Γιώργο… χάσαμε!

Δημήτρης Σκουρέλλος 13 Απρ 2018

(όπου Γιώργος διάβασε Γιάννης, ήτοι Γιάννης Τσιμπουκίδης: συνομιλητής του γράφοντος, δηλ. συγγραφέας αυτού)

Η φράση αυτή ανήκει στην, όντως συμπαθητική, αυτοσαρκαστική περιαυτολογία του Γεράσιμου Αρσένη μετά την ήττα του στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠαΣοΚ αρχές του 1996.

Τυχερή χώρα που ο εκλιπών δεν έγινε πρωθυπουργός, άτυχη που εκείνος διατέλεσε υπουργός αμύνης (δυστυχώς και οικονομικών) κληρονομώντας στη χώρα πομφόλυγες όπως το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα και προγράμματα εποικισμού του Αιγαίου, εμπνευστές της τυχοδιωκτικής ρητορείας των γειτόνων περί γκρίζων ζωνών, αιγοτροφοδότες των Ιμίων, υποκινητές του ΠαΣοΚ δημάρχου Διακομιχάλη, πολιτικές και συνθήματα ιδεολογικοί αυτουργοί του άδικου χαμού νέων ανθρώπων την αποτρόπαια εκείνη νύχτα του 1996 (συγγνώμη για την παρέκβαση: Καρντάκ ήταν και είναι η τουρκική ονομασία της Αρκονήσου, της νησίδας εντός του κόλπου της Αλικαρνασσού [Μπόντρουμ]).

Άτυχη χώρα επίσης όχι μόνον που αντίπαλος του Κώστα Σημίτη ήταν ο Άκης Τσοχατζόπουλος, «κυβερνήτης» της χώρας δις (στις μακροσκελείς περιστάσεις των Χίθροου και Ωνασείου), αλλά γιατί ακόμη η παράταξη στην οποία ανήκω κι εγώ δεν έχει κάνει την παραμικρή συλλογική αυτοκριτική για τον εν λόγω κύριο και τους ομοίους του –ας φανταστεί κανείς ότι δεν ήταν ελάχιστοι οι οπαδοί του Άκη όσοι μόλις πρόσφατα έλαβαν μέρος και ρόλο στην ΚινΑ. Επανίδρυση.

Γιατί η αναδρομή και οι παρεκβάσεις; Φοβάμαι να το ξεστομίσω στον εαυτό μου αυτό το «χάσαμε», καθώς εξεγείρεται η ίδια μου η ταυτότητα, η υπόστασή μου (αν, εν τέλει, υφίσταμαι ακόμη). Πώς αλλιώς; Η κοινωνία μας και οι προοπτικές όσων εγκλωβίστηκαν ακούσια ή ενσυνείδητα σε αυτήν χωλαίνει διαρκώς με ευθύνη όλων μας, των αυτοαναγορευμένων δημοκρατών, φιλελεύθερων, κεντροαριστερών και εν γένει άπραγων ή απλώς αυταπατωμένων. Χαρακτηριστικότερη όλων η στάση μας έναντι της Συνταγματικής Αναθεώρησης. Οι δύο αντίθετες απόψεις που καλοπροαίρετα τίθενται στη συζήτηση είναι αμφότερες ουσιωδέστατες (αν και θα με ικανοποιούσε να ακούσω για χωρισμό εκκλησίας και κράτους, ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων): το ζήτημα όμως είναι τόσο μικρό μπροστά στο μεγάθεμα της Δημοκρατίας και του μέλλοντος στη χώρα αυτή. Δε σέρνουμε εμείς το χορό, στο τέλος χειροκροτούν μόνον τον κορυφαίο.

Εύγλωττο το συγκαιρινό παράδειγμα: ολοένα αναλωνόμαστε σε πρόσκαιρα (σημαντικά ή μη) όταν το κατεξοχήν επίκαιρο (το φλέγον, το επιτακτικό) είναι ποιος κυβερνά τη χώρα, η κυβερνητική αλλαγή, η οποία δεν θα έλθει απλώς, επειδή θα πέσουν. Και θα ταλαιπωρηθεί η χώρα ανεπανόρθωτα, αν νομίζουμε ότι μια μονόμπαντη κυβέρνηση της ΝΔ θα μας «ισιώσει» ή ότι ένας σχηματισμός διακυβέρνησης με τη συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά τίποτε άλλο από «ξέπλυμα» του αυτοκρατορισμού τους που στοίχισε και στοιχίζει στη χώρα (τόσο όσο κανείς δημοκρατικά εκλεγμένος από το 1920 και εξής). Όλα και όλοι έτσι δουλεύουν και θα ενεργήσουν υπέρ της ακροδεξιάς, κόκκινης ή μαύρης. Ας το κατανοήσουμε ειδικά όσοι προερχόμαστε, μας αρέσει ή όχι, από το χώρο που γέννησε Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν και …Κουβέλη.

Μπορεί το ΚίΝα; Με νοιάζει πολύ αλλά δεν πρόκειται να εκχωρήσω μεμιάς τη δυνατότητα αλλαγής χωρίς διαπιστεύσεις. Άλλωστε η ευθύνη είναι προσωπική, ατομική όχι στενά κομματική. Χρειάζεται να διαμορφωθεί μια συλλογικότητα δράσης, που θα την ελέγχουν αξιοσέβαστοι φίλοι και προσωπικότητες του εκσυγχρονισμού, οι οποίοι δεν έχουν τύχη (ή και κίνητρο) εμπλεκόμενοι σε κομματικούς σχηματισμούς και ομαδοποιήσεις (πολλούς από αυτούς συμπαθώ και θαυμάζω διαβάζοντάς τους στη Μεταρρύθμιση ή αλλού, όλοι τους άνθρωποι εξαίρετοι που είτε κανείς δεν τους δίνει σημασία ή υποτιμώνται ως συνομιλητές αρχηγίσκων). Η συλλογικότητα αυτή πρέπει να προετοιμάσει και να διακινήσει ένα πρόγραμμά ανόρθωσης και δημοκρατίας για τη χώρα, το οποίο θα αγκαλιάσει όσους δεν υπόκεινται στο φεουδαλισμό. Θα μιλήσει ανοικτά για αλλαγές και συγκρούσεις, συγκεκριμένα, μακριά από περιστροφές, χωρίς ευχολόγια και χαϊδολογήματα τάξεων, πολιτικού προσωπικού, ολίγων καλών και μόλις ελάχιστα διεφθαρμένων

Θα μπορούσαν τα κόμματά μας, το κόμμα μας, το κόμμα τους, όμως κανείς (από μωρία, τακτικισμό, υστεροβουλία, ανεπάρκεια, ατολμία) δεν το έπραξε τρία χρόνια τώρα –ούτε βρέθηκε κάποιος Benedetto Croce, της Αριστεράς αυτήν τη φορά, να μας βάλει οριστικά στη θέση μας ή έστω να υποδείξει τους σημερινούς Τζεντίλε τύπου Λιάκου, Τσουκαλά, ΄Μουζέλη.

Μπορούμε εμείς (με την ευρύτερη δυνατή απόδοση της αντωνυμίας); . Είναι δικό μας το χρέος, όχι του Μητσοτάκη, κι ας μας βολεύει η ηττοπαθής και κατευναστική υποχώρησή του. Αλλιώς προς τι η ομφαλοσκόπηση, προς τι ο εναπομείνας, αν όχι αναθερμασμένος ενθουσιασμός: δεν είμαστε όλοι ίδιοι! Γιατί άραγε; επειδή είμαστε αγαθοί, συντηρητικοί ή συντηρητές κι εμείς της αδικίας και όχι δήμιοι όπως οι άλλοι, οι δυνατοί της κοινωνίας και της μέλανας-φούξιας κυβέρνησης;