Είναι τόσο πυκνές και τόσο σοβαρές οι εξελίξεις στο δικαστικό πεδίο, που δυσκολεύεται ακόμη και να τις παρακολουθήσει κανείς, πόσο μάλλον να τις αναλύσει και να τις αφομοιώσει. Πρώτη φορά ανοίγει το κουτί των θαλασσοδανείων και των ύποπτων συναλλαγών επιχειρηματιών με το τραπεζικό σύστημα, χάρη σε διοικήσεις που διορίστηκαν με κομματικά κριτήρια και μοίρασαν χρήμα που δεν ήταν δικό τους, σαν να ήταν δικό τους.
Πρώτη φορά βουλευτές κόμματος βρίσκονται προφυλακισμένοι, αντιμέτωποι με βαρύτατες κατηγορίες, ενώ ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου οδεύει προς το Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Και όλα αυτά με φόντο τις διαρκείς αποκαλύψεις για το όργιο του μαύρου χρήματος πίσω από τα εξοπλιστικά προγράμματα, ενώ ο Άκης Τσοχατζόπουλος βρίσκεται ήδη στη φυλακή και έπεται συνέχεια για τις μίζες που πήγαιναν και έρχονταν στο Πεντάγωνο, τυλιγμένες με την ελληνική σημαία. Ο γαλάζιος Χάρης Τομπούλογλου πιάστηκε με τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα στο χέρι, ο ανιψιός του ιδρυτή της ΝΔ Μιχάλης Λιάπης βρέθηκε με πλαστές πινακίδες και από εκείνη τη στιγμή έρχονται συνεχώς στην επιφάνεια θλιβερές λεπτομέρειες για τους τρόπους με τους οποίους γλίτωνε έξοδα, κοροϊδεύοντας το κράτος.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το τέλος της ασυλίας για τους ισχυρούς ήταν συλλογικό ζητούμενο και με αυτή την έννοια η “επιχείρηση κάθαρση” συμβάλλει στην ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι η διαλεύκανση μικρών και μεγάλων σκανδάλων που συνδέονται με την ελληνική χρεοκοπία, είτε πρόκειται για παράνομο προσωπικό πλουτισμό πολιτικών και κρατικών αξιωματούχων, για διασπάθιση δημόσιου χρήματος, για χαριστικά δάνεια χωρίς εγγυήσεις, για ο,τιδήποτε τέλος πάντων άπτεται κακοδιαχείρισης και αξιοποίησης της εξουσίας ως εργαλείου κερδοσκοπίας δίνει μια απάντηση στο ερώτημα “πώς φτάσαμε ως εδώ”, που υπερβαίνει την εύκολη δαιμονοποίηση του “εξωτερικού εχθρού”. Και είναι βέβαιο ότι η εμπέδωση κανόνων ισονομίας και ισοπολιτείας αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, η οποία έγινε εξαιρετικά εύθραυστη λόγω της κρίσης και της υποχώρησης της δημοκρατίας που ακολούθησε.
Με αυτή την έννοια, οι καταιγιστικές εξελίξεις στο δικαστικό πεδίο, που έχουν πολιτικό αντίκτυπο γιατί αφορούν υποθέσεις δημόσιου συμφέροντος και ενδιαφέροντος, είναι ενθαρρυντικές. Εξακολουθούν, ωστόσο, να υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις αναγκαίες για το καλό τέλος της ιστορίας:
-Να υπάρξει άμεσο δημοσιονομικό αποτέλεσμα, δηλαδή να επιστρέψουν στο δημόσιο ταμείο χρήματα που κακώς βρίσκονται σε φορολογικούς παραδείσους ή σε λογαριασμούς υπεράκτιων εταιρειών, όχι μόνο για να απαντηθεί το λαϊκό αίτημα “φέρτε πίσω τα κλεμμένα” αλλά γιατί υπάρχει μεγάλη ανάγκη αύξησης των εσόδων προκειμένου να ανακουφιστούν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι που πληρώνουν υπέρογκους φόρους.
-Να μην παρασύρει το κύμα πρόσωπα λόγω προχειρότητας ή επικοινωνιακής σκοπιμότητας, χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός λόγος.
-Να προστατευθεί ο νομικός πολιτισμός με σεβασμό στο τεκμήριο της αθωότητας και με μηδενική ανοχή στα αυτοσχέδια “λαϊκά δικαστήρια”.
-Να αποφευχθεί ή να αποδοκιμαστεί η προσπάθεια κομματικής εκμετάλλευσης πρωτοβουλιών της Δικαιοσύνης.
-Να μην μείνει τελικά η εντύπωση μίας επιλεκτικής κάθαρσης που έφερε κάποια αποτελέσματα, χωρίς όμως να σηματοδοτήσει ένα ουσιαστικό τέλος εποχής.
Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να ελπίσει κανείς όχι μόνο ότι κάτι κινείται, αλλά ότι κάτι γίνεται στ? αλήθεια. Και αυτό, ίσως, θα μπορούσε να φέρει κοινωνική καταλαγή αφαιρώντας αιτίες τυφλού θυμού από θύματα της κρίσης που έχασαν ακόμη και την ανθρωπιά τους μαζί με το βιοτικό τους επίπεδο και τις βεβαιότητές τους.
Στο σημείο αυτό επικεντρώνεται και το ερώτημα που απασχολεί τα κομματικά επιτελεία, χωρίς να το ομολογούν: Ποιος κερδίζει από την κάθαρση; Η κυβέρνηση έχει να λέει ότι εννοεί το “όλα στο φως”, ο πρωθυπουργός εμφανίζεται αποφασισμένος να απολυμάνει ακόμη και το σπίτι του, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κόβει γέφυρες με το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θυμίζει ότι πρόκειται για αμαρτίες που αφορούν τα δύο συγκυβερνώντα σήμερα κόμματα, τα οποία πρέπει να τιμωρηθούν για την πολιτική που ασκούν, αλλά και για ό,τι κουβαλάνε. Ποιος έχει ισχυρότερα επιχειρήματα; Μάλλον δεν είναι αυτή η κρίσιμη ερώτηση, αλλά μια άλλη, ποιος ακούει και τι ακούει – αν ακούει.
Όλοι ξέρουμε ότι κινούνται έντονα υπόγεια ρεύματα στην ελληνική κοινωνία και δεν ξέρουμε πού τελικά θα εκβάλουν. Γι? αυτό και οι δημοσκοπήσεις, μόνο ως ενδείξεις τάσεων μπορούν να αντιμετωπιστούν και όχι τόσο ως πρόβλεψη εκλογικού αποτελέσματος. Δεν υπάρχουν μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις, ούτε κάποιο κόμμα δείχνει να έχει δυναμική πλειοψηφικής έκφρασης της συλλογικής αντίδρασης και γι? αυτό δεν μπορεί να ανιχνεύσει κανείς εύκολα το βάθος και τη σημασία της οργής του καναπέ. Παρακολουθώντας τους διαλόγους στα social media, μιλώντας με τους οδηγούς των ταξί και τους περιπτεράδες ή κρυφακούγοντας τις συζητήσεις των δίπλα και των γύρω, δεν μπορείς να βγάλεις στέρεο συμπέρασμα για το πού πάει το πράγμα. Άλλωστε, μετά την κρίση, ο ένας αιφνιδιασμός διαδέχεται τον άλλον, με κορυφαίο ανάμεσά τους το εκλογικό ποσοστό της Χρυσής Αυγής και το ακόμη μεγαλύτερο δημοσκοπικό ποσοστό της αμέσως μετά, που ήρθαν από τα έγκατα μιας κοινωνίας που μισούσε και σιωπούσε. Έπειτα από την κατάκτηση ισχυρής επίσημης πολιτικής έκφρασης, άρχισε η απενοχοποίηση του εκφασισμένου κόσμου που τη στήριξε και έπεσαν οι μάσκες για να ακουστεί καθαρά η αποκρουστική φωνή τους.
Τώρα γκρεμίζεται το σύστημα: Βρώμικα όπλα, μίζες, οργιώδης φοροδιαφυγή, μικρολαμογιές πολιτικών προσώπων, μεγάλο παιχνίδι των επιτήδειων με κέντρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όλα μαζί μπερδεμένα στο κουβάρι της πολυετούς και πολυδαίδαλης διαπλοκής που άρχισε να ξετυλίγεται. Η επιτομή του big greek fat wedding ανάμεσα σε διεφθαρμένα κομμάτια της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, στις οθόνες μας και στις δικαστικές αίθουσες. Σαν να ξηλώνεται μπροστά μας η φούστα της ελληνικής ολιγαρχίας που περιφέρεται παχύσαρκη και αποκαμωμένη από τις κραιπάλες.
Είναι, πράγματι, η πρώτη φορά. Αρκεί αυτό για να ικανοποιηθεί η διψασμένη για νέμεση κοινή γνώμη; Είναι κάτι που μάλλον θα το μάθουμε μαζί με το εκλογικό αποτέλεσμα.