Γιουγκοσλαβία και Ε.Ε.

Μαριλένα Κοππά 19 Οκτ 2012

Η σύγκριση μεταξύ πρώην Γιουγκοσλαβίας και Ε.Ε., δεν είναι πρωτότυπη. Η τελευταία που κυκλοφόρησε στον ευρωπαϊκό τύπο, ήταν στην ολλανδική De Volkskrant του Άμστερνταμ (15/10) και ανήκει στον βετεράνο της δημοσιογραφίας, Olaf Τempleman.

Και στη Γιουγκοσλαβία, η διαίρεση βασιζόταν στον άξονα βορά-νότου, ενώ ήταν συνυφασμένη με παρόμοια στερεότυπα: «Ο βοράς κερδίζει λεφτά, ο νότος τα ξοδεύει». Και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, το μισθολογικό χάσμα ήταν τεράστιο μεταξύ, για παράδειγμα, του Κοσσόβου και της Σλοβενίας. Και εκεί, το Βελιγράδι ήταν το ίδιο απόμακρο με τις Βρυξέλλες, γεμάτο με γραφειοκράτες που είχαν χάσει την επαφή τους με την πραγματικότητα, γεμάτο με γνώστες του «ορθού δρόμου», που διαπίστωναν κάθε εκδήλωση λαϊκής δυσαρέσκειας καταρχήν με έκπληξη, για να την καταδικάσουν σε δεύτερο χρόνο ως έκρηξη «λαϊκισμού». Και εκεί, η αναδιανομή εισοδήματος και όχι τα εσωτερικά εμπορικά πλεονάσματα ήταν το κύριο θέμα συζήτησης. Και εκεί, υπήρχαν φωνές που έβρισκαν κάτι αφύσικο στην υπερεθνική ένωση των νοτίων Σλάβων (και Αλβανών).

Η σημαντικότερη όμως διαπίστωση είναι ότι και εκεί, η διάλυση δεν είχε σχεδιαστεί. Μια από τις σκανδάλες που εκπυρσοκρότησαν ήταν, επίσης, το νόμισμα. Η Ομοσπονδία, βρισκόμενη σε αδυναμία εξυπηρέτησης του εξωτερικού της χρέους, ξεκίνησε μια διαδικασία υπερπληθωρισμού που εξαφάνισε σ’ ένα βαθμό τις οικονομίες της μεσαίας τάξης, ενώ επέτρεψε σε άλλους να αγοράσουν φθηνά το σπίτι τους με τα μάρκα που είχαν μάθει να αποταμιεύουν. Η καταναλωτική δύναμη συρρικνώθηκε, ενώ πολλοί πίστεψαν ότι η ανεξαρτησία ήταν καλύτερη.

Για τη Σλοβενία, πήρε μια δεκαετία να ανακτήσει το χαμένο ΑΕΠ από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ορισμένες περιοχές δεν έφτασαν ποτέ στο επίπεδο της πρότερης ευημερίας τους: Ποιος θυμάται ότι το 1980 η Γιουγκοσλαβία ήταν η 6η οικονομία στον κόσμο;

Και εκεί, το σύστημα διακυβέρνησης βασιζόταν σε ένα είδος συλλογικής και εκ περιτροπής Προεδρίας, που όμως τελικά κατέληγε σε μια πολιτική συμμαχιών. Εκεί, το ρόλο των υπερεθνικιστών-λαϊκιστών – τύπου Le Pen, Wilders, ή Μιχαλολιάκου – έπαιξαν ηγέτες όπως ο Tudjman και ο Milosevic. Και εκεί, ο εθνικισμός ήταν πολιτικό ταμπού, έως τη στιγμή που έπαψε να είναι και έγινε ένα σίγουρο εισιτήριο για την κορυφή. Δεν γνωρίζουμε πότε το Ολλανδικό Κόμμα της Ελευθερίας ή οι αληθινοί Φιλανδοί θα βρεθούν στην εξουσία, ή εάν θα βρεθούν, το σίγουρο όμως είναι ότι μια κρίση που αντιμετωπίζεται ως «άθροισμα εθνικών κρίσεων», τελικά συμβάλλει στο επιχείρημα αφαίρεσης «εθνικών προβλημάτων», οδηγώντας τον ψηφοφόρο στην οχύρωσή του σε μια πραγματικότητα δυνητικής εθνικής ευδαιμονίας. Άλλωστε, πώς μπορεί κανείς να φοβηθεί μια πραγματικότητα έθνους-κράτους που η Ευρώπη έχει ξεχάσει; Αντίθετα με αυτό που υπαγορεύει η κοινή λογική, φοβάται κανείς αυτό που γνωρίζει, όχι το άγνωστο. Και όταν η πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μας, κάθε άλλη επιλογή φαντάζει ελκυστική.

Πρόσφατα ο Jean-Claude Juncker δήλωσε: «Όλοι γνωρίζουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά δεν ξέρουμε πώς θα επανεκλεγούμε εάν το κάνουμε». Το ίδιο πρέπει να ένιωσαν μερικές δεκάδες μέλη του Κουμμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, που έβλεπαν ότι η επόμενη μέρα μπορούσε ευκολότερα να εξασφαλιστεί για όσους ήταν διατεθειμένοι να ηγηθούν της διάλυσης αντί – κόντρα στο ρεύμα – να εξασφαλίσουν την ενότητα. Ποιος θυμάται σήμερα τον Ante Markovic και την προσπάθειά του να δημιουργήσει ένα Γιουγκοσλαβικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα;

Όταν κανείς υποθάλπει αρνητικά στερεότυπα, αυτά αποκτούν μια αυθύπαρκτη ύπαρξη, πέρα και πάνω από τις προθέσεις αυτού που τις εκστομίζει.

Τα μεγαλύτερο λάθος όσων σήμερα ελπίζουν να κερδίσουν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση βασισμένοι στον λαϊκισμό, είναι ότι μπορούν να πάρουν πίσω όλα όσα λένε σήμερα, την επομένη των εκλογών. Η εσωτερική υποτίμηση είναι το ίδιο ή και περισσότερο καταστροφική με την Γιουγκοσλαβική. Ο εθνικισμός είναι εδώ για να μείνει. Η διαίρεση της Ευρώπης είναι γεγονός σε επίπεδο πολιτών. Και επειδή ακριβώς έχουμε δημοκρατία, δεν μπορεί κανείς να πολιτεύεται αγνοώντας την κοινή γνώμη. Σε μια Ευρώπη των άκρων, η πρώτη φωνή που χάνεται είναι αυτή με διάθεση συμβιβασμού. Αλλά πίσω από κάθε εθνικιστή, είναι ένας μετριοπαθής που δεν έκανε ό,τι έπρεπε, την ώρα που έπρεπε.

.

 

.

Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ