Γιατί ο Καμίνης;

Λένα Διβάνη 09 Νοε 2017

Γιατί μιλάμε για ένα περίεργο στοίχημα εδώ. Η Κεντροαριστερά προσπαθεί να ενωθεί χρόνια τώρα, να αρθρώσει την πολύτιμη πρότασή της για τη χώρα, αλλά αδυνατεί. Είναι ζόρικη η εποχή που ζούμε, η εποχή των άκρων. Όλα είναι ασπρόμαυρα, χλευάζονται όσοι μιλούν με αποχρώσεις. Μερικές φορές δέρνονται κιόλας για να το βουλώσουν μια για πάντα. Ή είσαι ήρωας του λαού ή προδότης, ενδιάμεσο δεν έχει. Τα περισσότερα μίντια πρωτοστατούν στις φωνασκίες – τίποτα εκτός από κραυγές δεν διαβάζουμε πια. Παράδειγμα η Ελληνικός Χρυσός στη Βόρεια Ελλάδα. «Θάνατος στους εκμεταλλευτές», λένε οι μισοί. «Θα μας δώσει δουλειές», ουρλιάζουν οι άλλοι. Δεν έχουμε ιδέα όμως αν μας συμφέρει και γιατί μας συμφέρει η μία ή η άλλη επιλογή. Βολικές οι κραυγές, μας κρατούν στο σκοτάδι. Και φυσικά τρέφουν ωραιότατα το δικομματισμό. Να φύγω εγώ, να έρθεις εσύ, να ξαναφύγεις μετά για να ξαναγυρίσω. Δεν πειράζει που η χώρα βυθίζεται και οι πολίτες απαξιώνουν πια εντελώς την πολιτική.

Γι’ αυτό ο Καμίνης, λοιπόν. Γιατί δεν κραυγάζει. Μιλάει, μοιράζεται τη σκέψη του, σου λέει τα δεδομένα για να αποφασίσεις. Δεν ωρύεται. Δεν καταγγέλλει. Ίσα ίσα που βγαίνει η φωνή του μερικές φορές στην τηλεόραση. Είναι αντιτηλεοπτικός ο άνθρωπος, δεν κάνει για για φωνασκούντα παράθυρα. Γι’ αυτό αναγκάζεσαι να προσέχεις για να ακούς τι λέει. Και πάντα λέει αυτό που σκέφτεται, όχι αυτό που θέλει ο κόσμος να ακούσει – άλλο κουσούρι αυτό για πολιτικό… Τον ξέρω πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Μπαρούφα από το στόμα του δεν βγαίνει, ποτέ δεν έβγαινε.

Δεν είναι από πολιτικό τζάκι, δεν φιλοδόξησε ποτέ να κάνει καριέρα στελέχους πολιτικού κόμματος και γι’ αυτό δεν έχει ούτε την ιστορία, ούτε την αμαρτία του παρελθόντος στους ώμους του. Ένας ουρανοκατέβατος είναι, ούτε πορφυρογέννητος, ούτε καρπός κομματικού σωλήνα. Δεν τον κρατάει κανείς και δεν τον εκβιάζει κανείς, γι’ αυτό και τον φοβούνται τόσο Νέα Δημοκρατία και Σύριζα-ΑΝΕΛ. Γι’ αυτό του επιτίθενται τόσο ανελέητα. Ο γιος του καπετάν Βασίλη από τη Χίο είναι που έμεινε ορφανός μικρός κι έμαθε αναγκαστικά να τολμάει ολομόναχος. Γιατί έτσι ξεκίνησε κι έτσι είναι ακόμα. Μόνος δηλαδή ανεξάρτητος, ελεύθερος. Ούτε κόμματα, ούτε μηχανισμοί, ούτε μέσα μαζικής ενημέρωσης, ούτε κανένα κατεστημένο τον στηρίζει. Καθηγητής ξεκίνησε να γίνει, να μάθει στα παιδιά τις συνταγματικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών. Μετά έγινε Συνήγορος του Πολίτη για να τα υπερασπιστεί στην πράξη αυτά τα δικαιώματα που δίδασκε. «Γιατί αφήνεις το πανεπιστήμιο;» τον είχα ρωτήσει τότε. «Γιατί πρέπει να προσπαθήσω να κάνω κάτι και στην πράξη» μου είπε. «Και θα τα βάλεις με το γραφειοκρατικό τέρας του Δημοσίου; Με τέτοιους αρχαίους μηχανισμούς που συνήθισαν στην ατιμωρησία;» επέμεινα. «Αν όχι εμείς, ποιος;» μου είπε. Και τα κατάφερε. Έκανε την έκπληξη. Μαζί με την εξαιρετική του ομάδα υπερασπίστηκαν τον πολίτη τόσο ενεργά που άρχισε κάτι να σαλεύει στη βαλσαμωμένη δημόσια διοίκηση.

Όταν αποφάσισε να διεκδικήσει τη δημαρχία της Αθήνας εγώ προσωπικά τρόμαξα. «Πού πας να μπλέξεις σ’ αυτή την απέραντη χοάνη που έχει καταπιεί όλους τους δημάρχους της και μάλιστα χωρίς κομματική ομπρέλα;» του είπα. «Δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί; Η Αθήνα είναι η μισή Ελλάδα, δεν είναι ένας κανονικός δήμος. Χίλια καλά να κάνεις, τίποτα δεν φαίνεται γιατί τα προβλήματα είναι ένα εκατομμύριο». Σκεφτόμουν ότι κι εμείς είμαστε περίεργοι οι άνθρωποι. Δεν πα’ να γιναν χίλια καλά, αν το φρεάτιο έξω από το σπίτι μας δεν καθάρισε, τον σταυρώνουμε τον δήμαρχο. Άχρηστος λέμε. Είναι πολύ πιο εύκολη η κεντρική πολιτική σκηνή, ξέρετε. Εκεί χρειάζεται να είσαι ικανός, τίμιος και να κάνεις τη δουλειά σου. Δεν χρειάζεται να ξενυχτάς αγωνιώντας αν θα βρέξει και θα σε βρίζουν οι δημότες γιατί δεν καθάρισες το φρεάτιο του συγκεκριμμένου δρόμου που δεν είχες δικαίωμα να καθαρίσεις γιατί ανήκει στην Περιφέρεια αλλά κανείς δεν το ξέρει. «Πρέπει να προσπαθήσω» μου είπε. «Και ό,τι γίνει».

Προσπάθησε, λοιπόν, και έγιναν πολλά: Δεν ξεχρέωσε μόνο το δήμο από τα ογκώδη δάνεια των προηγουμένων, ελάφρωσε και το δημότη από τα δημοτικά τέλη. Έστειλε στη δικαιοσύνη τους καταχραστές. Με μισό προϋπολογισμό απ’ αυτόν που είχαν οι προηγούμενοι, στηρίζει χιλιάδες φτωχούς συμπολίτες μας κάθε μέρα που παίρνουν τρόφιμα από τον Κόμβο Αλληλοβοήθειας, εξετάζονται δωρεάν στο κοινωνικό ιατρείο, παίρνουν δωρεάν φάρμακα στο κοινωνικό φαρμακείο, στέλνουν τα παιδιά τους στο δωρεάν κοινωνικό φροντιστήριο γιατί κι αυτά έχουν δικαίωμα να μορφωθούν και να αλλάξουν την τύχη τους. Τα έβαλε στα ίσα με τους Χρυσαυγίτες που όλοι τους φοβόνταν. Πήρε την κατάληψη της Βίλα Αμαλίας που κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει και την έκανε σχολείο πρότυπο. Βοήθησε να στεγαστούν  χιλιάδες πρόσφυγες με ευπρέπεια για να μην κάθονται να σαπίζουν στις πλατείες του κέντρου – και πήρε διεθνές βραβείο γι’ αυτό. Παρέδωσε το Σεράφειο, το μεγαλύτερο έργο που έγινε στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια μετά το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που θα αλλάξει τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας.

Αλλά ποιος τα ξέρει αυτά; Ελάχιστοι. Τα μέσα ενημέρωσης δεν τα προβάλλουν, τα περισσότερα ούτε καν τα αναφέρουν. Τα κόμματα με τα οποία έχουν δοσοληψίες δεν αγαπούν τους ανεξάρτητους και ειδικά αυτούς που δεν αγαπούν τις δοσοληψίες. Ο ίδιος δεν φρόντισε να διαφημίσει τον εαυτό του ποτέ. Δουλεύει στο γραφείο του, όχι στα πρωινάδικα. Οι συνεργάτες του τον πιέζουν να πάει και σε κανένα κοσμικό, να τον δει ο κόσμος, να φτιάξει το προφίλ του. Βαριέται, πάντα βαριόταν το θεαθήναι. «Δεν κάνεις έτσι όμως πολιτική καριέρα» του λένε. Κι όμως τα κατάφερε. Βγήκε δυο φορές δήμαρχος όταν ο δικομματισμός σάρωνε  τους ανεξάρτητους. Και –δεν πά’ να λένε τα κομματικά τρολ– όλοι αντιλαμβάνονται την εγγενή τιμιότητα, τη φυσική ευγένεια και το ήθος αυτού του ανθρώπου. Κανείς ποτέ, ούτε ο χειρότερος εχθρός του, δεν τον είπε απατεώνα. Και αυτό είναι μια τεράστια διάκριση στην Ελλάδα που όλοι κυλιούνται στο βούρκο της απαξίωσης. Γι’ αυτό ίσως είδαμε με έκπληξη να γεμίζει το Πανελλήνιο στην προεκλογική του συγκέντρωση μια εποχή που κανένας δεν σηκώνεται από τον καναπέ του για να ακούσει κανέναν.

Και τώρα πάει να ενώσει την κεντροαριστερά χωρίς κομματικό μηχανισμό από πίσω του,  χωρίς μέσα ενημέρωσης δικά του; Γιατί; «Γιατί πρέπει να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον πολιτικό λόγο, να αλλάξουμε το τρόπο που λειτουργούν τα κόμματα» μου είπε. «Το 80% των φοιτητών μας είναι έξω, η καρδιά και τα πνευμόνια της χώρας το βάλανε στα πόδια. Γιατί έχω δύο κόρες. Πρέπει να τους καθαρίσουμε το σπίτι και να τους καλέσουμε να ξαναρθούν και να χτίσουν τον πάνω όροφο. Αν όχι εμείς, ποιος;»