Γιατί με τον Καμίνη

Ηλίας Ευθυμιόπουλος 03 Μαϊ 2014

Στηρίζω Καμίνη και μάλιστα συμμετέχοντας στο ψηφοδέλτιο για το δήμο της Αθήνας. Όπως θα στήριζα Μπουτάρη, Σκοτεινιώτη και Φίλιο αν είχα τέσσερις ταυτότητες και περισσότερες αντοχές. Το τελευταίο συνδέεται προφανώς και με την ηλικία, μια και κλείνω αισίως 50 χρόνια ενασχόλησης με την πολιτική. Ο λόγος που δεν αποσύρομαι όπως θα έκανε κάθε λογικός άνθρωπος στη θέση μου είναι πως έχω τη βαθειά πεποίθηση ότι ο κύκλος δεν έχει κλείσει. Όχι για μένα αλλά για τη λεγόμενη γενιά που της έτυχε ο ιστορικός κλήρος να δημιουργήσει, μέσα από τα πολλά ερείπια, τις προϋποθέσεις για ένα σύγχρονο κράτος, μέσα στην Ευρώπη και με αναφορά στα προοδευτικά ρεύματα της εποχής. Οι πολλαπλές διαψεύσεις αφήνουν τον λογαριασμό ανοικτό. Για την κεντροαριστερά, για τη δημοκρατική διακυβέρνηση, για τις πράσινες πολιτικές.

Ο Καμίνης έχει το πλεονέκτημα της πολλαπλής αποδοχής σ’ένα χώρο κατακερματισμένο και πολυκεντρικό, σ’ένα χώρο που σπαράσσεται από αδικαιολόγητες αντιπαλότητες ανάμεσα στις λεγόμενες συνιστώσες, σ’ένα χώρο με πολλούς αρχηγούς, σ’ένα χώρο που αναπαράγει με αταβιστικές συμπεριφορές τους όρους της επόμενης αποτυχίας. Ο σημερινός δήμαρχος της Αθήνας έχει το επιπλέον πλεονέκτημα να μεταφράζει το κοινό αίτημα για ενότητα σε όρους αυτοδιοικητικούς, κάτι που διευκολύνει το πέρασμα από την επιτηδευμένη ασάφεια του παλαιοκομματισμού στην δέσμευση για εμπράγματες πολιτικές «κοντά και μαζί με τον πολίτη». Τρίτον, ο Καμίνης δεν δίστασε να αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό του διαχειριστή των κοινών, κάτι που ασφαλώς και δεν παραπέμπει στη συνθηκολόγηση την οποία υπαινίσσεται συχνά η ρητορική μιας δήθεν αριστεράς, αλλά στην πιο επαναστατική πράξη των ημερών, που είναι να σώσεις το καράβι με αξιοπρέπεια, κρατώντας ανοιχτό το παράθυρο στο μέλλον.

Είναι λοιπόν προφανές, ότι η ανανέωση της εντολής στη σημερινή δημοτική παράταξη, στοχεύει πολύ μακρύτερα από τη «μάχη της Αθήνας» παρόλο που η μάχη αυτή θα πρέπει έτσι κι αλιώς να κερδηθεί ώστε να μη χαθεί ότι με δυσκολία οικοδομήθηκε μέσα μάλιστα στις δυσμενέστερες των συνθηκών για την οικονομία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο απώτερος στόχος είναι να αναδειχθεί η πόλη και η διοίκησή της σε ένα παράδειγμα για τον μετασχηματισμό του κράτους (και του πολιτεύματος) με όρους βιωσιμότητας. Αυτό σημαίνει ισοσκελισμένος προϋπολογισμός, έξοδα με ανταποδοτικό χαρακτήρα, αξιοκρατική διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, αντίσταση στις τοξικές συντεχνίες, δημιουργία πόλων τοπικής ανάπτυξης, διεύρυνση της συμμετοχής των δημοτών στα ζητήματα της πόλης (και όχι απλώς μοίρασμα προνομίων). Βιωσιμότητα σημαίνει ακόμη επένδυση του όποιου πλεονάσματος σε θέματα που αφήνει απέξω η αγορά, όπως είναι η αισθητική της πόλης, το αστικό τοπίο και ο εκδημοκρατισμός του χώρου, αλλά και η θεώρηση του περιβάλλοντος με όρους που να πηγαίνουν πέρα από τη συγκυρία του παρόντος (αυτό που λέμε παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές). Η βιωσιμότητα δεν αφήνει έξω ούτε την επιχειρηματικότητα, ούτε βέβαια την απασχόληση. Ακόμη κι αν ο δήμος δεν είναι η μόνη πλατφόρμα για την μετάβαση στην μετά την κρίση εποχή, η δημιουργία των προϋποθέσεων για τη νέα οικονομία (ασφάλεια, ελκυστικότητα, υποδομές) πρέπει να είναι μέρος της στρατηγικής που οφείλει να περιλαμβάνεται σ’ένα ολοκληρωμένο σχέδιο.

Με μια περίεργη έννοια, πολλά από τα παραπάνω, τέθηκαν επί της εποχής των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε από τότε να έχει υλοποιηθεί αφού τα χρήματα υπήρχαν (είκοσι τόσα δισεκατομύρια μας στοίχισαν) κι αφού η διεθνής εμπειρία ήταν παρούσα με τις καλές και τις κακές της παραστάσεις. Όμως η επιλογή του κράτους αντί της αυτοδιοίκησης στη διαχείριση του πρότζεκτ, ενώ με όρους αποτελεσματικότητας φάνταζε ρεαλιστική, δεν οφέλησε κανέναν. Γιατί ούτε το κράτος απεδείχθη ικανό, ούτε οικονομίες κλίμακας προέκυψαν, ούτε βέβαια τα έργα κατασκευάστηκαν με μια κάποια προοπτική. Ήταν η συνταγή της μιας χρήσης. Από την άλλη μεριά, η τότε δημοτική αρχή ως η πανταχού απούσα – ο τότε δήμαρχος απέφευγε επιμελώς να λασπώσει τα παπούτσια του – δεν κέρδισε το παραμικρό ούτε ως εμπειρία ούτε ως κληρονομιά. Έμειναν οι σημαίες και τα θεάματα. Όμως κι αυτά σε λίγα χρόνια δεν θα τα θυμάται κανείς. Η αρχαία Αθήνα έγινε γνωστή και διατήρησε τη φήμη της για χιλιάδες χρόνια, για τον πολιτισμό της, το πολίτευμα και τα μοναδικά μνημεία. Η νέα πρωτεύουσα, οφείλει να βρει την ταυτότητά της και έναν προορισμό. Με τον Καμίνη; Ίσως. Όχι πάντως χωρίς εμάς.