην εξουσία είναι άλλωστε πάντα σκληροί με τους επικριτές τους.
Από αυτή την άποψη, το παράδειγμα της υπόθεσης του σκανδάλου στο Υπ. Άμυνας επιβεβαιώνει πως ο λαϊκισμός δεν διέπεται μόνο από αντιφάσεις όταν βρεθεί στην εξουσία αλλά αξιοποιεί ακόμα και τις αποτυχίες του. Το σκάνδαλο παύει να είναι μια πλημμελής και ενδεχομένως ιδιοτελής άσκηση καθηκόντων και γίνεται μια ευκαιρία επανα-νομιμοποίησης της λαϊκιστικής διακυβέρνησης. Σημασία δεν έχει πια το ήθος και το ύφος της εξουσίας αλλά η υπαρξιακή απειλή της από εχθρούς και αντιπάλους, που θέλουν δήθεν να ξανακερδίσουν τα χαμένα τους προνόμια. Αυτή ακριβώς η αντίληψη της εξουσίας δίνει στην κυβέρνηση έναν έντονα θεατρικό χαρακτήρα. Όσοι απορούν, επομένως, για το τι έχουν πάθει οι δύο εταίροι και φοράνε συνέχεια στολές παραλλαγής κάνοντας αεροπλανικές βόλτες στον αέρα, καλό είναι να συνδυάσουν την κυβερνητική σταθερότητα με την ταυτόχρονη πολιτισμική επίδειξη ισχύος των «ετοιμοπόλεμων» αρχηγών. Για τους λαϊκιστές, η εξουσία δεν είναι ούτε μια απρόσωπη κρατική λειτουργία ούτε μια συμπύκνωση σχέσεων ανάμεσα σε θεσμούς και πολίτες. Είναι η ώρα που ο λαός και το έθνος βρίσκονται στην εξουσία για να παράγουν τη δική τους ερμηνεία για το τι είναι η εξουσία. Για αυτό και στο εξής, η ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κόμματα (αυτό που έχει ονομαστεί «ανελοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ) δεν θα αφορά απλώς τη συγκάλυψη ενός σκοτεινού «μεσάζοντα» αλλά θα βαθύνει ακόμη περισσότερο την κρίση της δημοκρατικής αντιπροσώπευσης.
[1] Jan – Werner Muller, Τι είναι ο λαϊκισμός ; μτφρ. Δημήτρης Η. Αντωνίου, Πόλις, Αθήνα, 2017, σ. 27.