Γιατί ξεχάσαμε το περιβάλλον;

Κίμων Χατζημπίρος 24 Μαϊ 2016

Από το 1975, ως ερευνητής περιβαλλοντικών θεμάτων, διατηρώ επαφή με πολλούς σχετικούς έλληνες επιστήμονες. Σήμερα όλοι συμφωνούν ότι, έπειτα από μια ανοδική πορεία κάποιων δεκαετιών, το περιβάλλον έχει επανέλθει χαμηλά στις ελληνικές προτεραιότητες. Φταίει άραγε η κρίση; Εύκολη η εξήγηση αλλά δύσκολη η δικαιολόγηση. Το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον αποτελεί ύψιστο πόρο για την ανάπτυξη, άρα και για το ξεπέρασμα της κρίσης. Δεν  είναι μόνον ο τουρισμός, είναι και οι ποιοτικές ξένες επενδύσεις που έλκονται από την καλή και απωθούνται από την κακή κατάσταση του περιβάλλοντος. Αλλά και η υποβαθμισμένη ψυχολογία του μέσου πολίτη θα μπορούσε να τονωθεί χωρίς μεγάλο κόστος αν υπήρχε ικανοποιητική μέριμνα για το περιβάλλον.

Μια ανασκόπηση εντοπίζει ζητήματα που, ανεξάρτητα από την οικονομική κρίση, ερμηνεύουν τόσο τη μείωση του κοινωνικού ενδιαφέροντος για το περιβάλλον όσο και την απουσία ουσιαστικής περιβαλλοντικής πολιτικής. Η μεγαλύτερη ζημιά έχει προκληθεί από τον συγκρουσιακό φανατισμό. Αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις, υψώνοντας αμφίβολης αξιοπιστίας οικολογικά λάβαρα, ακυρώνουν επενδύσεις σε κάθε σημείο της χώρας. Η άρνηση είναι ίδια, είτε πρόκειται για βιολογικούς καθαρισμούς και άλλα έργα φιλικά προς το περιβάλλον είτε για αναπτυξιακά έργα που η τεκμηριωμένη μελέτη τους και η χρήση των καλύτερων τεχνολογιών θα εξασφάλιζαν βέλτιστη προστασία του περιβάλλοντος. «Εναλλακτικά» ή «πράσινα» κόμματα, περιβαλλοντικές οργανώσεις με ακραίες απόψεις και τοπικές ομάδες με μαύρες σημαίες συναγωνίζονται για ένα τυφλό «όχι», παραγνωρίζοντας ότι ενίοτε  απλώς εξυπηρετούν μια τοπική κερδοσκοπία της γης. Δυστυχώς, ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος τέτοιων συμπεριφορών είναι καταστροφικός. Το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών έχει γενικώς αντιπαθήσει τις οικολογικές ιδέες, ενώ η έκφραση «οικολόγος» έχει γίνει χλευασμός στην καθημερινή γλώσσα ή έχει καταλήξει να σημαίνει χορτοφάγος.
Οταν η λογική και η μετριοπάθεια υποκύπτουν στη μέθη της σύγκρουσης, οποιαδήποτε κινητοποίηση αυτοεπιβεβαιώνεται. Υπήρξαν βέβαια σπουδαίες οικολογικές προσπάθειες με τεκμηριωμένες θέσεις που δικαιώνονται από τις επιστημονικές εξελίξεις και την ιστορία, όπως π.χ. οι κινητοποιήσεις κατά των πυρηνικών εργοστασίων ή κατά της εκτροπής του Αχελώου, καθώς επίσης τα κέντρα περίθαλψης τραυματισμένων άγριων ζώων. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με δογματικές αναξιόπιστες αρνήσεις, όπως ήταν οι κινητοποιήσεις κατά των ανεμογεννητριών, των μεταλλείων χρυσού ή του κωπηλατοδρομίου στον Σχινιά. Αναπόφευκτα μια κοινωνία που έχει πάρει διαζύγιο από τον ορθολογισμό και αδιαφορεί για την εμπεριστατωμένη γνώση πέφτει εύκολα σε παγίδες υπονομεύοντας τελικά τη δική της πρόοδο.
Για την αστοχία της ασκηθείσας περιβαλλοντικής πολιτικής κύρια ευθύνη έχουν οι ηγεσίες του πολυώνυμου σχετικού υπουργείου τα τελευταία 12 χρόνια. Κάποιοι εξ αυτών είδαν το υπουργείο Περιβάλλοντος ως πρόσχημα για μονοδιάστατη ανάπτυξη αυτοκινητοδρόμων, εξορύξεων υδρογονανθράκων κ.τ.λ. Κάποιοι άλλοι είχαν την ιδεοληψία ότι το περιβάλλον χρησιμεύει μόνο ως όπλο στον πόλεμο κατά της επιχειρηματικότητας. Υπήρξαν και αυτοί που πίστεψαν ότι ένα στυλ μη κυβερνητικής οργάνωσης αρκεί για τη διαχείριση των πολύπλοκων σχέσεων περιβάλλοντος και ανάπτυξης. Τελικά έβλαψαν και οι τρεις τους το ίδιο. Χωρίς συστηματική περιβαλλοντική πολιτική μετά το 2004 οι κυβερνήσεις απέτυχαν να προωθήσουν αναπτυξιακές φιλοπεριβαλλοντικές επενδύσεις, να εγκαταστήσουν μεγάλα χερσαία και υπεράκτια αιολικά πάρκα, να διαμορφώσουν μια απλή, συγκροτημένη και λογική περιβαλλοντική νομοθεσία, να αξιοποιήσουν τις τόσο χρήσιμες ευρωπαϊκές οδηγίες για τα νερά ή την ανακύκλωση των απορριμμάτων κ.τ.λ. Στις μεγάλες αποτυχίες συγκαταλέγεται και το αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αν είχαν εγκαίρως επιλέξει να γίνει τράπεζα δημόσιας γης αντί για άσχετο και δαπανηρό πάρκο, θα πρόσφεραν μια ανεπανάληπτη ευκαιρία αναβάθμισης πυκνοδομημένων μειονεκτικών περιοχών του λεκανοπεδίου όπως ο Κηφισός.
Με την ελπίδα μιας προσεχούς πολιτικής και οικονομικής ανάκαμψης, το περιβάλλον πρέπει να επανέλθει στην πρώτη γραμμή. Σήμερα οι διεθνείς προσπάθειες είναι στραμμένες στις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή. Η χώρα μας έχει πολλά να κάνει αλλά και πολλά να κερδίσει. Μια μοναδική ιστορική ευκαιρία τής προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ενωση. Το άνοιγμα στην ποιοτική και φιλοπεριβαλλοντική επιχειρηματικότητα, ο εξοστρακισμός λανθασμένων πολιτικών και χρονοβόρων νομοθετικών, χωροταξικών και διοικητικών διαδικασιών που εμποδίζουν την ανάπτυξη και βλάπτουν το περιβάλλον, η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με τους ανθρώπους της παραγωγικής οικονομίας, η εντατική χρήση βάσεων δεδομένων είναι αλλαγές απολύτως αναγκαίες. Πρέπει να γίνουν τάχιστα και αποτελεσματικά ώστε να ξεπερασθεί η απώλεια μιας τουλάχιστον δεκαετίας και να συμπλεύσει η χώρα με το ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι