Μια από τις πιο συμβολικές πολιτικές αποφάσεις – παρ’ όλο το κόστος που είχε – της Δυτικής Γερμανίας στα χρόνια του τείχους ήταν η μη αναγνώριση συνόρων με την Ανατολική Γερμανία. Συνοριακός έλεγχος εισόδου-εξόδου, για τους ξένους πολίτες εννοείται αφού απαγορευόταν η έξοδος στους δικούς της, γινόταν μόνον από τη μεριά της «Λαϊκής Γερμανίας».
Η ανάδειξη της «ανατολικής» Άνγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία της ενωμένης Γερμανίας ήταν η συμβολική επίσης επιβράβευση εκείνης της απόφασης που απέδειξε ότι κανένα πρόσκαιρο τείχος, όπως και κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς δεν μπορεί να επιβάλει στους λαούς τη διαίρεσή τους.
Η Άγκελα Μέρκελ όμως, που σε λίγες ώρες θα εκλεγεί στο κορυφαίο κυβερνητικό αξίωμα της χώρας της για τέταρτη συνεχόμενη φορά, απέδειξε και άλλα πράγματα. Ότι η σταθερότητα και η αποφασιστικότητα στο τιμόνι της διακυβέρνησης μπορούν κάλλιστα να συνδυαστούν με τη μετριοπάθεια, τους χαμηλούς τόνους και τη διαλλακτικότητα. Αυτή είναι που έδωσε δείγματα πλήρους μεταστροφής στη μεταναστευτική πολιτική της Γερμανίας στους δύσκολους «τρομοκρατικούς» καιρούς, παρά το μεγάλο πολιτικό κόστος και τις απώλειες από το ξενοφοβικό κόμμα, αυτή είναι που μετέβαλε τη θέση της για την ατομική ενέργεια, μετά το πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα, που δεν δίστασε, συντηρητική πολιτικός η ίδια, να αφήσει στην κατά συνείδηση πλειοψηφία να αποφασίζει για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτή είναι που κράτησε υπεύθυνα το τιμόνι της Ευρώπης μετά την εκλογή και τις αλλοπρόσαλλες διακηρύξεις Τραμπ.
Τελικά άλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις υστερικές λαϊκίστικες κραυγές που τους έφεραν στην εξουσία και να «go back» σε μια νύχτα. Μόνο που το πανικόβλητο αυτό «go back» τους αυτό το πλήρωσε και το πληρώνει ακριβά η χώρα μας.