Το υψηλό κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας δυσχεραίνει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας, τονίζει διαρκώς ο ΣΕΒ και πλήθος καταναλωτικών και πολιτικών οργανώσεων καταγγέλλει υπέρμετρη αύξηση του οικιακού ρεύματος τα τελευταία χρόνια.
Για να αποτιμηθεί το κόστος του ρεύματος, υπάρχουν πολλοί τρόποι: σύγκριση με το παρελθόν, σύγκριση με τον κοινοτικό μέσο όρο, σύγκριση προσαρμοσμένη στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σύγκριση ανά κατηγορία (υψηλή/χαμηλή τάση) κ.ά. Συχνά, μάλιστα, οι αναλύσεις καταλήγουν σε αντικρουόμενα μεταξύ τους συμπεράσματα.
Φθηνό ή ακριβό ένα πάντως είναι βέβαιο: ο λογαριασμός του ρεύματος είναι επιβαρυμένος κατά 30% από κόστη που θα μπορούσαν να λείπουν! Αιτία, δύο βασικές αστοχίες στον κεντρικό σχεδιασμό, που αυξάνουν δυσανάλογα και αδικαιολόγητα τον τελικό λογαριασμό για όλους. Πρώτη αστοχία είναι η μη διασύνδεση των νησιών. Ενδεικτικά, μόνον η διασύνδεση της Κρήτης θα εξοικονομούσε στους καταναλωτές 350 εκατ.€ ετησίως περισσότερα για το κόστος της μη-διασύνδεσής εδώ). Δεύτερη αστοχία είναι η βιαστική και χωρίς ολοκληρωμένο προγραμματισμό ανάπτυξη των Φωτοβολταϊκών (Φ/Β).
Με στοιχεία 2014 (ετήσια έκθεση ΔΕΗ 2015 σελ.232), οι καταναλωτές ρεύματος υψηλής, μέσης & χαμηλής τάσης κατέβαλαν στη ΔΕΗ συνολικά 4,9 δισ.€. Στο ποσόν συμπεριλαμβάνονται και οι τρεις χρεώσεις που βλέπουμε στους λογαριασμούς, δηλαδή το κόστος παραγωγής & εμπορίας (ΔΕΗ), το κόστος μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ) και το κόστος διανομής (ΔΕΔΔΗΕ).
Επιπλέον των 4,9 δισ.€ οι καταναλωτές-φορολογούμενοι κατέβαλαν :
– 700 εκατ.€ για τις ΥΚΩ, δηλαδή τη χρηματοδότηση της ακριβής παραγωγής ενέργειας στα μη διασυνδεδεμένα νησιά,
– 1 δισ.€ για την επιδότηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ.
Η «βιαστική» ανάπτυξη των Φ/Β
Η ανάπτυξη των ΑΠΕ, και ειδικότερα των Φ/Β, έγινε βιαστικά, πολύ ταχύτερα απ’ όσο απαιτούσαν οι αντικειμενικές συνθήκες και επέτρεπε η οικονομική συγκυρία. Δεν ήταν λάθος η επιδότηση των παραγωγών ΑΠΕ ούτε οι πολύ υψηλές τιμές επιδότησης των Φ/Β.
Το κρίσιμο λάθος, που επιβάρυνε σοβαρά το λογαριασμό των ΑΠΕ, ήταν στρατηγικό. Επιλέξαμε να αναπτύξουμε μαζικά μια πολύ ακριβή τεχνολογία (τα φωτοβολταϊκά), που απαιτούσε πολύ υψηλές επιδοτήσεις προκειμένου να γίνει βιώσιμη. Και το επιλέξαμε, αν και είχαμε την πολυτέλεια να αναπτύξουμε την πολύ φθηνότερη τεχνολογία της αιολικής ενέργειας, λόγω υψηλού αιολικού δυναμικού. Ενδεικτικό της βιασύνης μας είναι ότι σε 4 μόλις χρόνια εγκαταστάθηκαν στη χώρα τόσα Φ/Β, ώστε ήδη το 2013 πιάσαμε το στόχο της εγκατεστημένης ισχύος Φ/Β που είχε τεθεί για το 2020!
Στα Φ/Β η μερίδα του λέοντος των επιδοτήσεων
Το 2017 οι μονάδες αιολικής ενέργειας παρήγαγαν το 53% της συνολικής εγχώριας παραγωγής καθαρής ενέργειας από ΑΠΕ1 αλλά απορρόφησαν μόλις το 6,8% της συνολικής επιδότησης. (Διαγραμμα ΙΙ & ΙΙΙ).
Αντίστοιχα, οι μονάδες φωτοβολταϊκών (συμπεριλαμβανομένων των μικρών εγκαταστάσεων στις στέγες) απορρόφησαν το 91% της συνολικής επιδότησης, ενώ παρήγαγαν το 38% της συνολικής εγχώριας παραγωγής καθαρής ενέργειας από ΑΠΕ1. (Στοιχεία: ΛΑΓΗΕ, Μηνιαίο Δελτίο Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ & ΣΗΘΥΑ – Δεκέμβριος 2017, πίνακας Α3 σελ.6 & Β3 σελ. 92)
Η μεγάλη απόκλιση μεταξύ μεριδίων παραγωγής και μεριδίων επιδότησης εξηγείται από την μεγάλη διαφορά του ύψους της αποζημίωσης των παραγωγών ΑΠΕ ανά κατηγορία. Το 2017 η μέση τιμή αποζημίωσης ανά Μεγαβατώρα παραγόμενης ενέργειας ΑΠΕ ήταν 92€ για τα αιολικά, 292€ για τα φωτοβολταϊκά και 410 € για τα Φ/Β στις στέγες. (Διάγραμμα IV – Πηγή: ΛΑΓΗΕ, Μηνιαίο Δελτίο Δεκέμβριος 2017, πίνακας Α3 σελ.6)
Πώς, όμως, πληρώνονται οι παραγωγοί ΑΠΕ; Σ΄έναν Ειδικό Λογαριασμό (ΕΤΜΕΑΡ) κατευθύνονται διάφορα έσοδα προκειμένου να συγκεντρωθούν τα ποσά για την αμοιβή (αποζημίωση) των παραγωγών ΑΠΕ (ΛΑΓΗΕ Δεκέμβριος 2017, πίνακας Β3 σελ. 9). Τα έσοδα αυτά χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
Α) Κόστος αντικατάστασης: αφορά έσοδα που συνδέονται με το κόστος που θα είχε το σύστημα αν η ποσότητα ενέργειας που διοχετεύθηκε από μονάδες ΑΠΕ είχε παραχθεί από συμβατικές μονάδες. Τα έσοδα αυτά, επιμεριζόμενα ισομερώς στην παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ, αντιστοιχούν σε 62,3 €/MWh.
Β) Περιβαλλοντικό bonus: αφορά έσοδα από το περιβαλλοντικό κόστος που καταβάλλουν οι ρυπογόνες μονάδες (δικαιώματα ρύπων CO2 και τέλη λιγνίτη), μέρος των οποίων εισρέει στον Ειδικό Λογαριασμό των ΑΠΕ. Τα έσοδα αυτά, επιμεριζόμενα ισομερώς στην παραγόμενη ενέργεια από ΑΠΕ, αντιστοιχούν σε 17,8 €/MWh.
Γ) Επιδότηση: αφαιρώντας τα (Α) και (Β) από το συνολικό ποσό που λαμβάνουν οι παραγωγοί ΑΠΕ, καταλήγουμε στο ποσόν της απαραίτητης, άμεσης ή έμμεσης, επιδότησης που θα κληθούν να καταβάλουν οι καταναλωτές για «να βγαίνει ο λογαριασμός»!
Αφαιρώντας, λοιπόν, το κόστος αντικατάστασης και το περιβαλλοντικό bonus, διαπιστώνουμε ότι στα αιολικά η επιδότηση ανά μονάδα παραγόμενης ενέργειας είναι πολύ μικρή (μόλις 12€/MWh), ενώ στα φωτοβολταϊκά πολύ υψηλή (20πλάσια).
Η συνέχεια στο protagon.gr