Σχολιάζοντας την φετινή Eurovision και τον (αναμενόμενο) αποκλεισμό τής χώρας, με εκείνο το ανεκδιήγητο δήθεν… ethnic τραγουδάκι το οποίο επιλέχτηκε για να μας εκπροσωπήσει, δεν θα σταθώ στις λεπτομέρειες και στις ευθύνες, οι οποίες είναι συνδυασμός πολιτικής και πολιτιστικής αφέλειας… Δεν θα ασχοληθώ με τις πάγιες ενστάσεις μου ως προς την ελαφρότητα τού συγκεκριμένου θεσμού-θεάματος, ούτε στις ψηφοθηρικές σκοπιμότητες μεταξύ των συμμετεχόντων χωρών, ούτε καν για τα φανερά ή υπόγεια συμφέροντα τα οποία υπάρχουν πίσω από τις κουρτίνες αυτής της τηλεοπτικής φαμφάρας…
Σίγουρα θα συναντήσουμε υπαρκτά πρόσωπα με βαρύτατες ευθύνες και-κυρίως-άλλους που στήριξαν πρακτικά και ιδεολογικά έναν τέτοιον τραγουδιστικό τηλεοπτικό θεσμό, ο οποίος δεν τιμά τη χώρα μας. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε εμείς για τέτοια…
Θέλω να τονίσω πως η Ελλάδα διαθέτει (ακόμα) μια ισχυρή μουσική παράδοση πολυποίκιλων μορφών τραγουδιού και πέρα από το παραδοσιακό, που έχει αναπτυχθεί μέσα στον εικοστό και συνεχίζει στον εικοστό πρώτο αιώνα, μια σημαντική ανάπτυξη και προσαρμογή μέσα στη μουσική διακίνηση των παγκόσμιων ρευμάτων. Ωστόσο, το ελληνικό τραγούδι, από παλιά, στηρίχτηκε στον λόγο. Στις διάφορες στιχουργικές-ποιητικές-γλωσσικές εκδοχές. Αυτή η πλούσια παράδοση του γλωσσικού μας ιδιώματος και η δικαιολογημένη εθνική εμμονή αρκετών συνθετών να στηρίζονται στην ποιητικότητα της ελληνικής γλώσσας, στοιχειοθετεί συγχρόνως τη μοναδικότητα, αλλά και τη… μοναχικότητά του. Είναι μια «υποχρεωτική» α π ο μ ό ν ω σ η, αφού τα μουσικά και γλωσσολογικά στοιχεία που το συνθέτουν δεν μπορούν να συναγωνιστούν τα, κυρίως αγγλόφωνα, τραγούδια του πανευρωπαϊκού μουσικού αχταρμά τής Eurovision, έστω και αν το τραγούδι που στέλνουμε κάθε χρόνο, μπορεί να είναι το καλύτερο, πράγμα που δεν συμβαίνει βέβαια…
Δεν χρειάζεται σε αυτή τη φάση να αποδίδουμε ευθύνες σε πρόσωπα. Επί δεκαετίες η ελληνική κυβέρνηση, η ΕΡΤ, το ΥΠΠΟ, δεν έχει την επιθυμία να καθίσει και να ασχοληθεί με το ετήσιο αυτό, κυρίως οφθαλμολαγνικό, θέαμα σε μορφή ενός ομογενοποιημένου μουσικού προϊόντος το οποίο βλέπουμε στις οθόνες μας. Δεν απασχόλησε δηλαδή κανέναν αυτή η εμφανής, εκ των πραγμάτων, αδυναμία να ανταγωνιστούμε ως χώρα σε ένα προϊόν που ο εκσυγχρονισμός του δεν θα καταφέρει ποτέ να ξεπεράσει άλλες χώρες. Αυτές οι «άλλες χώρες» ανήκουν σε μουσικά ιδιώματα που είναι συναφή ως προς το «καλλιτεχνικό» ζητούμενο μιας πολυποίκιλης μίξης Rock και popular στοιχείων, με βασική γλώσσα την αγγλική.
Προς τι λοιπόν η εμμονή τής χώρας μας να συμμετέχει στον ευρωπαϊκό θεσμό; Σε ποιο ποσόν άραγε ανέρχεται η ρήτρα αθέτησης σύμβασης με την ΕBU (Ευρωπαϊκή Ραδιοτηλεοπτική Ένωση); Μήπως η αποχή μας (έστω καταβάλλοντας το πρόστιμο αποχώρησης) μας διασώζει από τον εθνικό διασυρμό της χώρας που υφιστάμεθα τόσες δεκαετίες; Μήπως-τέλος-μια τέτοια παραίτηση θα ήταν πράξη σοβαρής ιδεολογικής στάσης για μια Αριστερή (λέμε τώρα…) διακυβέρνηση;
Ας ελπίσουμε, η παρούσα κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί το γεγονός της φετινής ήττας σε αυτή την καμπή των σχέσεών μας με αυτόν τον ευρωπαϊκό θεσμό και να πάρει την απόφαση της οριστικής απομάκρυνσης από αυτές τις ευρωπαϊκές ροζ σαχλαμαρίτσες, οι οποίες ικανοποιούν το… πόπολο που έχει μάθει να αρέσκεται στα μεγάλα (αν και ανούσια) θεάματα…