Συνέντευξη στον Μιχάλη Κυριακίδη
Σε μια βαθιά πολιτική συνέντευξη ο πρώην υπουργός Γιώργος Φλωρίδης μιλάει στην «Μεταρρύθμιση» για την σημερινή πολιτική κατάσταση, την μετάβαση στη νέα κανονικότητα στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο και τις υπερβάσεις που καλούνται να κάνουν τα πολιτκά κόμματα.
«Η εποχή της «μη κανονικότητας» δεν είναι τίποτα άλλο παρά η νέα μεταβατική εποχή των μεγάλων προκλήσεων και αλλαγών του 21ου αιώνα: oι κρίσιμες γεωπολιτικές ανακατατάξεις μεταξύ Δύσης - Ανατολής, η πανδημία που έχει καθηλώσει επί δύο χρόνια τον κόσμο, οι φοβερές αντεπιθέσεις της πιεσμένης φύσης απέναντι στις κοινωνίες εξαιτίας της ραγδαίας κλιματικής κρίσης», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στις διαδικασίες εκλογής της νεάς ηγεσάς στο ΚΙΝΑΛ εκφραζει την επιφυλακτικότητά του για το εάν μπορεί ο ευρύτερος χώρος να βγεί δυναμωμένος, όσο αυτές οι διαδικασίες περιορίζονται σε ηγετικές αναμετρήσεις, χωρίς σύγχρονα πολιτικά αφηγήματα, που να βάζουν την παράταξη σε δυναμική πολιτική κίνηση.
Τέλος τονίζει πως για να προκύψει μια διαφορετική πολιτική μετακίνηση του κοινωνικού και πολιτικού κέντρου, δεν φτάνουν μόνο τα κυβερνητικά λάθη. Χρειάζεται μια τελείως διαφορετική αντίληψη από τον ΣΥΡΙΖΑ, που όμως ούτε κατ’ ελάχιστο διαθέτει, ή μια ριζική αλλαγή φυσιογνωμίας στο χώρο του ΚΙΝΑΛ, που μέχρι τώρα δεν διαφαίνεται.
Αντίθετα,- όπως λέει- κόμματα όπως το SPD, αλλά και οι Πράσινοι της Γερμανίας, έχουν ξεκαθαρισμένες τις βασικές τους συντεταγμένες και ως προς τις κυβερνητικές συμμετοχές και ευθύνες και, κυρίως, δεν υποδύονται τον αντισυστημικό μανδύα των ριζικών υποσχέσεων, όπως κάνουν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα.
Ολόκληρη η συνέντευξη
Εξακολουθούμε να ζούμε στην εποχή της «μη κανονικότητας» που ξεκίνησε με την οικονομική κρίση και συνεχίστηκε με την πανδημία. Η «μη κανονικότητα» επηρέασε και το πολιτικό μας σύστημα. Ετσι έχουμε σήμερα μία κυβέρνηση της ΝΔ που δεν είναι και τόσο νεοδημοκρατική με πολλά στελέχη από τον χώρο της Κεντροαριστεράς και μία αξιωματική αντιπολίτευση γέννημα της «μη κανονικότητας». Πώς βλέπετε εσείς το πολιτικό σκηνικό σήμερα;
ΑΠ: Η εποχή της «μη κανονικότητας» δεν είναι τίποτα άλλο παρά η νέα μεταβατική εποχή των μεγάλων προκλήσεων και αλλαγών του 21ου αιώνα: oι κρίσιμες γεωπολιτικές ανακατατάξεις μεταξύ Δύσης - Ανατολής, η πανδημία που έχει καθηλώσει επί δύο χρόνια τον κόσμο, οι φοβερές αντεπιθέσεις της πιεσμένης φύσης απέναντι στις κοινωνίες εξαιτίας της ραγδαίας κλιματικής κρίσης. Την ίδια στιγμή, η εξέλιξη των νέων τεχνολογιών διαμορφώνει ένα όλο και περισσότερο ψηφιοποιημένο κόσμο, που πρέπει ν’ αξιοποιηθεί προς όφελος της ανθρωπότητας, της δημοκρατικότερης πολιτειακής οργάνωσης και προς υπέρβαση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Η «μη κανονικότητα» που προσλαμβάνουμε με το βλέμμα της προηγούμενης εποχής, είναι πλέον η κανονικότητα του σημερινού κόσμου.
Αντίθετα, τα πολιτικά συστήματα, κυρίως της Δύσης, μένουν στάσιμα. Καθυστερούν ν’ αντιστοιχηθούν πολιτικά με την νέα κανονικότητα, που εμπεδώνεται στην ζωή μας. Αυτό συμβαίνει σ’ όλο τον αναπτυγμένο κόσμο και, βεβαίως, στη χώρα μας. Δίπλα στην συνολική μετάβαση του κόσμου σε κάτι νέο, απαιτείται και μια αντίστοιχη μετάβαση της πολιτικής.
Ειδικότερα για την εξέλιξη της χώρας, δεν βλέπω κάτι πολιτικά παράδοξο. Μετά την λαϊκίστικη πολιτική περιπέτεια της οικονομικής κατάρρευσης του 2010, ήταν σχεδόν φυσικό, η ανάγκη της κοινωνικής και οικονομικής ανασυγκρότησης και της αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων, να περάσει μέσα από την ευθύνη μιας κεντροδεξιάς συμμαχίας. Διαχειριστικά ήταν η καλύτερη, συγκριτικά, εκδοχή, να βγεί η Ελλάδα από τον κύκλο της χρεοκοπίας, ανεξάρτητα από τις ανεπάρκειές της απέναντι στις πρωτόγνωρες προκλήσεις της αναδυόμενης εποχής. Ανεπάρκειες που είναι εμφανείς σε όλο το πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό, η πολιτική σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο συνολικό παραδοσιακό φάσμα της, της δεξιάς, του κέντρου και της αριστεράς καλείται σε υπερβάσεις.
Υπήρξατε για πολλά χρόνια στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και των κυβερνήσεων του. Σήμερα το ΚΙΝΑΛ στο οποίο συμμετέχουν και στελέχη που δεν ανήκαν παλιά στο ΠΑΣΟΚ συγκεντρώνει μονοψήφια ποσοστά. Ανοίγουν οι διαδικασίες για την εκλογή νέας ηγεσίας. Εκτιμάτε πως η ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής θα δώσει διέξοδο;
ΑΠ: Το κρίσιμο λάθος της παράταξής μας, ήταν ότι αποφύγαμε να πάμε σε βάθος την διαδικασία συζήτησης για την ελληνική κατάρρευση του 2010 καθώς και να τοποθετηθούμε με σαφήνεια στο δίπολο μεταρρυθμισμός- λαϊκισμός. Ενώ σωστά και τίμια αναλάβαμε τις ευθύνες μας και πληρώσαμε σκληρά το τίμημα, ακολουθήσαμε την πεπατημένη της συμβατικής πολιτικής διαδικασίας, επιχειρώντας πρόχειρες και επιδερμικές ανασυγκροτήσεις, με εναλλαγές αρχηγών και ηγετικών ομάδων. Μείναμε, όμως, ιδεολογικά και πολιτικά στάσιμοι, δηλαδή μεταρρυθμιστικά ασαφείς και κυβερνητικά ενοχικοί.
Και μπορεί στην λαίλαπα της εποχής, να μην ήταν εύκολο ν’ αντιμετωπίσουμε, κυρίως τον αποδομητικό για μας λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ, όμως μια βαθύτερη και ουσιαστική αναθεώρηση των πραγμάτων προς την μεταρρυθμιστική κατεύθυνση, θα μας έβγαζε πιο δυναμωμένους σήμερα. Τώρα, απέναντι στις προκλήσεις μιας νέας εποχής, εύχομαι οι διαδικασίες του χώρου να δώσουν διέξοδο. Όμως είμαι πολύ επιφυλακτικός για το εάν αυτό μπορεί να επιτευχθεί, όσο αυτές οι διαδικασίες περιορίζονται σε ηγετικές αναμετρήσεις, χωρίς σύγχρονα πολιτικά αφηγήματα, που να βάζουν την παράταξη σε δυναμική πολιτική κίνηση.
Συμμετείχατε σε προσπάθεια ανασυγκρότησης του χώρου του μεταρρυθμιστικού κέντρου και της Σοσιαλδημοκρατίας και έχετε εμπειρία. Μήπως σήμερα ο χρόνος είναι πιο κατάλληλος; Βλέπουμε το παράδειγμα του SPD στη Γερμανία που ανακάμπτει. Δεν θα μπορούσε να συμβεί αυτό και στην Ελλάδα;
ΑΠ: Έχει σημασία να γίνει κατανοητό και να μην θεωρείται πολιτικά αφύσικο, το γιατί στις εκλογές του 2019, μια μεγάλη μερίδα στελεχών και πολιτών του πολιτικού και κοινωνικού κέντρου, κερδήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί, τελικά, ο κεντροδεξιός συνασπισμός εξουσίας, που κυβερνάει σήμερα τη χώρα. Ο ενδιάμεσος κοινωνικός χώρος, μετά την περιπέτεια της χρεοκοπίας και κουρασμένος από τον επιθετικό λαϊκισμό, φώναζε καθαρά, για όσους ήθελαν και μπορούσαν να τον ακούσουν, τις προθέσεις του για εθνική ασφάλεια, δημοκρατία και οικονομική ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή. Δήλωνε σαφώς την εγκατάλειψη των ιδεοληπτικών και εχθροπαθών αντιδεξιών συνδρόμων και απαίτησε κυβερνησιμότητα με διαχειριστική επάρκεια. Αυτά τα στοιχεία συγκρότησαν το μεγάλο αντιλαϊκίστικο αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, και τα οποία δεν κατανοήθηκαν ως κυρίαρχο αίσθημα της κοινωνίας, από ένα πελαγωμένο ιδεολογικά ΚΙΝΑΛ.
Αυτό δεν σημαίνει, ότι η σημερινή κυβέρνηση θα διατηρεί για πολύ χρόνο συνεκτική την κεντροδεξιά συμμαχία, που την στηρίζει. Ήδη αυτή η σχέση εμφανίζει αρκετές και σοβαρές διαταραχές. Αλλά για να προκύψει μια διαφορετική πολιτική μετακίνηση του κοινωνικού και πολιτικού κέντρου, δεν φτάνουν μόνο τα κυβερνητικά λάθη. Χρειάζεται μια τελείως διαφορετική αντίληψη από τον ΣΥΡΙΖΑ, που όμως ούτε κατ’ ελάχιστο διαθέτει, ή μια ριζική αλλαγή φυσιογνωμίας στο χώρο του ΚΙΝΑΛ, που μέχρι τώρα δεν διαφαίνεται. Άλλωστε, αυτό το υποδηλώνει και η κύρια τάση των πολιτικών πραγμάτων, που ενώ καταγράφεται κυβερνητική φθορά, αυτή διαχέεται, χωρίς στοιχειωδώς αξιόλογη άνοδο της αντιπολίτευσης.
Αντίθετα, κόμματα όπως το SPD, αλλά και οι Πράσινοι της Γερμανίας, έχουν ξεκαθαρισμένες τις βασικές τους συντεταγμένες και ως προς τις κυβερνητικές συμμετοχές και ευθύνες και, κυρίως, δεν υποδύονται τον αντισυστημικό μανδύα των ριζικών υποσχέσεων, όπως κάνουν οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Εκεί υπάρχει πολιτική σοβαρότητα, και λειτουργούν ως υπεύθυνες ηγέτιδες εθνικές δυνάμεις.
Υπάρχει στις μέρες μας διαχωριστική γραμμή μεταξύ Αριστεράς- Δεξιάς και αν ναι ποια είναι ; Αν όχι γιατί έχουν καταρρεύσει οι κλασικοί διαχωρισμοί;
ΑΠ: Η διαχωριστική γραμμή Δεξιάς – Αριστεράς, ανήκει στην προηγούμενη εποχή, της ανερχόμενης νεωτερικότητας. Έπαιξε το ρόλο της σε διαφορετικό έδαφος κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών προβλημάτων και γεωπολιτικών ισορροπιών. Τώρα ο κόσμος αλλάζει άρδην και αναζητά νέα εποικοδομήματα, δηλαδή πολιτικά συστήματα και κόμματα ώστε ν’ αντιμετωπιστούν δημιουργικά οι νέες προκλήσεις, άρα να καταστήσουν ουσιώδεις και πραγματικές τις νέες διαχωριστικές γραμμές και συγκρούσεις.
Το ότι ξεπερνιέται η παλιά διαχωριστική γραμμή Δεξιάς-Αριστεράς, δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται και η κοινωνική σύγκρουση που προκύπτει από την κοινωνική ανισότητα. Απλούστατα, ο κόσμος που έρχεται και παραμένει άνισος, θέλει νέα υποκείμενα εκπροσώπησης. Ειδικά η Δύση, η οποία περνάει κρίσιμη καμπή στην πλανητική της παρουσία ως πολιτισμική και ιστορική κατάκτηση, πρέπει ν’ ανασυγκροτηθεί μέσα από τα λάθη και τις καθυστερήσεις της και να ξαναπαίξει ένα πιο ανθρώπινο οικουμενικό ρόλο. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο δεσποτισμός, που κυριαρχεί στην Ανατολή, δεν προοιωνίζει θετικές εξελίξεις, αλλά πισωγυρίσματα. Μία, λοιπόν, από τις βασικές προϋποθέσεις της Δυτικής ανασυγκρότησης-αναγέννησης, είναι και η διαμόρφωση νέων πολιτικών ιδεολογιών και συστημάτων, που υπερβαίνουν τον παλαιό διαχωρισμό Δεξιάς-Αριστεράς.