Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η σύγκλιση των ιδεολογιών και η εδραίωση ενός κλίματος οικονομικής ασφάλειας στη Δύση άφησε τα περιθώρια για την ανάδυση και νέων κριτηρίων ψήφου, οι εκλογείς έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εικόνα των υποψηφίων ως παράγοντα προσανατολισμού των επιλογών τους. Οι εκλογικές νίκες των τότε «σαραντάρηδων» Μπιλ Κλίντον στις Ηνωμένες Πολιτείες και Τόνι Μπλερ στη Βρετανία ερμηνεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό μέσα από το πρίσμα της εικόνας των δύο υποψηφίων με προεξέχοντα χαρακτηριστικά αυτής την ηλικία τους και τον αέρα ανανέωσης του πολιτικού λόγου και της συμπεριφοράς τους. Οι πιο πρόσφατες επιτυχίες των σημερινών «σαραντάρηδων» Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία, Τζάστιν Τριντό στον Καναδά, αλλά και του Αλέξη Τσίπρα, επανέφεραν τη συζήτηση περί της αξίας της νεαρής ηλικίας ως τεκμηρίου της δυνατότητας αλλαγής του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα κόμματα και ασκείται η διακυβέρνηση. Η εν εκκρεμότητα αναμέτρηση για την εκλογή νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας περιστράφηκε επίσης γύρω από την ανάγκη ανανέωσης, με την ηλικιακή ποικιλομορφία των υποψηφίων για το χρίσμα να προβάλλει συχνά ως στοιχείο διαφοροποίησης. Όμως είναι η συγκριτικά νεαρότερη ηλικία ικανή συνθήκη έλξης του εκλογικού ακροατηρίου ή απαιτείται να πληρούνται και άλλες ιδιότητες από τον νέο υποψήφιο προκειμένου να τύχει της ευρείας απήχησης;
Το σχετικό ερώτημα στην ελληνική πολιτική συνδέεται συνήθως με δύο ιδιότητες: την επαγγελματική πορεία του υποψηφίου και τη συγγένειά του με άλλα πολιτικά πρόσωπα. Η σύνδεση δεν είναι τυχαία, καθώς η μικρότερη ηλικία υποψηφίων εμπειρικά ταυτίστηκε στη χώρα με περιπτώσεις υποψηφίων, οι οποίοι είτε δεν είχαν ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα, είτε προέρχονταν από τις οικογένειες πρώην πολιτικών. Σε πρόσφατη ποσοτική έρευνα της εταιρείας ProRata, επιχειρήθηκε να μετρηθεί η επίδραση των δύο παραπάνω ιδιοτήτων σε συνδυασμό με τη νεαρή ηλικία ενός εικονικού υποψηφίου μέσω ενός πειράματος. Από ένα τμήμα του δείγματος ζητήθηκε να δώσει την πιθανότητα να επιλέξει έναν πρωτοεμφανιζόμενο υποψήφιο 40 ετών από τη λίστα του ψηφοδελτίου του κόμματος, χωρίς να γνωρίζει οτιδήποτε άλλο για αυτόν. Το 56% αυτών έδωσε πιθανότητα επιλογής του υποψηφίου άνω του 80%, ένδειξη της μεγάλης αποδοχής που δημιουργεί αυτομάτως στο εκλογικό κοινό η συγκριτικά μικρή ηλικία ενός υποψηφίου. Ένα ισάριθμο τμήμα του δείγματος κλήθηκε να δώσει την πιθανότητα να επιλέξει έναν πρωτοεμφανιζόμενο υποψήφιο 40 ετών και θετικώς γνωστό για την επαγγελματική του δράση στην περιοχή. Το ποσοστό αυτών που έδωσαν πιθανότητα επιλογής άνω του 80% έφτασε και πάλι το ίδιο ψηλά, στο 54%, ένδειξη ότι η επιπρόσθετη πληροφορία για την επαγγελματική πορεία του υποψηφίου δεν προσέθεσε στην απήχησή του. Συνάγεται λοιπόν, από την άλλη πλευρά, ότι και η απουσία επαγγελματικής εμπειρίας δε μειώνει τη δημοτικότητα ενός νέου ηλικιακά υποψηφίου.
Το σημαντικότερο εύρημα αφορά όμως τις πιθανότητες επιλογής πρωτοεμφανιζόμενου «σαραντάρη» υποψηφίου που έδωσε ένα τρίτο τμήμα του δείγματος στο οποίο δόθηκε η επιπρόσθετη πληροφορία ότι ο υποψήφιος είναι γιος πρώην βουλευτή της περιοχής. Μόλις το 29% αυτών έδωσε πιθανότητα επιλογής άνω του 80% ενός τέτοιου υποψηφίου, σύγκριση που –με δεδομένο ότι πρόκειται για δύο πειραματικές συνθήκες με μόνη διαφορά την πληροφορία για την καταγωγή– δείχνει ότι η καταγωγή ενός υποψηφίου από «πολιτικό τζάκι» λειτουργεί εμφανώς σε βάρος του, τουλάχιστον σε μια περίοδο ευρείας καχυποψίας έναντι του λεγόμενου «παλαιού πολιτικού συστήματος» της χώρας. Το αρνητικό φορτίο της καταγωγής θα μπορούσε να μετριαστεί από την πετυχημένη επαγγελματική πορεία του υποψηφίου και γόνου πολιτικής οικογένειας. Στην προκειμένη έρευνα, ένα τέταρτο τμήμα δείγματος κλήθηκε να δώσει την πιθανότητα επιλογής ενός υποψηφίου 40 ετών, επαγγελματικά πετυχημένου και γιου πρώην βουλευτή ώστε να μετρηθεί η τυχόν εξισορροπητική για την καταγωγή του λειτουργία της επαγγελματικής πορείας του υποψηφίου. Μόνο το 35% αυτού του τμήματος έδωσε πιθανότητα να επιλέξει έναν τέτοιο υποψήφιο άνω του 80%, κάτι που φανερώνει ότι η θετική επαγγελματική δράση δε δύναται να περιορίσει τις αρνητικές προδιαθέσεις του εκλογικού σώματος έναντι στην έννοια της «οικογενειοκρατίας» στην πολιτική. Είναι πιθανό ότι η αξία της επαγγελματικής πορείας ενός γόνου πολιτικής οικογένειας αμαυρώνεται από την ίδια την καταγωγή του, καθώς η πρώτη προσλαμβάνεται ως αυτοτελές προϊόν της δεύτερης.
Η νεότητα δεν εξασφαλίζει με βεβαιότητα την επιτυχία σε μια πολιτική αναμέτρηση, παρά το γεγονός ότι άλλες ουσιαστικές ιδιότητες, όπως το επαγγελματικό παρελθόν των υποψηφίων, δε φαίνονται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην αξιολόγηση των προσώπων. Η καταγωγή ενός νέου υποψηφίου από μία «πολιτική οικογένεια» λειτουργεί ανασταλτικά για το εύρος της απήχησής τους. Δικαίως ή αδίκως, η οικογενειοκρατία ενοχλεί το εκλογικό ακροατήριο.