Γιατί συμμετείχα στις εκλογές της Κεντροαριστεράς

Παναγής Παναγιωτόπουλος 20 Νοε 2017

Τώρα που ολοκληρώθηκε η εκλογική διαδικασία της κεντροαριστεράς, αισθάνομαι την ανάγκη να πω (στον εαυτό μου κυρίως και φωναχτά εδώ για να λάβω ψηφιακή αντίχηση) τον λόγο που συμμετείχα.

Σε αντίθεση με την πολιτική και ιδεολογική μου συνείδηση δεν ψήφισα για το μέλλον. Δεν ψήφισα για να κερδίσω το μέλλον, ούτε για να κερδηθεί το μέλλον ξανά στη χώρα. Ούτε για να ανανεωθεί ο πολιτικός χώρος του κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας.

Όλα αυτά είναι πράγματι μεγάλα διακυβεύματα και η πολιτική οικογένεια του πασοκ, οι κεντρώοι μεταρρυθμιστές, αυτό που πολύ παλιά ήταν δημοκρατική παράταξη και τώρα πάλι είναι με κάποιον τρόπο, πρέπει πράγματι να συνδιαμορφώσουν το μέλλον. Πρέπει να υπάρξει ένα κάποιο μέλλον, πάνω απ’ όλα. Και αυτή η διαδικασία βοηθάει να μας επιτρέπεται να υπάρχει ένα μέλλον. Δεν το διασφαλίζει φυσικά. Πως θα μπορούσε άλλωστε.

Εγώ ψήφισα για το παρελθόν. Για τους γέρους και τις γριές. Και αυτούς που λείπουν και αυτούς που ήρθαν και αυτοί να ψηφίσουν. Και χάρηκα που ήμουν με τούτους. Και με κάποιον τρόπο βγάζω γλώσσα σε νέους και λιγότερο νέους που την δευτέρα το πρωί έβγαζαν αντιγεροντικούς αφρούς για τις ηλικιακές μερίδες που συμμετείχαν μια και ο αριθμός 210 000 δεν φαινόταν να τους ενυπωσιάζει στο μέτρο που άθροιζε μια πολύυυυυ μεγάλη ηλικία.

Ψήφισα λοιπόν για τα φαντάσματα μας και τους ζωντανούς ακμαίους και μη γέροντες της χώρας μου. Γιατί τα τελευταία χρόνια βλέπω συνέχεια φωτογραφίες-πανοράματα της Αθήνας, του μπετόν αρμέ, της πολυτακοικίας, των δρόμων, τα φώτα της Αττικής οδού, και το αεροδρόμιο μας απ’ όπου ταξιδεύουν οι νέοι, φεύγουν και πάντα γυρίζουν. Και πολλοί θέλουν να γυρίσουν. Και ο πολιτικός χώρος αυτός, είναι οι γέροι του. Η μπετονένια αστική αναπτυξιακή ιστορία του τόπου. Για τα ρημαγμένα νοσοκομεία, τα κρύα διαμερίσματα, τις μικροβιοτεχνίες, τα μπάνια που οι εργάτες ξυρίζονταν περήφανα και έβαναν Μυρτώ. Για τις δημόσιες υπαλλήλους τις πασόκες. Και για όλους τους άλλους. Γέρους τώρα που έφτιαξαν από το 1974 μια ζωή που χωρούσε πολλούς, ίσως όχι όλους αλλά πολλούς. Και δεν μπορώ να μην τιμώ στοιχειωδώς την γενιά της δημοκρατικής, ευρωπαϊκής Ελλάδας.

Την κριτική μας σε αυτούς την κάναμε, έμπρακτη δε και με πολιτικές επιλογές. Ήταν άστοχες, τιμωρήσαμε εαυτούς και σουβλίσαμε τα επιτεύγματα. Τιμήσαμε κάθε παθολογία, φτιάξαμε την τερατώδη συλλογή της Μεταπολίτευσης.
Για τους προγόνους λοιπόν.