Το μήνυμα των ελληνικών εκλογών δεν πρέπει να το παρανοήσουμε. Το γεγονός ότι ένα 36% των Ελλήνων ψηφοφόρων επέλεξαν ΣΥΡΙΖΑ – το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς , δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει στραφεί προς τον Κομμουνισμό. Το εκλογικό σώμα εξέφρασε την απόγνωση, την απογοήτευση και την πληγωμένη εθνική του υπερηφάνεια.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας, πρέπει να κατανοήσουν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν μια σαφής απόρριψη πολιτικών πέντε ολόκληρων χρόνων που απέτυχαν να αποδώσουν θετικό αποτέλεσμα στο οποίο είχαν όλοι ελπίσει. Να κατανοήσουν ότι το κόστος της κρίσης κατανεμήθηκε με απόλυτα άδικο τρόπο, με τους φτωχότερους να σηκώνουν το μεγαλύτερο μερίδιο του βάρους. Με το να παρεμβαίνει η «τρόικα» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) σε ήσσονος σημασίας καθημερινής διαχείρισης, ένα αίσθημα πικρίας και μίσους κατέλαβε την κοινή γνώμη, ακόμη και τους πιο αφοσιωμένους Ευρωπαϊστές.
Ήταν αυτό το αίσθημα, μιας χαμένης εθνικής κυριαρχίας, που επέτρεψε την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η ταπείνωση αποτέλεσε μια δύναμη τόσο ισχυρή ώστε να συνενώσει αριστερούς και εθνικιστές, προλειαίνοντας το έδαφος για μία αντισυμβατική μετεκλογική συνεργασία μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ακροδεξιού κόμματος των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Έτσι τώρα και ενώ οι συζητήσεις για το χρέος της Χώρας και τα δημοσιονομικά προβλήματα προχωρούν, οι διαπραγματευόμενοι με την Ελλάδα εταίροι θα πρέπει να κατανοήσουν πως οι Έλληνες θα παρακολουθούν αυστηρά την όλη διαδικασία .
Ασφαλώς οι Έλληνες πολιτικοί υπέπεσαν σε πολλά σφάλματα, και απέτυχαν ιδιαιτέρως στο σχέδιο διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν όμως και οι εμπλεκόμενοι Ευρωπαίοι. Το άγχος και ο θυμός για άστοχες πολιτικές και αλαζονική προσέγγιση από την Γερμανία δεν μεγαλώνει μόνο στην Ελλάδα.
Είναι γεγονός ότι στην προσπάθεια της να επιβάλει στην υπόλοιπη ευρωζώνη, τη δική της εκδοχή της οικονομικής ορθοδοξίας, παρά τις ισχυρές αντιρρήσεις οικονομολόγων και εκλεγμένων ηγετών, η Γερμανική Κυβέρνηση έχει επιδείξει ένα σοβαρό έλλειμμα ενσυναίσθησης και διπλωματικής επιδεξιότητας. Σε προεκλογικές περιόδους και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όταν κορυφώνονται οι εντάσεις και ευαισθησίες, Γερμανοί πολιτικοί από όλα τα κόμματα, απευθύνονται με βεβαιότητα στους ψηφοφόρους για το τι πρέπει να κάνουν. Όπως είναι αναμενόμενο, , αυτά τα σχόλια προκαλούν αναφλέξεις, τροφοδοτώντας την δημαγωγία και υποσκάπτοντας τις κυβερνητικές προσπάθειες να πετύχουν και να διατηρήσουν τη δημοσιονομική σταθερότητα.
Είναι η ώρα όλες οι πλευρές να επιδείξουν περισσότερη κατανόηση, η μία για την άλλη. Με την προεκλογική ρητορεία του ΣΥΡΙΖΑ να έχει τεθεί στο περιθώριο, ο Έλληνας Πρωθυπουργός ισχυρίζεται επί της αρχής ότι θέλει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της Χώρας και δείχνει μια ισχυρή διάθεση να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη. Σε αυτή τη θέση θα πρέπει να υπάρξει ανταπόκριση.
Όλα τα μέρη θα πρέπει να σταματήσουν να συζητούν για τη «θεωρία των παιγνίων» ή να παίζουν το «το δίλλημα του δειλού». Αντίθετα πρέπει να συνεργασθούν και να φέρουν στο τραπέζι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γιούνκερ, έχει και την εμπειρία και την εξουσία, αλλά και την υποχρέωση να επαναβεβαιώσει το ρόλο της Επιτροπής που ηγείται και να αποκαταστήσει την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων. Θα πρέπει να παρουσιάσει μία πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία θα μπορούσε να σταλεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (Κορυφής) για να εγκριθεί από αυτό.
Ένα βασικό σχέδιο θα πρέπει να επικεντρωθεί στην τριάδα: αναδιάρθρωση του χρέους, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και πρόγραμμα επενδύσεων.
Παράταση του χρέους , με μείωση ή και διαγραφή της πληρωμής των τόκων – ανάλογα με την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και τις επιδόσεις στην οικονομία.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένου ενός οδικού χάρτη, μετρήσιμων στόχων και ενός εφαρμόσιμου χρονοδιαγράμματος. Οι τομείς πρώτης προτεραιότητας θα πρέπει να είναι το φορολογικό, το ασφαλιστικό, η δημόσια διοίκηση και η απονομή της δικαιοσύνης.
Όλα αυτά θα πρέπει να συνοδεύονται από ένα ολοκληρωμένο επενδυτικό πρόγραμμα, με δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, στην κατεύθυνση της πρότασης των 315 δις ευρώ που παρουσίασε ο κ. Γιούνκερ το Νοέμβριο, για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα πακέτο τρία-σε-ένα.
Για να πετύχουν οι διαπραγματεύσεις, όλες οι πλευρές πρέπει να έχουν υπόψιν ότι το να καταλήξουν σε ένα συμβιβασμό για την πληρωμή του χρέους και τις επενδύσεις, πιθανότατα θα αποδειχθεί ευκολότερο, από το να βρεθεί ο κοινός τόπος για τις μεταρρυθμίσεις, το μεγάλο δηλαδή προαπαιτούμενο για την ανάπτυξη. Το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων χωρών του κόσμου θεωρεί ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι ένα εργαλείο προώθησης των επενδύσεων, όμως πολλοί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις βλέπουν ως νεοφιλελεύθερη επίθεση που δεν θα πρέπει να εφαρμοσθεί στην Ελλάδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ένα θεμελιώδες αδιέξοδο, και επομένως η αναζήτηση μιας συμφωνίας θα απαιτήσει να μείνουν ανοικτές όλες οι γραμμές επικοινωνίας και να δοθεί επαρκής χρόνος, χωρίς να ξεχνά κανείς τον ελληνικό λαό, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει ακριβώς τι τον περιμένει την επόμενη μέρα.
Θα πρέπει όλοι να έχουμε πίστη ότι όλα τα εμπλεκόμενα στις διαπραγματεύσεις μέρη, μοιράζονται επί της αρχής, στόχους και αξίες. Όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να αποτραπεί ένας ακρωτηριασμός της ευρωζώνης και πρέπει να αποφευχθεί η απειλή της διάλυσης της. Υπό αυτή την έννοια η Ελλάδα πρέπει αμέσως να επανασυνδεθεί με τον δρόμο της ανάπτυξης.
Δημοσιεύθηκε στο Project Syndicate