Γιατί το σχολείο κουράζει και απωθεί τα παιδιά;

Λουκάς Βλάχος 03 Δεκ 2012

Η συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων και καθηγητών όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, συνεχίζει τις διδακτικές προσεγγίσεις περασμένων δεκαετιών. Ο καθηγητής παίρνει τη θέση του στην έδρα και «παραδίδει». Oι μαθητές απέναντι ή πίσω του, κρατάνε σημειώσεις, μερικές φορές (όλο και πιο σπάνια) ρωτούν διευκρινιστικές ερωτήσεις και στο τέλος ο καθηγητής βγάζει τον «κατάλογο» για να εξετάσει το προηγούμενο μάθημα. Στην ορολογία της παιδαγωγικής επιστήμης, η διδασκαλία που περιέγραψα ονομάζεται «μετωπική» (δασκαλοκεντρική εκπαίδευση) και είναι παγκοσμίως γνωστό ότι σήμερα, στην εποχή των πολυμέσων, των υπολογιστών και της τηλεόρασης, η μέθοδος αυτή έχει ελάχιστα μαθησιακά αποτελέσματα. Η «μετωπική» διδασκαλία είναι κουραστική για το σύγχρονο μαθητή, ανεξάρτητα από τις ικανότητες και γνώσεις του δασκάλου. Οι μαθητές αδυνατούν να συγκεντρωθούν στο μονόλογο του καθηγητή, μιλάνε μεταξύ τους ή χαζεύουν, ενώ στο πανεπιστήμιο σταματούν να παρακολουθούν τα μαθήματα. Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί που δε γνωρίζουν τα παραπάνω, αλλά για λόγους τους οποίους δε θα συζητήσουμε εδώ, διατηρούν σχεδόν αποκλειστικά τη «μετωπική» διδασκαλία.

Να δούμε όμως και άλλες μορφές διδασκαλίας που είναι αρκετά πιο ελκυστικές για τους μαθητές και στηρίζονται στη «μαθητοκεντρική εκπαίδευση», αλλά απαιτούν μεγάλη προσπάθεια και γνώσεις από τον εκπαιδευτικό.

Τα τελευταία χρόνια συναντάμε στα σχολεία εκπαιδευτικούς που δεν παραδίδουν μαθήματα με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά μέσα από ερωτήσεις αξιοποιούν την «ανακαλυπτική ή διερευνητική» μάθηση, για να σπρώξουν την τάξη σε δημιουργική αναζήτηση. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, ο εκπαιδευτικός διευθύνει τη συζήτηση και παρεμβαίνει όπου πρέπει, ώστε οι μαθητές να φτάσουν στο επιθυμητό μαθησιακό αποτέλεσμα και να ανακαλύψουν τα βασικά σημεία του μαθήματος (πληθώρα εκπαιδευτικών προσεγγίσεων περιλαμβάνει αυτή η μέθοδος διδασκαλίας). Είναι φανερό ότι αυτή η κατηγορία μεθόδων έχει πλεονεκτήματα, είναι πολύ πιο ελκυστική προσέγγιση για όλους τους μαθητές, ακόμα και γι’ αυτούς που δε συμμετέχουν στη συζήτηση. Μαθητές που σε άλλα μαθήματα είναι «ανήσυχοι» στην τάξη, σε τέτοιου τύπου μαθήματα συνεργάζονται και συμμετέχουν.

Μια διδακτική προσέγγιση που εφαρμόζεται στα πρότυπα σχολεία και σε επιλεγμένα ιδιωτικά σχολεία, είναι η δημιουργία μικρών ομάδων ή Club από μαθητές που ενδιαφέρονται για συγκεκριμένα θέματα, για παράδειγμα αστρονομία, βιολογία, χημεία, περιβάλλον, γεωλογία, πληροφορική, κλπ. Στις ομάδες αυτές μοιράζονται εργασίες και αναπτύσσονται νέα ενδιαφέροντα εκπαιδευτικά στοιχεία, όπως η συνεργασία μεταξύ των μαθητών που έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Δουλεύουν όλοι μαζί και ο καθηγητής έχει το ρόλο του «προπονητή». Τα παιδιά παίρνουν πρωτοβουλίες και αυτό εκτοξεύει το ενδιαφέρον τους. Η τάξη ξαφνικά μετατρέπεται σε «ερευνητικό κέντρο». Οι μαθητές προσκαλούν ειδικούς για σεμινάρια, ή επισκέπτονται ερευνητές στο χώρο της δουλειάς τους.

Μια άλλη εκπαιδευτική προσέγγιση, κυρίως για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι τα εργαστήρια, οι κλινικές και η πρακτική άσκηση. Με την προσέγγιση αυτή, οι εκπαιδευόμενοι παίρνουν γεύση από την πράξη. Στις περισσότερες πανεπιστημιακές σχολές, αυτή η μορφή εκπαίδευσης (όπου εφαρμόζεται) είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Τέλος, θέλω να σταθώ στα φροντιστήρια. Το φροντιστήριο, ως εκπαιδευτική μέθοδος, έχει εξαιρετικά πλεονεκτήματα. Στα φροντιστήρια δουλεύουν πάνω και πέρα από τη μόρφωση που προσφέρει το σχολείο σε κάθε μάθημα. Οργώνονται μικρές ομάδες (κλειστά τμήματα) μαθητών, με βάση τις επιδόσεις στα μαθήματα. Βασίζονται στην εξατομικευμένη εκπαίδευση, τρέχουν όπου οι μαθητές είναι καλά προετοιμασμένοι και πηγαίνουν αργά όπου έχουν δυσκολίες. Ο φροντιστής ξέρει καλά τα ισχυρά σημεία και τις αδυναμίες του κάθε μαθητή στη μικρή ομάδα. Η φροντιστηριακού τύπου μέθοδος διδασκαλίας είναι εξαιρετικά πετυχημένη παγκοσμίως (tutorials), αλλά δυστυχώς στη χώρα μας ταυτίστηκε με τις εισαγωγικές εξετάσεις και παρέχεται κυρίως ιδιωτικά.

Αν φύγουμε τώρα από τα σχολεία και επισκεφτούμε τα ωδεία, θα διαπιστώσουμε ότι ο μαθητής δουλεύει με ένα συγκεκριμένο μουσικό κομμάτι, κάνει πολλές προσπάθειες στο σπίτι του και όταν πάει στο ωδείο, ο καθηγητής κάθεται δίπλα του και παρεμβαίνει μόνο στα «λάθη» του. Στα γυμναστήρια και τα γήπεδα επίσης, θα ανακαλύψουμε παρόμοιες με τα ωδεία προσεγγίσεις. Ο προπονητής είναι στον «πάγκο» και οι μαθητές στο γήπεδο και όχι το αντίστροφο που συναντάμε στο παραδοσιακό ελληνικό σχολείο και πανεπιστήμιο.

Για δύο κυρίως λόγους πρέπει να αλλάξει το σχολείο και να ενσωματώσει μοντέρνες διδακτικές πρακτικές: (1) Οι συνεχόμενες τεχνολογικές επαναστάσεις στους υπολογιστές, αλλά κυρίως στις μηχανές αναζήτησης, άλλαξαν ριζικά το εκπαιδευτικό τοπίο. (2) Οι πληροφορίες πάνω στις οποίες εκπαιδεύονται οι σημερινοί μαθητές/φοιτητές, γρήγορα θα είναι ξεπερασμένες, άρα το σημαντικό δεν είναι η απομνημόνευση πληροφορίας, αλλά το «να μάθουν οι μαθητές και οι μαθήτριες πώς θα μαθαίνουν» μόνοι τους, για την υπόλοιπη ζωή τους, όταν είναι μακριά από το σχολείο (δια βίου μάθηση).

Το παραδοσιακό σχολείο και η «μετωπική» διδασκαλία, κουράζει γιατί είναι μονότονη και επιμένει στη συσσώρευση πληροφορίας που θα ξεχαστεί. Δυστυχώς, η «μετωπική» διδασκαλία δε σου μαθαίνει να σκέπτεσαι, να αυτενεργείς, να ανακαλύπτεις και να συνεργάζεσαι. Το «νέο σχολείο», με τις μοντέρνες διδακτικές προσεγγίσεις, είναι ευχάριστο και σου μεταφέρει γνώσεις που θα κουβαλάς μαζί σου μια ζωή. Απομένει να ζητήσει το Υπουργείο Παιδείας από τα σχολεία και τους καθηγητές τους να εφαρμόσουν μοντέρνες προσέγγισες στη διδασκαλία τους και να πειραματίζονται. Να συνεργαστούν οι εκπαιδευτικοί με τα Πανεπιστήμια και τις παιδαγωγικές σχολές, γιατί μόνο αν οι εκπαιδευτικοί έχουν ζωντάνια και είναι ανήσυχοι θα καταφέρουν να σπρώξουν και τους μαθητές τους στην αναζήτηση και τη δημιουργία. Ο δάσκαλος, ο καθηγητής της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είναι το κέντρο βάρους της εκπαίδευσης στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια. Αν είναι ανήσυχος, θα φέρει τα πάνω κάτω στο σχολείο του, αν είναι «πεθαμένος», θα μοιράσει «χασμουρητά» στους μαθητές του.

.

.


.
Ο Λουκάς Βλάχος είναι καθηγητής αστροφυσικής στο Τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ