Ό,τι και να γίνει την Τετάρτη –και όλα είναι ακόμα πιθανά, συμπεριλαμβανομένων των χειρότερων- τη Δευτέρα γράφηκε Ιστορία στα θεσμικά μας πράγματα. Με αφορμή και επίκεντρο την ΕΡΤ και τη δημόσια τηλεόραση, αλλά με προεκτάσεις σε όλη τη δημόσια σφαίρα. Δικαιολογώντας, από τη θετική πλευρά, αυτή τη φορά, την αίσθηση πολλών, στους οποίους ανήκω, ότι τίποτα πια δεν θα είναι ίδιο, ούτε για την κυβέρνηση ούτε για το πολιτικό σύστημα.
Πρώτη και βασικότερη ιστορική πράξη, η ίδια η προσωρινή διαταγή του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί μερικής αναστολής της κοινής υπουργικής απόφασης για κλείσιμο της ΕΡΤ. Το πρωτόφαντο γεγονός της ανάληψης της ευθύνης μιας τέτοιας δικαστικής απόφανσης από τον ίδιο τον Πρόεδρο του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου, η σαφήνεια και η καθαρότητα του διατακτικού (πρέπει να επαναλειτουργήσει άμεσα η δημόσια ραδιοτηλεόραση, γιατί δεν νοείται «διακοπή» παροχής αυτής της δημόσιας υπηρεσίας έως την πιθανή αναρρύθμιση του φορέα της, που πρέπει όμως πάντα να είναι δημόσιος), η έμφαση στο υπεράνω πολιτικής, και ιδίως μικροπολιτικής, δημόσιο συμφέρον (πόσες φορές η λέξη «δημόσιο», γιατί αυτό διακυβευόταν), μετατόπισαν οριστικά το ζήτημα σε επίπεδο αρχών και έδειξαν το δρόμο και στο πολιτικό σύστημα.
Αλλά και το πολιτικό σύστημα, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, έδειξε να αντιλαμβάνεται την κρισιμότητα των περιστάσεων και την ευκαιρία για αναβάπτιση. Παρά τις δυσκολίες και τις διαφωνίες –οφειλόμενες κυρίως στην προσπάθεια των κυβερνητικών εταίρων να βρουν έναν κοινό τόπο χωρίς να δείχνουν ότι υποχωρούν σε θέματα αρχής-, από τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών το βράδυ της Δευτέρας –όπως τουλάχιστον παρουσιάστηκε από αυτούς που μίλησαν- φάνηκε ότι υφίστανται οι όροι μιας επί της αρχής συμφωνίας σε δύο κρίσιμα ζητήματα δημοκρατίας: τη συνέχιση και εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων, αλλά με άλλον, πιο συντονισμένο και ουσιαστικό τρόπο και το σφίξιμο, όχι το σπάσιμο, της εσωτερικής λειτουργίας της κυβέρνησης συνεργασίας, μέσα από ανανέωση της προγραμματικής συμφωνίας τους, αλλαγές προσώπων και άλλη μέθοδο συνεννόησης. Θα ήταν κρίμα για το μεγαλύτερο από τα τρία κόμματα να κλωτσήσει την ευκαιρία αυτής της νέας αρχής –υπέρ της χώρας, υπέρ των μεταρρυθμίσεων- με το πρόσχημα μιας δήθεν «άλλης ερμηνείας» μιας πεντακάθαρης ως προς τις συνέπειές της δικαστικής απόφανσης.
Στο βραχύ χρόνο, όλα θα κριθούν μέσα από δυο δοκιμασίες: την άμεση επαναλειτουργία, χωρίς κάμψη άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων, της «παλιάς ΕΡΤ» και το ξαναχτίσιμο, σε πραγματικές υγιείς βάσεις, της «νέας». Όλοι –ακόμα και αυτοί που επίσημα τη λοιδόρησαν- δείχνουν να συμφωνούν στην ανάγκη μιας πραγματικά ανεξάρτητης, ορθολογικά οργανωμένης, ποιοτικής ως προς το προσωπικό και το πρόγραμμά της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης: ιδού η ευκαιρία, με διακομματική συνεννόηση, να γίνει πράξη. Οι πολιτικές δυνάμεις θα κριθούν από το βαθμό πραγματικής, και όχι στα λόγια, συμμετοχής τους σε αυτό το εγχείρημα.
Παρά την ιστορικότητα των στιγμών και την εμφάνιση των ευκαιριών, τόσο η συμφιλίωση των κυβερνητικών εταίρων όσο και η υλοποίηση των από όλους αποδεκτών τομών παραμένουν μετέωρες. Και θα παραμείνουν, ακόμα και αν, όπως επιτάσσει στοιχειώδες αίσθημα αυτοπροστασίας, γλιτώσουμε τις εκλογές, όσο δεν ακολουθείται, από όλα τα κόμματα, το νέο μονοπάτι, που κατέστησε τόσο ανάγλυφο, αλλά και τόσο δύσβατο, η περιπέτεια της ΕΡΤ.