Γνώση: δυο-τρία πράγματα που δεν ξέρω γι’ αυτήν
Μικροϊστορίες των επιστημών και της φιλοσοφίας
—του Γιώργου Θεοχάρη—
Τι είναι γνώση; Πώς ορίζεται; Πότε δικαιούμαι να πω: «γνωρίζω ότι αυτό είναι έτσι»; (Γνωρίζω ότι… Μεγάλη κουβέντα!) Η σχετική συζήτηση έχει ιστορία από 25 αιώνων. [Κανονικά θα έπρεπε να ξεκινήσω όπως ο Dr Sheldon Cooper όταν διδάσκει Φυσική στην Penny (στην τηλεοπτική σειρά The Big Bang Theory): “It’s a warm summer evening in ancient Greece”.
Εντούτοις, όπως ίσως θα έλεγε ο Μπόρχες, για να αφηγηθείς σωστά 25 αιώνες, χρειάζεσαι, εχμ…, 25 αιώνες. Δεν τους έχουμε, οπότε θα πάμε (λίγο) πιο γρήγορα.]
Είναι γνωστός ο αφορισμός του Alfred North Whitehead (1861-1947) που λέει ότι «όλη η Δυτική Φιλοσοφία είναι μια σειρά από υποσημειώσεις στον Πλάτωνα». Υπερβολή; Ίσως. Η οποία, όμως, είναι ενδεικτική του μεγέθους του μεγάλου φιλόσοφου της κλασικής Αθήνας. Από τον Πλάτωνα και μετά (μέχρι να μπει στη συζήτηση ο Gettier – περισσότερα γι’ αυτόν παρακάτω) οι πάντες, λίγο ως πολύ, δέχονταν ότι η γνώση συνίσταται από δικαιολογημένες και αληθείς πεποιθήσεις (“Knowledge is Justified True Belief” – JTB για συντομία). Αξίζει να δούμε τα σχετικά αποσπάσματα του Πλάτωνα (και όχι μόνο για ιστορικούς λόγους).
Στον Μένωνα, τον πλατωνικό διάλογο περί αρετής, ο Σωκράτης συνομιλεί με τον νεαρό Θεσσαλό Μένωνα. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει (97b-98b) έχει ως εξής:
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αλλά και ένας που διαθέτει ορθή γνώμη για το ποιος είναι ο δρόμος, χωρίς να τον έχει βαδίσει ούτε να τον ξέρει, και αυτός δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σωστά;
ΜΕΝΩΝ: Βέβαια.
Σ: Και ασφαλώς αυτός, όσο κατέχει ορθή γνώμη σχετικά με το θέμα που ο άλλος διαθέτει γνώση, δεν είναι καθόλου ένας κατώτερος οδηγός από αυτόν που έχει γνώση, καθώς διαθέτει γνώμη για την αλήθεια αλλά δεν έχει τη γνώση της.
Μ: Όχι, καθόλου.
Σ: Επομένως, η αληθινή γνώμη δεν είναι κατώτερος οδηγός από τη φρόνηση στην εκτέλεση μιας ορθής πράξης. Αυτό είναι και το σημείο που μόλις τώρα παραλείψαμε κατά την έρευνα του τι είναι αρετή, αφού λέγαμε ότι μόνο η φρόνηση καθοδηγεί τις ορθές πράξεις· όμως εκεί υπήρχε και η ορθή γνώμη.
Μ: Αυτό φαίνεται.
Σ: Λοιπόν, η ορθή γνώμη δεν είναι λιγότερο ωφέλιμη από τη γνώση.
Μ: Εκτός από ένα σημείο, Σωκράτη· αυτός που κατέχει τη γνώση πάντοτε θα βρίσκει το ορθό, ενώ αυτός με την ορθή γνώμη άλλοτε θα βρίσκει το ορθό και άλλοτε όχι.
Σ: Τι λες; Αυτός που συνεχώς έχει ορθή γνώμη δεν θα έχει πάντοτε επιτυχία, όσο χρόνο κατέχει την ορθή γνώμη;
Μ: Αυτό κατ’ ανάγκην φαίνεται. Μένω έκπληκτος, όμως, Σωκράτη, με αυτό το πράγμα, διότι η γνώση είναι πολύ μεγαλύτερης αξίας από την ορθή γνώμη και διότι η μία διαφέρει από την άλλη.
Σ: Ξέρεις γιατί μένεις έκπληκτος ή να σου πω εγώ;
Μ: Ναι, εσύ να μου πεις.
Σ: Επειδή δεν πρόσεξες τα αγάλματα του Δαίδαλου. Ίσως και να μην υπάρχουν στα μέρη σας.
Μ: Τι εννοείς με αυτό που λες;
Σ: Το εξής· αυτά, εάν δεν τα δέσουν, θα αποδράσουν και θα δραπετεύσουν, εάν όμως τα δέσουν, θα μείνουν στη θέση τους.
Μ: Εντάξει, και τι σημαίνει αυτό;
Σ: Δεν έχει πραγματική αξία να αποκτήσει κάποιος ένα έργο του λυμένο· είναι σαν τον δραπέτη –δεν πρόκειται να παραμείνει– μεγάλη όμως αξία έχει το δεμένο έργο· είναι πολύ όμορφα αυτά τα έργα. Γιατί τα λέω αυτά; Διότι έχουν σχέση με τις ορθές γνώμες. Γιατί οι ορθές γνώμες, όσο χρόνο κάποιος τις διατηρεί, είναι καλό πράγμα και σε όλα τα πράγματα φέρνουν την επιτυχία. Όμως δεν θέλουν να μείνουν στη θέση τους για πολύ και δραπετεύουν από την ανθρώπινη ψυχή· η αξία τους λοιπόν είναι μικρή, εκτός και αν κανείς τις δέσει με τον συλλογισμό. Και αυτός, φίλε Μένωνα, είναι η ανάμνηση, όπως εμείς πιο πριν την περιγράψαμε. Όταν τις δέσουμε, πρώτα γίνονται γνώσεις και έπειτα παραμένουν παντοτινά. Για αυτόν τον λόγο η γνώση έχει μεγαλύτερη αξία από την ορθή γνώμη, και ως προς το σταθερό δέσιμο διαφέρουν η γνώση από την ορθή γνώμη.
Μ: Μα τον Δία, Σωκράτη, κάπως έτσι πρέπει να έχει το πράγμα.
Σ: Και το ισχυρίζομαι όχι επειδή το ξέρω, αλλά κάνω μόνο μια εικασία. Όταν όμως ισχυρίζομαι ότι η ορθή γνώμη και η γνώση είναι διαφορετικά πράγματα, αυτό δεν φαίνομαι μόνο να το εικάζω, αλλά αν ισχυριζόμουν ότι ξέρω ένα πράγμα –για λίγα θα έλεγα κάτι τέτοιο– αυτό το ένα θα το έβαζα μέσα σε εκείνα που ξέρω.
Μ: Έχεις δίκιο εδώ, Σωκράτη.
Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Εδώ μπαίνουν οι βάσεις της γνωσιολογίας (της επιστημολογία, αν προτιμάτε): άλλο «ορθή γνώμη» (?ρθ? δόξα) και άλλο «γνώση» (?πιστήμη). Αφήνω κατά μέρος τα περί ανάμνησης (που είναι μεν μια ενδιαφέρουσα κατασκευή, αλλά δεν στηρίζεται πουθενά) και μένω στην πανέμορφη αναλογία με τα αγάλματα. (Ειρήσθω εν παρόδω, ο Πλάτωνας, εκτός από μέγας φιλόσοφος, ήταν και σπουδαίος λογοτέχνης.) Και στο σημείο που λέει «εκτός κι αν κανείς τις δέσει με τον συλλογισμό (α?τίας λογισμ?)», δένει την αληθή πεποίθηση με τη δικαιολόγηση, για να φτάσουμε στη θεμελιώδη για τη δυτική σκέψη θεωρία της γνώσης ως δικαιολογημένης και αληθούς πεποίθησης (JTB).
Ας δούμε και το σχετικό απόσπασμα από τον Θεαίτητο (200d-201d), τον πλατωνικό διάλογο περί γνώσης, όπου ο Σωκράτης συνομιλεί με τον νεαρό Θεαίτητο (μονοτονίζω, αλλά κρατώ την ορθογραφία του μεταφραστή):
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Πώς λοιπόν, θα ειπεί κανείς, να ορίσωμε πάλι επαρχής τη γνώση; Γιατί δεν κουρασθήκαμε βέβαια από τώρα.
ΘΕΑΙΗΤΟΣ: Διόλου, αν βέβαια εσύ δεν αποκάμης.
Σ: Λέγε λοιπόν πώς να την ορίσωμε, για μην πέσωμε τουλάχιστον σε αντίφαση με τον εαυτό μας;
Θ: Όπως δοκιμάσαμε πριν, Σωκράτη, γιατί εγώ τουλάχιστον δεν έχω κανέναν άλλο τρόπο.
Σ: Ποιο;
Θ: Ότι δηλαδή η αληθινή γνώμη είναι γνώση. Γιατί αυτή είναι τουλάχιστον αλάθευτη, και όσα έρχονται απ’ αυτή είναι όλα όμορφα και καλά.
Σ: Αυτός που ωδηγούσε κατά τη διάβαση του ποταμού, είπε, Θεαίτητε, ότι το ίδιο το ποτάμι θα δείξη αν θα το περάσουν. Έτσι και το δικό μας ζήτημα, αν προχωρήσουμε να το ερευνάμε, ίσως το ίδιο εμποδίζοντάς μας μάς δείξη το ζητούμενο, αν όμως μείνωμε ακίνητοι δεν θα φανή τίποτε.
Θ: Καλά λες. Ας προχωρήσουμε λοιπόν και ας εξετάζωμε.
Σ: Αυτό βέβαια θέλει πολλή σκέψη. Γιατί ολόκληρη τέχνη δείχνει ότι τούτο δεν είναι γνώση.
Θ: Μα πώς, και ποια είναι αυτή;
Σ: Η τέχνη εκείνων που στη σοφία είναι πρώτοι, αυτών που τους λένε ρήτορες και δικανικούς. Γιατί αυτοί δα πείθουν με την τέχνη τους, όχι γιατί εξηγούν αλλά γιατί κάνουν τους άλλους να πιστεύουν ό,τι αυτοί θέλουν. Ή μήπως εσύ νομίζεις πως υπάρχουν τόσο ικανοί δάσκαλοι, ώστε ό,τι αφορά αυτούς που ληστεύθηκαν ή έπαθαν κανέναν άλλον εκβιασμό δίχως να το ιδή κανείς, νάχουν τη δύναμη την ώρα που τρέχει λίγο νερό της κλεψύδρας να διδάξουν αρκετά την αλήθεια των γεγονότων;
Θ: Καθόλου δεν το νομίζω, αλλά πιστεύω ότι μόνον πείθουν.
Σ: Το να πείσουν όμως δεν είναι να τους κάμουν να πιστεύσουν;
Θ: Τι άλλο δα;
Σ: Όταν λοιπόν οι δικαστές πεισθούν δίκαια για όσα μόνο αν τα ιδή κανείς είναι δυνατόν να τα γνωρίζη, τότε έπεται ότι αν βέβαια εδίκασαν σωστά, έκριναν χωρίς γνώση, στηριζόμενοι στην ακοή, κι αφού σχημάτισαν αληθινή γνώμη κι επείσθηκαν ορθά;
Θ: Βεβαιότατα.
Σ: Αν λοιπόν, φίλε μου, ήταν το ίδιο πράγμα η αληθινή γνώμη και η γνώση, τότε ποτέ ο σωστός δικαστής δεν θα είχε αληθινή γνώμη χωρίς γνώση. Ενώ τώρα φαίνεται ότι το καθένα από τα δύο είναι διαφορετικό.
Μ: Αυτό ακριβώς, Σωκράτη, άκουσα να το λέγη κάποιος, και το είχα λησμονήσει, τώρα όμως το φέρνω στο νου μου. Είπε λοιπόν αυτός ότι η αληθινή γνώμη όταν συνοδεύεται από το λόγο της είναι γνώση, ενώ δίχως το λόγο της είναι έξω από τη γνώση. Και για όσα δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι προσιτά στη γνώση, για όσα υπάρχει, είναι – έτσι, μ’ αυτά τα λόγια τα έλεγε.
Σ: Αλήθεια, καλά τα λες.
Το ίδιο το ποτάμι θα μας δείξει αν θα το περάσουμε. Λόγος! Δικαιολόγηση! Justification! Το να πιστεύω ότι κάτι είναι έτσι κι όχι αλλιώς, δεν συνιστά γνώση. Ακόμα κι αν έχω, κατά τύχη, δίκιο, δεν δικαιούμαι να πω πως γνωρίζω ότι αυτό είναι έτσι κι όχι αλλιώς.
Παράδειγμα:
«Πιστεύω ότι υπάρχει Θεός». Δικαίωμά σου. (Για να μην υπάρξει παρεξήγηση, εννοώ ότι έχεις κάθε δικαίωμα να το πιστεύεις.)
«Γνωρίζω ότι υπάρχει Θεός». Όχι, φίλε μου, αυτό δεν το γνωρίζεις· πρέπει πρώτα να το αποδείξεις. (Υπάρχουν κάμποσες «αποδείξεις», μερικές εξόχως γοητευτικές, οι οποίες όμως δεν αποδεικνύουν τίποτα. Αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία.)
Κάπως έτσι πορεύτηκε ο πολιτισμός μας για πάνω από δύο χιλιετίες. Με πολλές επιτυχίες – και κάμποσες αποτυχίες, ασφαλώς. Σε γενικές γραμμές, πάντως, δεν τα έχουμε πάει άσχημα. Κάποτε λέγαμε ότι το νερό βράζει στους 100 βαθμούς Κελσίου. Μετά ανακαλύψαμε ότι αυτό δεν ισχύει παντού: όσο μεγαλύτερο είναι το υψόμετρο, τόσο χαμηλότερο το σημείο βρασμού. Κάναμε τη διόρθωση και προχωρήσαμε. Κάποτε λέγαμε ότι όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί. Μετά ανακαλύψαμε ότι στην Αυστραλία υπάρχουν και μαύροι κύκνοι. Κάναμε τη διόρθωση και προχωρήσαμε. Κάποτε λέγαμε ότι η γη είναι επίπεδη. (Μια από τις ολέθριες συνέπειες των αμείλικτων ψεκασμών είναι ότι μερικοί το πιστεύουν ακόμα. Για περισσότερα, βλ. εδώ.) Μετά ανακαλύψαμε ότι είναι (περίπου) σφαιρική. Κάναμε τη διόρθωση και προχωρήσαμε. Πρόοδο το λένε αυτό. Έτσι πάει.
Ή, μάλλον, έτσι πήγαινε μέχρι το 1963, τότε που ο Gettier έφερε τα πάνω κάτω στη γνωσιολογία. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: “It’s a warm summer evening in ancient Greece”. Σταθείτε, μύγδαλα! Αστειεύομαι! Δεν χρειάζεται να ξαναπάμε τόσο πίσω. Πριν συνεχίσουμε, όμως, χρειάζεται να συνοψίσω σχηματικά την τριμερή θεωρία της γνώσης (Α):
(Α) Ο S γνωρίζει ότι p εάν και μόνο εάν
- H p είναι αληθής.
- Ο S πιστεύει ότι p.
- Ο S μπορεί να δικαιολογήσει γιατί πιστεύει ότι p.
[Διατηρώ τα σύμβολα της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας S (δηλαδή, Subject, το Υποκείμενο, δηλαδή o Άνθρωπος) και p (δηλαδή, proposition, πρόταση – όχι η “sentence”, η άλλη).]
Π.χ.:
- Αληθής p > Οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι.
- Ο Ευκλείδης (S) πιστεύει ότι οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι.
- Ο Ευκλείδης αποδεικνύει ότι οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι. (Σχετικά με την απόδειξη, βλ. εδώ.)
Συνεπώς, ο Ευκλείδης δικαιούται να λέει πως γνωρίζει ότι οι πρώτοι αριθμοί είναι άπειροι.
Είναι, όμως, έτσι για κάθε p; Όχι, είπε πρώτος ο Gettier. (Πάλι αυτός;! Ήρθε η ώρα να δούμε ποιος ήταν και τι έκανε.)
Ο Αμερικανός φιλόσοφος Edmund L. Gettier III έχει γεννηθεί το 1927 και είναι ομότιμος καθηγητής στο University of Massachusetts Amherst, όπου μέχρι τη συνταξιοδότησή του δίδασκε κυρίως τροπική λογική (modal logic). Σπούδασε φιλοσοφία στο Cornell University, όπου είχε καθηγητές, μεταξύ άλλων, τον Max Black (1909-1988), αναλυτικό φιλόσοφο ειδικευμένο στον Gottlob Frege (1848-1925), και τον φιλόσοφο Norman Malcolm (1911-1990), τον μαθητή και μετέπειτα στενό φίλο του Ludwig Wittgenstein (1889-1951). Όπως ήταν φυσικό, εντρύφησε στο έργο του μεγαλοφυούς Αυστριακού και επηρεάστηκε καθοριστικά από αυτό. Αν βάλετε από δίπλα και το έργο του Frege, έχετε μια σαφή ιδέα για τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα του Gettier.
Η πρώτη του ακαδημαϊκή θέση ήταν στο Wayne State University, στο Detroit του Michigan. Εκεί, επειδή δεν δημοσίευε άρθρα με τον ρυθμό που όφειλαν εκείνη την εποχή οι του διδακτικού προσωπικού (ο οποίος ρυθμός σήμερα έχει γίνει φρενήρης, εξωπραγματικός, απάνθρωπος – κάτι που, κατά συνέπεια, έχει τραγικές επιπτώσεις στην ποιότητα των δημοσιεύσεων, για να τα λέμε όλα), οι συνάδελφοί του τον παρότρυναν να γράψει κάτι, καθώς ο αριθμός των δημοσιεύσεων ήταν (και είναι) ένα από τα κριτήρια της εξέλιξης στην ακαδημαϊκή ιεραρχία. Με μεγάλη απροθυμία, ο Gettier κάθισε κι έγραψε ένα άρθρο που έπιανε μετά βίας τρεις σελίδες, με τίτλο “Is Justified True Belief Knowledge?” («Είναι γνώση η δικαιολογημένη και αληθής πεποίθηση;»). Το δημοσίευσε πρώτα [έτσι τουλάχιστον λέει ο μύθος, τον οποίο διέσπειρε, εν είδει ανεκδότου, ο τότε συνάδελφός του φιλόσοφος Alvin Platinga (γεν. 1932)] στα ισπανικά σε ένα άσημο περιοδικό της Λατινικής Αμερικής για να μην το δει άνθρωπος – τόσο απογοητευμένος από το αποτέλεσμα ήταν. Και πραγματικά, το άρθρο (το οποίο μπορείτε να διαβάστε ολόκληρο εδώ) μοιάζει με φοιτητική εργασία: απλή γλώσσα, λίγες λέξεις, μικρή βιβλιογραφία: μια τυπική ξεπέτα πρωτοετούς. Ως πρώτη (οπτική) εντύπωση, αυτό· γιατί το περιεχόμενο ήταν πολύ (πολύ όμως!) προχωρημένο. Όταν δημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ, το 1963, προκάλεσε σάλο στον χώρο της γνωσιολογίας. Λογικό. Δεν ήταν το πώς αλλά το τι έλεγε εκείνο το άρθρο. Και τι έλεγε; Ούτε λίγο ούτε πολύ, περιείχε δύο αντιπαραδείγματα για δικαιολογημένες και αληθείς πεποιθήσεις, οι οποίες όμως ήταν αληθείς για λόγους ανεξάρτητους από τη δικαιολόγησή τους. [Αυτά παθαίνεις άμα μπεις πολύ βαθιά στη σκέψη του Wittgenstein. Αν και, για είμαι δίκαιος, κάπου εκεί το πήγαινε και ο Bertrand Russell (1872-1970) ήδη από το 1912 στα Προβλήματα της Φιλοσοφίας. Το σίγουρο είναι πως ούτε ο Russell ούτε ο Wittgenstein (πρώιμος και ύστερος κατ’ αρχάς, γιατί ο αποκαλούμενος σήμερα «τρίτος» δεν έπαιζε ακόμα τότε, μιας και το On Certainty κυκλοφόρησε το 1969) κατάφεραν να ταράξουν τα ήρεμα νερά της θεωρίας της γνώσης με τον τρόπο που τα κατάφερε εκείνο το «αρθράκι» του Gettier. Πράγμα που επιβεβαιώνει, αν όχι ότι «ουκ εν τω πολύ το ευ», τουλάχιστον ότι η σωστή βόμβα μπαίνει στα θεμέλια και όχι στους ορόφους ενός οικοδομήματος.]
Ο Gettier στο άρθρο εκείνο (ένα από τα διασημότερα στην ιστορία της φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, παρεμπιπτόντως) ισχυρίστηκε εν ολίγοις ότι οι συνθήκες της τριμερούς θεωρίας της γνώσης [βλ. (Α) παραπάνω] είναι αναγκαίες αλλά όχι επαρκείς για να αληθεύει πως ο S γνωρίζει ότι p. Το επιχείρημά του βασιζόταν σε δύο αντιπαραδείγματα, τα οποία πλέον θεωρούνται κλασικά.
Το πρώτο:
Ο Σμιθ και ο Τζόουνς έχουν κάνει αίτηση για μία θέση εργασίας, την οποία θα καταλάβει ή ο ένας ή ο άλλος. Ο Σμιθ έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ισχύουν τα εξής:
(α1) Τη δουλειά θα την πάρει ο Τζόουνς, και ο Τζόουνς έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του.
Ο Σμιθ τα πιστεύει αυτά γιατί ο πρόεδρος της εταιρείας τον έχει διαβεβαιώσει ότι τελικά ο Τζόουνς είναι αυτός που θα προσληφθεί. Επίσης, ο Σμιθ είχε δει μετά μάτια του προ ολίγου τον Τζόουνς να βγάζει και μετράει τα κέρματα που είχε στην τσέπη του και να τα βρίσκει δέκα.
Από αυτά τα δεδομένα της (α1), ο Σμιθ δικαιούται να συνάγει ότι:
(β1) Αυτός που θα πάρει τη δουλειά έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του.
Η πεποίθηση του Σμιθ είναι δικαιολογημένη και αληθής.
Αν υποθέσουμε τώρα ότι, για λόγους που ο Σμιθ δεν γνωρίζει, εκείνος που τελικά προσλαμβάνεται δεν είναι ο Τζόουνς, αλλά ο Σμιθ. Επίσης, ο Σμιθ, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, έχει κι εκείνος ακριβώς δέκα κέρματα στην τσέπη του. Σε αυτή την περίπτωση, η (β1) είναι αληθής, μολονότι η (α1) είναι ψευδής. Ναι, αλλά ο Σμιθ είχε βασιστεί στην ψευδή (α1) για να καταλήξει να πιστέψει την όντως αληθή (β1). Έβγαλε λογικό συμπέρασμα από λανθασμένα δεδομένα! Μα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί γνώση που κατέχει ο Σμιθ· το σωστό του συμπέρασμα προκύπτει από λάθος δεδομένα. Κανονικά οι όροι της τριμερούς θεωρίας (Α) θα έπρεπε να μπλοκάρουν! Και όμως, ικανοποιούνται:
(Α΄) Ο Σμιθ γνωρίζει ότι (β1) εάν και μόνο εάν
- H (β1) είναι αληθής. (Είναι.)
- Ο Σμιθ πιστεύει ότι (β1). (Και καλά κάνει.)
- Ο Σμιθ μπορεί να δικαιολογήσει γιατί πιστεύει ότι (β1). [Όντως μπορεί, αλλά η δικαιολόγησή του βασίζεται στην ψευδή (α1)!]
Ωχ!
Ας ξαναδούμε την (Α΄) πιο αναλυτικά (χωρίς σύμβολα), γιατί πρόκειται για κομβικό σημείο:
(Α΄ ξανά) Ο Σμιθ γνωρίζει ότι αυτός που θα πάρει τη δουλειά έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του εάν και μόνο εάν
- Αληθεύει ότι αυτός που θα πάρει τη δουλειά έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του. (Είπαμε: αληθεύει, γιατί και ο Σμιθ και ο Τζόουνς έχουν δέκα κέρματα στην τσέπη του ο καθένας – αν και ο Σμιθ ξέρει μόνο πόσα κέρματα υπάρχουν στην τσέπη του Τζόουνς, ενώ αγνοεί πόσα κέρματα υπάρχουν στη δική του τσέπη.)
- Ο Σμιθ πιστεύει ότι αυτός που θα πάρει τη δουλειά έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του. (Έχει κάθε λόγο να το πιστεύει: ξέρει από έγκυρη πηγή ότι τη δουλειά θα την πάρει ο Τζόουνς, και ξέρει ότι ο Τζόουνς έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του.)
- Ο Σμιθ μπορεί να δικαιολογήσει γιατί πιστεύει ότι αυτός που θα πάρει τη δουλειά έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του. (Και έτσι θα γίνει τελικά. Μόνο που τη δουλειά, για κάποιον λόγο που αγνοούμε, θα την πάρει τελικά ο Σμιθ, ο οποίος έχει επίσης δέκα κέρματα στην τσέπη του, κι ας μην το ξέρει ούτε ο ίδιος.)
Είναι προφανές ότι ο Σμιθ πιστεύει κάτι που όντως ισχύει, αλλά βασιζόμενος σε λάθος δεδομένα. Με άλλα λόγια, ο Σμιθ είχε μία δικαιολογημένη και αληθή πεποίθηση, η οποία όμως δεν συνιστά γνώση. Ο Σμιθ δεν δικαιούται να πει πως γνώριζε ότι (β1). Ακόμα και ο ίδιος μάλλον τυχερό θα θεωρήσει τον εαυτό του που η πεποίθησή του δικαιώθηκε, παρά γνώστη – κι αυτό, όταν συνέλθει από την έκπληξη. Συνεπώς, κάτι δεν πάει καλά με την τριμερή θεωρία, σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο σενάριο. Πρόβλημα! Και μάλιστα με όνομα: «the Gettier problem» – έτσι είναι γνωστό αυτό το μπέρδεμα. Τώρα;
Για να δούμε και το δεύτερο αντιπαράδειγμα του Gettier:
Ο Σμιθ έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι ισχύουν το εξής:
(α2) Ο Τζόουνς έχει μια Φορντ.
Ο Σμιθ το γνωρίζει αυτό, γιατί βλέπει τον Τζόουνς να οδηγεί μια Φορντ καιρό τώρα. Μάλιστα, ο Σμιθ έχει μπει μια φορά στη Φορντ που οδηγούσε ο Τζόουνς (ίσως τότε που πήγαιναν να κάνουν και οι δύο αίτηση σε κείνη την εταιρεία για τη μία και μόνη προσφερόμενη θέση εργασίας). Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι ο Σμιθ έχει έναν φίλο, τον Μπράουν, τον οποίο τώρα τελευταία έχει χάσει: ο Σμιθ δεν έχει απολύτως καμία ιδέα για το πού βρίσκεται ο Μπράουν αυτή τη στιγμή.
Βάσει αυτών των δεδομένων, ο Σμιθ επιλέγει τρεις πόλεις στην τύχη και λέει:
(β2) Είτε ο Τζόουνς έχει μια Φορντ είτε ο Μπράουν είναι στη Βοστόνη.
(γ2) Είτε ο Τζόουνς έχει μια Φορντ είτε ο Μπράουν είναι στη Βαρκελώνη.
(δ2) Είτε ο Τζόουνς έχει μια Φορντ είτε ο Μπράουν είναι στο Μπρεστ-Λιτόφσκ.
Αυτές οι τρεις προτάσεις προκύπτουν λογικά από την (α2). Ο Σμιθ είναι απολύτως δικαιολογημένος να πιστεύει ότι οι τρεις προτάσεις του είναι αληθείς, γιατί τις βάσισε στην αληθή –κατ’ αυτόν– (α2). Και, επίσης, στο ότι δεν ξέρει που βρίσκεται ο Μπράουν.
Ας δούμε τι ισχύει απ’ όλα αυτά, αν ταράξουμε λιγάκι τα νερά. Ας υποθέσουμε ότι αποδεικνύεται πως τελικά η Φορντ δεν είναι του Τζόουνς, αλλά του πατέρα του, λ.χ. Ας υποθέσουμε επίσης ότι ο Μπράουν βρίσκεται, κατά σύμπτωση, στη Βαρκελώνη. Με βάσει αυτά τα δεδομένα, από τις τρεις προτάσεις του Σμιθ, μόνο η (γ2) είναι αληθής. Μόνο που ο Σμιθ δεν γνωρίζει ότι μόνο η (γ2) είναι αληθής, μολονότι και πάλι η τριμερής συνθήκη (Α) έχει ικανοποιηθεί:
(Α΄΄) Ο Σμιθ γνωρίζει ότι (γ2) εάν και μόνο εάν
- H (γ2) είναι αληθής. (Είναι.)
- Ο Σμιθ πιστεύει ότι (γ2). (Έτσι πιστεύει, αλλά για λάθος λόγους.)
- Ο Σμιθ μπορεί να δικαιολογήσει γιατί πιστεύει ότι (γ2). [Όντως μπορεί, αλλά προβάλλοντας (τους λάθος) λόγους που αποδεικνύουν αληθείς και τις ψευδείς (β2) και (δ2). Αυτό δεν είναι γνώση.]
Με αυτές τις δύο ιστοριούλες, ο Gettier έδειξε ότι οι συνθήκες της τριμερούς θεωρίας (Α) είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές για να μπορεί ο S να δηλώσει πως γνωρίζει ότι p.
Μετά τα αντιπαραδείγματα του Gettier, ξεφύτρωσαν πλήθος άλλων ομοειδών αντιπαραδειγμάτων, κάποια από αυτά αληθοφανή, αλλά και πολλά τραβηγμένα από τα μαλλιά. Δεν είναι δύσκολο, ο καθένας μπορεί να σκαρφιστεί ένα. Για του λόγου το αληθές, να ένα φρέσκο:
Χτες το βράδυ συνάντησα στο δρόμο τον φίλο μου τον Γιάννη. Κρατούσε μια σακούλα απ’ όπου αναδύονταν οσμές που προκαλούσαν σιελόρροια. Τον ρώτησα που πήγαινε και μου απάντησε: «Σπίτι». Τον ρώτησα τι κουβαλούσε και μου απάντησε: «Δυο πιτόγυρα με απ’ όλα» (α3). Σκέφτηκα να θυσιαστώ και να πάω μέχρι το σπίτι του να φάω το ένα από τα δύο, αλλά είχα ανειλημμένη υποχρέωση και έτσι τον άφησα στην ησυχία του. Αν με ρωτούσατε: «Τι έφαγε χτες το βράδυ ο Γιάννης;» θα σας απαντούσα με απόλυτη βεβαιότητα: «Δύο πιτόγυρα με απ’ όλα» γιατί, πρώτον, πήγαινε σπίτι και μένει μόνος του (άρα δεν θα του έτρωγε άλλος τα σουβλάκια), και, δεύτερον, γνωρίζω ότι έναν εθισμό στα σουβλάκια τον έχει. Και όμως, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως υπέθετα. Τα σουβλάκια ο Γιάννης τα είχε αγοράσει για να τα δώσει στον άστεγο που κοιμάται στην είσοδο της πολυκατοικίας που μένει. (Δεν μου είπε τίποτα γιατί είναι τύπος που κάνει το καλό και το ρίχνει στον γιαλό.) Αργότερα, όταν τον έκοψε πείνα, πήρε τηλέφωνο τον δικό του προμηθευτή και παράγγειλε δύο πιτόγυρα με απ’ όλα, τα οποία, με το που τα έφερε ο ντελιβεράς, τα τσάκισε μπροστά στην τηλεόραση μαζί με τις παρελκόμενες μπύρες.
Για να δούμε την τριμερή συνθήκη, προσαρμοσμένη στο συγκεκριμένο παράδειγμα:
(Α΄΄΄) Γνωρίζω ότι (α3) εάν και μόνο εάν
- H (α3) είναι αληθής.
- Πιστεύω ότι (α3).
- Μπορώ να δικαιολογήσω γιατί πιστεύω ότι (α3).
Όλα εντάξει, όλα στη θέση τους, οι συνθήκες ικανοποιούνται. Εντούτοις, δεν δικαιούμαι να πω πως γνωρίζω ότι (α3) – και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν δικαιούμαι να ισχυριστώ πως «γνωρίζω ότι χτες το βράδυ ο Γιάννης έφαγε δυο πιτόγυρα με απ’ όλα». Είμαι απολύτως βέβαιος ότι έτσι έγινε. Και, τελικά, όντως έτσι έγινε, αλλά μόνο και μόνο επειδή ο Γιάννης, αφού έδωσε τα δύο σουβλάκια που τον είχα δει να κρατάει στον άστεγο, παράγγειλε δύο σουβλάκια για τον ίδιο, τα οποία και τσάκισε ως όφειλε. Με άλλα λόγια, ο Γιάννης έφαγε δύο άλλα σουβλάκια από εκείνα που εγώ υπέθετα ότι έφαγε. Εδώ μπορεί να πει κανείς «Και τι μ’ αυτό; Η (α3) είναι αληθής σε κάθε περίπτωση, Σιγά τώρα μην βάλουμε και βραχολάκια εντοπισμού στα σουβλάκια που τρώει ο Γιάννης!». Η (α3) είναι αληθής, δεν αντιλέγω. Μόνο που εγώ δεν δικαιούμαι να πω: «γνωρίζω ότι (α3)», για τον απλούστατο λόγο ότι δεν το γνωρίζω. Έπεσα μέσα κατά τύχη, και όχι για τους λόγους που είχα στηρίξει την απόδειξη της πεποίθησής μου. Δηλαδή, η πρότασή μου ήταν αληθής μεν, αλλά για λόγους ανεξάρτητους της δικαιολόγησης στην οποία την στήριξα.
Και πάλι, μπορεί εδώ να πει κανείς: «Πολλή φασαρία για το τίποτα. Αφού η (α3) είναι αληθής, τι μας νοιάζει αν δικαιούσαι εσύ να ισχυριστείς ότι τη γνωρίζεις;» Και όμως, έχει τεράστια σημασία. Όσο πιστεύαμε ήδη από τον Πλάτωνα ότι το ζήτημα είχε αποσαφηνιστεί (θυμίζω: άλλο ?ρθ? δόξα και άλλο ?πιστήμη· η διαφορά τους είναι ότι η μόνο η δεύτερη είναι δεμένη με α?τίας λογισμ?), πορευόμαστε με σιγουριά στις επιστήμες και στη ζωή εν γένει. Μάλιστα, έχουμε δει ότι στην πράξη (εμπειρικά), ακόμα και μια απλώς ορθή γνώμη (με τον συλλογισμό που θα την δέσει να εκκρεμεί «μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες) την κάνει μια χαρά τη δουλειά της – συνήθως. Αλλά ξέραμε ότι διαφέρει από τη γνώση. Γιατί (νομίζαμε πως) ξέραμε τι είναι γνώση. Κι έρχεται μετά ο Gettier και μας λέει (όχι ρητά, αλλά αυτό αφήνει να εννοηθεί) ότι γνώση δεν είναι αυτό που πιστεύαμε μέχρι τότε. Χρειάζεται κάποια προσθήκη στην παλιά τριμερή θεωρία της γνώσης, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν και περιπτώσεις όπως αυτές που σκέφτηκε ο Gettier (και άλλοι πολλοί μετά απ’ αυτόν).
Στα 53 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από εκείνο το περιβόητο άρθρο, πολλές προσθήκες ή/και τροποποιήσεις έχουν προταθεί, αλλά το «πρόβλημα του Gettier» αντιστέκεται σε όλες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. [Δεν έχει νόημα να παραθέσω τα ονόματα εκείνων που πίστεψαν (καλώς ή κακώς) ότι είχαν λύσει το πρόβλημα –και είναι κάμποσοι– χωρίς να αναφερθώ στα επιχειρήματα τους – και δεν υπάρχει χώρος εδώ για κάτι τέτοιο. Αξίζει, όμως, να δείτε το παρακάτω βίντεο, όπου η φιλόσοφος του νου Jennifer Nagel, του University of Toronto, εξηγεί απλά και κατανοητά το «Πρόβλημα του Gettier».
Αν σας ανοίξει η όρεξη, αυτό το βίντεο θα σας οδηγήσει σε άλλα ομοειδή και μα μπλέξετε όμορφα.]
Το γεγονός είναι ένα: το «πρόβλημα του Gettier» αντιστέκεται σθεναρά! Δεν υπάρχει μέχρι στιγμής κάποια κοινά αποδεκτή λύση που να σώζει την τριμερή θεωρία. Μήπως αυτό σημαίνει ότι έχουμε πάψει (ή πρέπει να πάψουμε) να χρησιμοποιούμε την τριμερή θεωρία; Όχι βέβαια! Αυτό θα σήμαινε χάος! Η τριμερής θεωρία εξακολουθεί να λειτουργεί μια χαρά – στην πράξη. Αλλά η ανθρωπότητα έχει ξαναγυρίσει στην κατάσταση των στοχαστών που άρχισαν να έχουν απορίες για παν το επιστητό «μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά στην αρχαία Ελλάδα»: όπως κι εκείνοι, έτσι κι εμείς προσπαθούμε (ακόμα) να καταλάβουμε τι μπορούμε να γνωρίζουμε. Ακόμα δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι γνώση. Η συζήτηση παραμένει ανοικτή. Κάποιοι έχουν αρχίσει να ξαναδιαβάζουν αλλιώς τους φιλόσοφους που νομίζαμε ότι είχαν αναλυθεί επαρκώς. Άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να αλλάξουμε εντελώς οπτική γωνία, γιατί η παλιά και καθιερωμένη έχει ήδη πιάσει ταβάνι και δεν έχει άλλα να μας προσφέρει. Ίσως εκείνο που απαιτείτε πλέον είναι όχι διορθωτικές κινήσεις πάνω στο παλιό (και εξαντλημένο) Παράδειγμα, αλλά Αλλαγή Παραδείγματος στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα. [Εδώ χρησιμοποιώ καταχρηστικά σε φιλοσοφικά συμφραζόμενα τον όρο «Αλλαγή Παραδείγματος» που εισηγήθηκε ο φιλόσοφος της επιστήμης Thomas S. Kuhn στο μνημειώδες έργο του Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων (1962) γιατί, όπως δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω, η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη. Θα προσποιηθώ ότι αναφέρομαι στη επιστήμη της λογικής για να περάσω ανώδυνα τον κάβο.]
Και τι έχει να πει για όλα αυτά ο άνθρωπος που άναψε το φιτίλι της αμφισβήτησης της JTB, ο Edmund L. Gettier; Τίποτα! Φέτος έκλεισε τα 89 του, ζωή να ’χει, και δεν έχει δημοσιεύσει ούτε λέξη μετά το “Is Justified True Belief Knowledge?”. Όταν τον ρωτάνε: «Και γιατί, δηλαδή, δεν συνίσταται η γνώση από δικαιολογημένες και αληθείς πεποιθήσεις», εκείνος απαντάει: «Δεν έχω τίποτα να προσθέσω επί του θέματος». Λιτός, σαφής και κατηγορηματικός. Όπως πρέπει, έτσι που μπλέξαμε.
* * *
Βιβλιογραφία
- Gettier Edmund L., “Is Justified True Belief Knowledge?”, Analysis 23 (1963): 121-123.
- Kuhn Thomas S., Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, μετάφραση: Γ. Γεωργακόπουλος & Β. Κάλφας, Σύγχρονα Θέματα, 1997.
- Πλάτων, Μένων, εισαγωγή-μετάφραση: Ιωάννης Πετράκης, Πόλις, 2008.
- Πλάτων, Θεαίτητος, εισαγωγή-μετάφραση: Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος, Ακαδημία Αθηνών, 1980.
- Ράσελ Μπέρτραντ, Τα Προβλήματα της Φιλοσοφίας, μετάφραση: Αντώνης Πέρης, Εκδόσεις Αρσενίδη, 2008.
- Taylor A.E, Πλάτων. Ο Άνθρωπος και το Έργο του, μετάφραση: Ιορδάνης Αρζόγλου, ΜΙΕΤ, 2003.
- Whitehead Alfred North, Διαδικασία και Πραγματικότητα, μετάφραση: Φώτης Τερζάκης, Εκδόσεις Παπαζήση, 2013.
Διαδικτυογραφία
Εικόνα εξωφύλλου: Το δέντρο της γνώσης, Matthew Klaver