Είναι πλέον φαεινότερο του ηλίου, ότι η δημοκρατικός σοσιαλισμός κοιλοπονάει εδώ αλλά και διεθνώς. Που θα καταλήξουν οι πόνοι του, είναι μάλλον δύσκολο να προβλέψει κανείς. Πάντως ένα είναι βέβαιο. Ο τοκετός θα είναι δύσκολος τόσο για την μάνα όσο και για το παιδί. Ας δούμε το γιατί και ας προσπαθήσουμε στο τέλος να κάνουμε μιαν εύλογη πρόγνωση.
Ο σοσιαλισμός υπήρξε το οικουμενικότερο όραμα για έναν κόσμο ανθρώπινης ευτυχίας μετά το όραμα της αστικής δημοκρατίας που κυοφόρησε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός με την Γαλλική επανάσταση. Πολύ σύντομα έγινε ισχυρό πολιτικό εργαλείο για την αντιμετώπιση του αρχέγονου καπιταλισμού ο οποίος, ενώ απελευθέρωσε τεράστιες ανθρώπινες και τεχνολογικές δυνάμεις, είχε υποδουλώσει ταυτόχρονα το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας σε ζωή σκλάβου για την συντήρηση και επέκτασή του. Η βιομηχανική επανάσταση στηρίχθηκε σε μια εργασιακή σκλαβιά την ίδια στιγμή που δυνητικά διεύρυνε επαναστατικά τις υλικές δυνατότητες ανθρώπινης ευτυχίας και ευζωίας. Η υπόσχεση μιας πιο ανθρώπινης διανομής του κοινωνικού προϊόντος θέρμανε τις καρδιές εκατομμυρίων σκληρά εργαζομένων και ενέπνευσε διανοούμενους για να στηρίξουν ένα αντίστοιχο όραμα με ισχυρά επιχειρήματα και με μία απόπειρα επιστημονικής πρόγνωσης μιας ευνοϊκής γιαυτούς νομοτέλειας της Ιστορίας.
Σχετικά νωρίς φάνηκε η αντίφαση του νομοτελειακού σοσιαλιστικού οράματος (μαρξισμός) με το πανανθρώπινο αίτημα της ελευθεριακής χειραφέτησης. Την αντινομία αυτή ήλθε να αντιμετωπίσει η δημοκρατική εκδοχή του σοσιαλισμού που άρχισε να αναδύεται στα τέλη του 19ου Αιώνα στην Ευρώπη και την Βρετανία και ωρίμασε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η σοσιαλδημοκρατία άδραξε την πολιτική ευκαιρία σε πλείστες χώρες για να εφαρμόσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα με πραγματισμό. Τότε πια είχε εγκαταλείψει το πρόταγμα της αλλαγής σχέσεων ιδιοκτησίας και έριξε όλη την έμφαση στην εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών που καθιστούσαν πιο ανθρώπινο τον καπιταλισμό. Φιλοσοφικά ή εγκατάλειψη του στόχου της αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας έγινε εν ονόματι της ελευθερίας του ανθρώπου και του πολίτη. Πολιτικά προς την ίδια κατεύθυνση συνέτεινε η πραγματιστική παρατήρηση ότι το ανθρώπινο κόστος της ανατροπής θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από την κάμψη της καπιταλιστικής αδιαλλαξίας με πολιτική πίεση που ευνοούσε η δημοκρατία. Η σοφία του υπολογισμού αυτού αποδείχτηκε περίτρανα από την περιπέτεια των δύο εκδοχών του υπαρκτού σοσιαλισμού, του Λενινιστικού/ Σταλινικού και του Μαοϊκού.
Τρείς υπήρξαν οι στόχοι της σοσιαλδημοκρατίας: Πρώτο, να διασφαλίσει συνθήκες εργασίες συμβατές με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό της ολοκληρωμένης προσωπικότητας των εργαζομένων. Η έμφαση δόθηκε στις εύλογες αμοιβές, τις ώρες εργασίας, την υγιεινή της εργασίας, την ισότητα των αμοιβών και την διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου με μέτρα υποστήριξης της χρήσης του για τις ανάγκες μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας και των προϋποθέσεών της. Δεύτερο, να περιορίσει αποφασιστικά την αγωνία για το μέλλον του εργαζομένου διασφαλίζοντας τον με συνταξιοδοτικά προγράμματα και μέτρα προστασίας της υγείας του καθώς και στήριξής του σε περίπτωση ανημποριάς. Τρίτο, να μετριάσει τις κοινωνικές ανισότητες στην πρόσβαση βασικών δημόσιων υπηρεσιών και να απαλύνει τις ψυχολογικές επιπτώσεις των κοινωνικών ανισοτήτων. Για να το πετύχει αυτό χρειάστηκε να αποεμπορευματοποιήσει μεγάλους τομείς της αγοράς υπηρεσιών, όπως η υγεία και η εκπαίδευση . Ο οικονομικός εξισωτισμός, με όριο την διατήρηση του δημιουργικού ανταγωνισμού και της αξιοκρατίας, υπήρξε βασικός πυλώνας του σοσιαλδημοκρατικού οικοδομήματος ιδίως μετά την ανεπιφύλακτη αναγνώριση του άρρηκτου δεσμού της ελεύθερης οικονομίας με την δημοκρατία.
Η εφαρμογή του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος δεν έγινε χωρίς τριβές και συγκρούσεις. Τελικά, όμως, η προτεραιότητα και σημασία της κοινωνικής ειρήνης νίκησε τις όποιες αντιδράσεις των συντηρητικών δυνάμεων του καπιταλισμού και κατοχύρωσε τις σοσιαλδημοκρατικές κατακτήσεις σε όλο τον Δυτικό κόσμο. Αυτή υπήρξε και η «μαλακή ισχύς» της σοσιαλδημοκρατίας που έκανε ακόμη και τους αντιπάλους της να διατηρήσουν μεγάλο μέρος των κοινωνικών κατακτήσεων όταν έρχονταν εκείνοι στην εξουσία. Ο εξανθρωπισμός του καπιταλισμού μπορεί να χρειάστηκε πάνω από ένα αιώνα για να επιτευχθεί, στο μέτρο που επιτεύχθηκε, αλλά η αλήθεια παραμένει ότι η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να καυχηθεί ότι τον πέτυχε σε μεγάλο βαθμό με τα δικά της στρατηγήματα.
Εδώ και είκοσι χρόνια περίπου, εν τούτοις, ζούμε την αναστροφή βασικών παραμέτρων της σοσιαλδημοκρατικής επιτυχίας στη Δύση. Εν ονόματι του διεθνούς ανταγωνισμού και μάλιστα στην παγκοσμιοποιημένη εκδοχή του, τα εθνικά κράτη και οι υπερεθνικοί οργανισμοί (π.χ. ΕΕ) αναγκάζονται να εφαρμόσουν μέτρα περιστολής των κατακτήσεων και κυρίως της δυναμικής των σοσιαλδημοκρατικών κατακτήσεων. Πρόκειται για την διαβόητη πλέον πολιτική λιτότητας. Στην πρώτη φάση αυτή η αναστροφή εμφανίστηκε ως έκτακτη και προσωρινή αντίδραση σε απειλές που προέκυπταν από τον διεθνή ανταγωνισμό. Τώρα πλέον η νέα αυτή πολιτική λιτότητας, όπως ονομάζεται ευφημηστικά, φαίνεται να έχει τουλάχιστο μεσοπρόθεσμες αν όχι και μακροπρόθεσμες αξιώσεις. Το κοινωνικό κράτος περιορίζεται, οι αμοιβές ως μέρος του κοινωνικού προϊόντος καθηλώνονται και σε πολλές περιπτώσεις μειώνονται και η ανισότητα διευρύνεται με θεαματικούς ρυθμούς. Τον ρόλο διασώστη της εθνικής οικονομίας έχουν αναλάβει οι συντηρητικές δυνάμεις ενώ η Σοσιαλδημοκρατία στέκεται αμήχανη επειδή δεν μπορεί να διαμορφώσει εναλλακτική πρόταση σωτηρίας. Η αμηχανία παίρνει συχνά την μορφή απρόθυμης συναίνεσης σε «συντηρητικές» πολιτικές και έτσι, στη κοινωνίας αρχίζει να θολώνει το τοπίο και να γίνεται δυσδιάκριτη η διαφορά μεταξύ συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών. Το πολιτικό κενό που δημιουργείται με αυτό τον τρόπο έρχεται να καλύψει ένα μείγμα εθνικολαϊκιστικών κινημάτων που ανοήτως προβάλλουν την εθνική περιχαράκωση ως αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση των αδυναμιών της παγκοσμιοποίησης. Η κατάσταση θυμίζει αρκετά την εποχή των corn laws που προηγήθηκε της βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης. Μόνο που στην περίπτωσή μας, η βιομηχανική επανάσταση δεν συμβαίνει στην Ευρώπη αλλά στην Κίνα, τις Ινδίες και σε άλλες αναδυόμενες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ! Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί για την κατανόηση του σοσιαλδημοκρατικού συγκυριακού αδιεξόδου. Ας δούμε πως ξεκλειδώνει την εικόνα.
Η κοσμογονική αλλαγή στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού συνοψίζεται ακριβώς στο φαινόμενο, ότι η νέα βιομηχανική επανάσταση γίνεται πάλι σε περιοχές με χαμηλή αμοιβή εργασίας. Ταυτόχρονα, η ίδια η τεχνολογία, ως προϋπόθεση της όποιας βιομηχανικής επανάστασης έχει αλλάξει χαρακτήρα και δεν μπορεί να μείνει υπό τον έλεγχο της Δύσης όπως ήταν μέχρι πρότινος. Το σχήμα Κέντρο/Περιφέρεια έχει περίπου ανατραπεί, αφού οι μεγάλες χώρες της περιφέρειας διεκδικούν επιτυχώς συνεχώς και μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αποταμίευσης (και του πλεονάσματος) για την δική τους ανάπτυξη και τον ταχύτατο εκσυγχρονισμό τους. Οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο μπλοκ του σύγχρονου καπιταλισμού έχουν τώρα αναστραφεί: Η Ανατολή υπόσχεται στους λαούς της συνεχή βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασής τους, βασισμένη στην σημερινή κατάσταση του χαμηλού κόστους εργασίας, ενώ η Δύση πιέζει τους δικούς της λαούς να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους στο πεδίο αυτό για να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των πρώην αποικιών τους και να διατηρήσουν μέρος μόνο των κεκτημένων τους. Ο Κινέζος και ο Ινδός βλέπει την μοίρα του να βελτιώνεται μέρα με την μέρα, και ο Ευρωπαίος βλέπει τις κατακτήσεις του να θυσιάζονται εν ονόματι ενός μέλλοντος που στηρίζεται στην προοπτική του χαμηλού άμεσου και έμμεσου εργατικού κόστους. Μακροπρόθεσμα, βέβαια, θα έλθει μια μέρα που το εργατικό κόστος της Ανατολής θα εξισωθεί με εκείνο της Δύσεις και τότε θα αλλάξουν πάλι οι όροι ανταγωνισμοί. Αλλά αυτό θα γίνει τόσο μακροπρόθεσμα ώστε η πρόγνωση να μη έχει καμία σχεδόν πολιτική αξία. Γιατί, όπως έλεγε ο θυμόσοφος Κέυνς, μακροπρόθεσμα, όλοι μας θα έχουμε πεθάνει. Αντίθετα η πολιτική στην δημοκρατία λειτουργεί με εξαιρετικά βραχυπρόθεσμα βήματα ακόμη και όταν οι σχεδιαστές της και οι ελίτ προσβλέπουν σε μακροπρόθεσμους στόχους.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν δείχνει, επί του παρόντος, να έχει καταλάβει καλά τις αλλαγές των συνθηκών, ίσως και να μη θέλει να τις παραδεχτεί καν επειδή την βγάζουν από τα όρια των ιστορικών προσλαμβανουσών παραστάσεών της. Γιαυτό παραμένει αμήχανη μπροστά στα νέα καθήκοντα που της θέτει η σύγχρονη πραγματικότητα. Κοιλοπονάει, αλλά δεν ξέρει καν αν κυοφορεί ζωντανό παιδί ή απλώς φουσκώνει με αέρα. Και εδώ που τα λέμε, η εξίσωση που έχει μπροστά της να λύσει κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Έχει μπροστά της πρόβλημα που ίσως μόνο με υπέρβαση σε νέο μαθηματικό μοντέλο μπορεί να λύσει. Δηλαδή;
Λογικά, περιμένει κανείς από την σοσιαλδημοκρατία κατ’ αρχήν να υποστηρίξει τα κεκτημένα της. Μπορεί, όμως, να το κάνει αυτό με ρεαλισμό; Όταν ο ανταγωνισμός γίνεται σε επίπεδο κόστους εργασίας (η κοινωνική πολιτική είναι κομμάτι του έμμεσου κόστους εργασίας) πώς μπορεί μια χώρα ή ένας συνασπισμός χωρών να αντιδράσει χωρίς απώλειες στο πεδίο των συναλλαγών που αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει με την σειρά του το επίπεδο της παραγωγής και διανομής; Μέχρι πρότινος η Δύση αντιδρούσε επιθετικά με την υπεροπλία της τεχνολογίας και της επιχειρηματικής οργανωτικότητάς της. Καλλίτερα οργανωμένη παραγωγή και παροχή υπηρεσιών με αποτελεσματικότερη τεχνολογία, αντιστάθμιζε την διαφορά εργασιακού κόστους, τουλάχιστο σε μια ευρεία γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών. Τα εργαλεία αυτά, όμως, απέκτησαν πλέον και χρησιμοποιούν εξαιρετικά οι αναδυόμενοι οικονομικοί γίγαντες της Ανατολής. Η τεχνολογική υπεροχή της Δύσης είναι ήδη οριακή και τείνει να εξαφανιστεί, ενώ η επιχειρησιακή οργάνωση βρήκε άριστους μιμητές στην Ανατολή σε όλα τα επίπεδα. Εκεί που προηγείται σημαντικά ακόμη η Δύση είναι στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του πολίτη που μεταφράζεται στα οικονομικά της ευημερίας σε αθέατη πρόσθετη παροχή κοινωνικού αγαθού και επηρεάζει ευνοϊκά το εργασιακό κόστος (ανεβάζοντας τις αθέατες προσόδους με την μορφή windfall profits). ‘Όμως, επί του παρόντος τουλάχιστο, και σε αυτό ακόμη το πεδίο η Ανατολή έχει βρει το αντιστάθμισμα: Είναι η καθησυχαστική ευνοϊκή προσδοκία που αποκομίζουν εκεί οι εργαζόμενοι από την απτή διαπίστωση ότι μέρα με την μέρα βελτιώνεται το πραγματικό βιοτικό τους επίπεδο. Αντίθετα, στη Δύση, όπως είδαμε παραπάνω, αυτές οι προσδοκίες είναι αρνητικές καθώς αυξάνει το ποσοστό των περιθωριοποιουμένων πολιτών μαζί με τις απαισιόδοξες προοπτικές ως προς τις πραγματικές αποδοχές και τις κοινωνικές υπηρεσίες για το μέλλον. Ο Ανατολικός καπιταλισμός γίνεται συνεχώς και πιο ανθρώπινος, την ίδια στιγμή που ο Δυτικός ανθρώπινος καπιταλισμός χάνει συνεχώς και περισσότερο από την ανθρωπιά του. Μέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό χάνεται βαθμηδόν και η αξιοπιστία της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ στο πεδίο των ελευθεριών κερδίζουν οι προτιμήσεις προς τον αυταρχισμό και την εσωστρέφεια, με μια εσφαλμένη ερμηνεία των παραγόντων της επιτυχίας της Ανατολής.
Λοιπόν; Δεν υπάρχει μέλλον για την σοσιαλδημοκρατία; Η απάντηση είναι αισιόδοξη. Παρόλα αυτά, υπάρχει μέλλον και μάλλον λαμπρό, αρκεί οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κινήσεων να διακρίνουν καθαρά και ανεπιφύλακτα το πεδίο όπου τις συμφέρει να δώσουν την μάχη. Αυτό το πεδίο, στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο που διανύουμε, είναι οι χρηματοπιστωτικές αγορές ιδίως στην παγκοσμιοποιημένη έκφρασή τους. Ας δούμε γιατί. Εκεί εξ άλλου θα σφυρηλατηθεί και ο νέος διεθνισμός που πάντα αποτελεί αναγκαίο συστατικό του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Όπως σωστά είχε προβλέψει ο Μαρξ, το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να διατηρήσει την αυτονομία του γίνεται συνεχώς και πιο αφηρημένο και έτσι διολισθαίνει από τον όποιο κοινωνικό έλεγχο για να κρατήσει ψηλά την κερδοφορία του. Η καταλληλότερη μορφή σε μια τέτοια προσπάθεια είναι η μετατροπή του σε χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Στις μέρες μας, συνεχώς και μεγαλύτερα ποσοστά του πλεονάσματος μετασχηματίζονται στην άυλη μορφή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, διεθνοποιούνται με την βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογία και ξεφεύγουν από τα δίχτυα των εθνικών και ελάχιστων υπερεθνικών ρυθμιστικών αρχών. Εκεί οι διαχειριστές του βρίσκουν τον παράδεισο της κερδοφορίας και των αστρονομικών αμοιβών. Η κοινωνία χάνει συνεχώς κομμάτι της εξουσίας της σε ότι αφορά την διαχείριση του πλεονάσματος και οι δημόσιες αρχές αδυνατούν να εντάξουν τεράστια ποσοστά του στη διαχείριση των πολιτικών τους (κοινωνικών και αναπτυξιακών). Οι επενδύσεις κατευθύνονται εκεί όπου η κερδοφορία είναι ακόμη υψηλή, δηλαδή στην Ανατολή, ενώ η Δύση απλώς διευρύνει τα χρέη της. Το κοινωνικό πλεόνασμα, όμως, είναι η βασική πηγή χρηματοδότησης των κοινωνικών πολιτικών. Όσο το κράτος χάνει τον έλεγχο αυτής της οικονομικής πηγής, τόσο συρρικνώνεται η δυνατότητά του να ασκήσει κοινωνική και αναδιανεμητική πολιτική. Μπορεί αυτό να μη ενδιαφέρει τόσο τους συντηρητικούς που στο μυαλό τους έχουν φιξαρισμένη την βαθειά πίστη τους στους αυτοματισμούς της ελεύθερης αγοράς, αλλά το θέμα πονάει τους σοσιαλδημοκράτες. Χωρίς οικονομικά εργαλεία, η σοσιαλδημοκρατία εκφυλίζεται σε ουτοπία. Κατά λογική συνέπεια, ο σύγχρονος στόχος της σοσιαλδημοκρατίας είναι να τεθεί υπό έλεγχο η παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά, ώστε οι κυβερνήσεις να μπορούν να διοχετεύσουν μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος σε δαπάνες υψηλής κοινωνικής σκοπιμότητας. Στην προσπάθειά τους αυτή οι σοσιαλδημοκράτες θα βρουν καλούς συμμάχους στο πρόσωπο των Κευνσιανών και δια μέσου αυτών σε σημαντικούς κύκλους των φιλελευθέρων που δείχνουν να μην έχουν χάσει το ενδιαφέρον τους για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.
Τα καλά νέα είναι, ότι με τον καθένα να έχει τους δικούς του λόγους, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις ιδίως των G20 δείχνουν ενδιαφέρον για το θέμα του ελέγχου των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Επομένως, η σοσιαλδημοκράτες, επιδιώκοντας τη δική τους πολιτική ατζέντα, δεν θα είναι χωρίς συμμάχους ούτε εκτός διεθνών συμφραζομένων, σε μια πιο οργανωμένη προσπάθεια επίσπευσης των διαφαινομένων εξελίξεων. Για μια ακόμη φορά η σοσιαλδημοκρατική ατζέντα μπορεί ν’ αποδειχτεί πιο πραγματιστική από τα ακραία μαρξοειδή «κινήματα» και τον εθνικολαϊκιστικό μηδενισμό (την αριστερά του τίποτα). Ευτυχώς υπάρχουν ελπίδες οι κοιλόπονοι να αποδώσουν αγλαό καρπό. Αρκεί οι φορείς του δημοκρατικού σοσιαλισμού να αναπροσαρμόσουν εγκαίρως την ατζέντα και την στρατηγική τους. Να, λοιπόν, που υπάρχει ελπίδα.