Ένας από τους «παράπλευρους» κινδύνους της εποχής, που μάλλον περνά απαρατήρητος για τους πολλούς, είναι να γίνουμε μια μεγάλη μουτζούρα σαν αυτή που κοσμεί εδώ και λίγες μέρες την πρόσοψη του Πολυτεχνείου. Στον πολιτικό μετεωρισμό να προστεθεί η πολιτισμική ισοπέδωση. Δεν έχει γίνει ακόμη, αλλά οι αντιστάσεις μειώνονται.
Κάποια πράγματα που δεν είναι φυσικά αρχίζουν να θεωρούνται φυσικά: αυτό είναι το ξεκίνημα της κατηφόρας. Από το Γιάννη με το ένα νι ως την αμφισβήτηση ότι στη ζωή υπάρχουν πράγματα που γίνονται και πράγματα που δεν γίνονται, η απόσταση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο από πρώτο μάτι φαίνεται. Η αδιαφορία για τους τύπους και τις συμβάσεις, συμπεριφοράς και γλώσσας, δεν απέχει πολύ από την ιδεοληψία. Η μεταμφίεση των εννοιών (οι «θεσμοί» υποδηλώνουν πάντα κάτι το θετικό, ακόμα και αν πίσω τους κρύβεται το ίδιο ακριβώς πράγμα που ως χτες θεωρούνταν αρνητικό) δεν είναι μακριά από την παραφθορά της ουσίας (ως «βελτίωση» να μην νοείται η απτή αναβάθμιση του συμφέροντος των πολλών αλλά η διάσωση της εικόνας που έχουν πολλοί για την προσπάθεια που θα έπρεπε να γίνει, ανεξαρτήτως αποτελέσματος). Από το μουτζούρωμα ενός τοίχου δημοσίου οικοδομήματος στο όνομα της τέχνης ως το δόγμα της «σχετικής νομιμότητας» η πολιτική διαδρομή μπορεί να γίνει ευθύγραμμη, αν αφεθεί και, κυρίως, αν συναντήσει την αδιαφορία.
Μια από τις κρίσιμες οπισθοχωρήσεις τις οποίες επέφερε στη χώρα η κατά τα άλλα συνολικά θετική για το δημοκρατικό πολίτευμα και τους θεσμούς ανάρρηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και η πολυετής άσκηση της –οπισθοχωρήσεις που δεν δίστασαν να αναγνωρίσουν και να στηλιτεύσουν πένες σαν την παρούσα, κάθε άλλο παρά εκ φύσεως αντίθετες στην ιδεολογία στην οποία στηριζόταν το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου- ήταν η νομιμοποίηση και σε ορισμένες περιπτώσεις και θεσμοποίηση ενός κακώς νοούμενου εξισωτισμού, που κάπως γενικευτικά πέρασε στην ιστορία με το όνομα «λαϊκισμός»: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα (αν είσαι «Αριστερός» δικαιούσαι να χρησιμοποιήσεις τα εργαλεία της «Δεξιάς» για να επικρατήσουν οι απόψεις και οι επιλογές σου), η επίκληση του «λαού» και της πλειοψηφίας δικαιολογεί κάμψη ηθικών αρχών και δημοκρατικών κανόνων, η αισθητική και η αναζήτηση της αριστείας υποχωρούν μπροστά στη μαζική εκτόνωση και την (ψευδ)αίσθηση της πλήρους ισότητας. Το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε αυτή την απώλεια πυξίδας όχι μόνο με καταδίκη από την επιστημονική κοινότητα αλλά κυρίως με αποκοπή από τις ρίζες του και, τελικά, από τις κοινωνικές καταβολές που συνιστούσαν τη διαφορά και τη δύναμη του. Θα ήταν κρίμα το ίδιο να πάθει, τόσο γρήγορα, η σημερινή κυβέρνηση.
Η πραγματική Αριστερά αλλάζει τις προτεραιότητες αλλά όχι τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού. Δουλεύει για το γενικό συμφέρον με έργα, δηλαδή μέσα από δύσκολες επιλογές, και όχι με λόγια χωρίς αντίκρισμα. Παλεύει για τα δικαιώματα, γνωρίζοντας ότι η κατάλυση της τάξης και η θέσπιση της αυθαιρεσίας «υπέρ των πολλών» είναι πάντα εχθρός των προστασίας των δικαιωμάτων –όχι μόνο των λίγων αλλά όλων. Αναζητά πρόσβαση όσο το δυνατόν περισσότερων στα αγαθά αλλά όχι με τίμημα την εξαφάνιση της ποιότητας. Δέχεται τη διαφορετικότητα αλλά όχι την ασχήμια και την παραβατικότητα. Σε εποχή οικονομικής δυσπραγίας και πίεσης ο παράγοντας «πολιτισμός», υπό την πιο ευρεία του έννοια, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη κρισιμότητα. Θα ήταν όχι μόνο ειρωνικό αλλά και δραματικό το τελειωτικό χτύπημα στην Ελλάδα να του το δώσουν αυτοί που θα έπρεπε, λόγω ιδεολογίας αλλά και ευαισθησίας, να τον υπερασπίζονται και να τον τιμούν.