Οι ιδεολογίες είναι χρήσιμες μόνο ως ορισμοί προοπτικής. Αλλά είναι χρήσιμες έστω και γιαυτό. Οι ιδεολογίες σπάνια εξαερώνονται και πεθαίνουν. Κατά κανόνα εξελίσσονται και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του αντιπάλου τους, δηλαδή της τω όντι πραγματικότητας, με την οποία συνδιαλέγονται αναγκαστικά. Πολιτική χωρίς ιδεολογία συνιστά εξαπάτηση των πολιτών αφού έτσι τους κρύβεται ο ορίζοντας των πολιτικών επιλογών που τους προσφέρονται. Σε αυτό, άλλωστε, διαφέρει η πολιτική από την διακυβέρνηση των επιχειρήσεων. Στο οργανωμένο κράτος η «διακυβέρνηση» έχει νόημα ως τρόπος διαχείρισης των κρατικών υποθέσεων με γνώση και των αντίστοιχων πρακτικών της επιχειρηματικής διακυβέρνησης, αλλά όχι μόνο με βάση αυτές. Απαιτείται και η προοπτική του τελικού αποτελέσματος που δεν μπορεί να είναι άλλη παρά ένας ιδεολογικός στόχος. Η Σοσιαλδημοκρατία είναι ιδεολογία και όχι τεχνική διακυβέρνησης. Ως εκ τούτου, ισχύουν για αυτή τα όσα αφοριστικά αναφέρω στην εισαγωγική αυτή παράγραφο.
Με τα παραπάνω δεδομένα, παίρνω αφορμή από σχετικό κείμενο των ανασκοπήσεων του Δικτύου για να θέσω ευθέως το ερώτημα: Η ενωτική προσπάθεια που εξελίσσεται στον χώρο μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αξίζει ή όχι να έχει αναφορά στην Σοσιαλδημοκρατία;
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από την αρνητική θέση που εκφράζεται στο υπόψη κείμενο του Δικτύου. Το ερώτημα που θέτει η επισκόπηση του δικτύου είναι αν σήμερα υφίσταται σοσιαλδημοκρατία. Γράφει: «Αυτό που μας αφορά ως(…) ίδρυμα προοδευτικού προσανατολισμού, είναι αν και σε ποιο βαθμό αυτό που παραδοσιακά ορίζαμε ως «ευρωπαϊκός σοσιαλισμός» υφίσταται ή όχι.» Το ερώτημα μοιάζει εξ αρχής προκατειλημμένο: Γιατί να αφορά την «παραδοσιακή» και όχι την «σύγχρονη» η «μελλοντική» σοσιαλδημοκρατία; Όλες οι ιδεολογίες εξελίσσονται στον ιστορικό χρόνο και μερικές οδηγούνται στην εξαφάνιση ως αποτέλεσμα της εξέλιξής τους αυτής. Συμβαίνει κάτι τέτοιο με την σοσιαλδημοκρατία; Προφανώς όχι. Φως φανάρι: Υπάρχουν και σήμερα κόμματα που διακηρύττουν την σοσιαλδημοκρατική ατζέντα τους, υπάρχουν διανοούμενοι που αναφέρονται θετικά ή κριτικά σε αυτή, υπάρχουν οπαδοί που εκδηλώνουν με την ψήφο τους (με διακυμαινόμενους αριθμούς). Αυτό που προφανώς δεν υπάρχει είναι η «παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία». Γιατί, όμως, αυτό να μας εκπλήττει; Σάμπως υπάρχει ο παραδοσιακός φιλελευθερισμός; Μήπως υπάρχει ο παραδοσιακός ιστορικός υλισμός; Ή μήπως υπάρχει ο παραδοσιακός συντηρητισμός.
Σε όλες αυτές τις ιδεολογίες σήμερα αναφερόμαστε με τον επιθετικό προσδιορισμό «νέο-». Δεν είναι τυχαίο. Απλούστατα όλες οι ιδεολογίες που επιβιώνουν στις μέρες μας χρειάστηκε να προσαρμοστούν στις «νέες συνθήκες». Αυτό ακριβώς κάνει και η σοσιαλδημοκρατία σε αυτή τη φάση της, έστω και χωρίς ακόμη να έχει καταλήξει σε μια νέα διακριτή μορφή. Δεν είναι του θανατά επειδή βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο.
Επομένως, τουλάχιστο ένα μέρος των κομματικά «ανέστιων» πολιτών που ομολογούν πίστη στο «κέντρο» ενδέχεται να αποτελούν υποψήφιους για σοσιαλδημοκρατική διέγερση της πολιτικής τους συνείδησης. Αυτή η διέγερση καλό είναι να γίνει με όρους ιδεολογίας σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη πολιτική ατζέντα, αντί χαρίζονται σε ένα χαοτικό ιδεολογικό χώρο που, ναι μεν κατά καιρούς, πήρε το όνομα «κέντρο», αλλά ουδέποτε πύκνωσε ως μονοσήμαντο ιδεολογικό ρεύμα.
Οι σχηματισμοί του πολιτικού «κέντρου» ήταν ανέκαθεν σχηματισμοί πολλαπλών επί μέρους ιδεολογιών με πιο ισχυρή την σοσιαλδημοκρατική εκδοχή. (Βλ. Ένωση Κέντρου και την εξέλιξή της). Είναι λοιπόν σαφές ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν προσφέρεται για θάψιμο, αλλά μάλλον για μια προσεκτικότερη κριτική θεώρηση με σκοπό την προσαρμογή της στις νέες συνθήκες. Αυτό είναι το πρόβλημα για όσους δεν έχουν απορρίψει την αναγκαιότητα της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας.
Την αλλαγή των ιστορικών συνθηκών την δέχεται και η περί ου ο λόγος επισκόπηση. Γράφει: «Υπάρχουν τέσσερις μεγάλες αλλαγές – νέες προκλήσεις για την αριστερά, που έχουν ανατρέψει το παραδοσιακό μοντέλο της σοσιαλδημοκρατίας.» Όμως δεν αναλύει τους λόγους για τους οποίους αυτές οι «αλλαγές» καθιστούν περιττή την ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας. Ας δούμε, λοιπόν, αυτές τις μεγάλες αλλαγές που αποτελούν νέες προκλήσεις για την αριστερά, και ναι μεν έχουν ανατρέψει το παραδοσιακό μοντέλο της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας, αλλά όχι και την αναγκαιότητα της ύπαρξής της. Η σοσιαλδημοκρατία, τουλάχιστον ως μέρος της ευρύτερης αριστεράς εξακολουθεί να έχει λόγο για την απόκριση σε αυτές τις νέες προκλήσεις, όπως θα δούμε.
Γράφει η επισκόπηση: «Το πρώτο είναι η ραγδαία εξάπλωση της πολυπολιτισμικότητας. Η σοσιαλδημοκρατία αναπτύχθηκε και απέδωσε σε εθνοτικά και πολιτισμικά ομοιογενείς κοινωνίες, με συγκεκριμένες δυνατότητες προσαρμογής και κάλυψης αναγκών για τους «εκτός» του συστήματος παραγωγής και φορολόγησης, ακόμα και στις πιο επιτυχημένες εκδοχές της (Σκανδιναβικό μοντέλο)» Σωστή η διαπίστωση, αλλά γιατί κατ’ ανάγκη να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να δώσει απάντηση στο νέο ζήτημα που θέτει η πολυπολιτισμικότητα;
Η σοσιαλδημοκρατία είχε ανέκαθεν στα θεμέλιά της τις αξίες του διεθνισμού και κυρίως του οικουμενικού ανθρωπισμού. Γιατί, λοιπόν τώρα, δεν της ταιριάζει να εκφέρει άποψη για τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης με βάση αυτές τις αξίες της; Δεκτό ότι η νέα κατάσταση θέτει νέα καθήκοντα, αλλά αυθαίρετη άποψη είναι ότι αναιρεί την δυνατότητα της σοσιαλδημοκρατίας να φέρει σε πέρας αυτά τα νέα καθήκοντα.
«Η δεύτερη πρόκληση είναι το τέλος του φορντισμού» γράφει η Επισκόπηση. Στην ουσία αναφέρεται στην αλλαγή προτύπου της οργάνωσης της μαζικής εργασίας που τώρα χαρακτηρίζεται από την αποειδίκευση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού ώστε να ανταποκρίνεται καλλίτερα στις συνεχείς αλλαγές καθηκόντων που επιβάλλει η τεχνολογία και η τεχνική της οργάνωσης. Η αλλαγή των χαρακτηριστικών οργάνωσης της εργασίας και κατάρτισης των εργαζομένων προφανώς αλλάζει τις οδεύσεις προς την οργάνωση των εργαζομένων σε νέου τύπου συνδικάτων. Και λοιπόν; Τι εμποδίζει την Σοσιαλδημοκρατία να εκμεταλλευτεί την πολύχρονη εμπειρία της από την οργανική της σύνδεση με τα συνδικάτα, για να πρωτοπορήσει και αυτή τη φορά στον διεκδικητικό αλλά και δημιουργικό αγώνα των εργατικών ενώσεων; Αντίθετα, η μετάβαση στη νέα περίοδο της εργατικής οργάνωσης είναι πολύ πιο φυσιολογική για την έμπειρη Σοσιαλδημοκρατία παρά σε οποιοδήποτε «κεντρώο» σχήμα που η ιστορία του στο πεδίο αυτό μόνο με αμηχανία μπορεί να συνοψιστεί.
Και τώρα φτάνουμε στην μεγαλύτερη λογική αστοχία της ανάλυσης που επιχειρεί η επισκόπηση για να στηρίξει τη θέση της ότι δεν έχει θέση σήμερα η Σοσιαλδημοκρατία. «Η τρίτη πρόκληση είναι η δημογραφική αλλαγή» γράφει. Γιατί, λοιπόν, η δημογραφική αλλαγή που πράγματι σημαδεύει την σύγχρονη φυσιογνωμία της ανθρωπότητας παγκοσμίως είναι σημαντική ως υπόβαθρο άσκησης πολιτικής; Προφανώς επειδή ανατρέπει το παραμετρικό σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας. Περισσότεροι ηλικιωμένοι, ενδεχόμενη προέκταση του εργασιακού βίου, διευρυνόμενες ανάγκες υγείας για τον πληθυσμό, νέες πιέσεις στην δημοσιονομική διαχείριση και όχι μόνο. Μα αυτό το πεδίο είναι προνομιακός χώρος επίδειξης ικανότητας και ηγεσίας από την Σοσιαλδημοκρατία.
Αυτή είναι η πολιτική κίνηση που παρέλαβε μιαν ανθρωπότητα όπου η φιλανθρωπία αποτελούσε το κύριο εργαλείο αντιμετώπισης της φτώχιας και της ασθένειας και παρέδωσε μια κοινωνία με δυναμικά οργανωμένη κοινωνική πολιτική. Τώρα μπορεί να χτίσει πάνω και σε προέκταση της επιτυχίας της την νέα κοινωνική πολιτική που υπαγορεύει το νέο δημογραφικό προφίλ της ανθρωπότητας. Τώρα, λοιπόν, βρίσκουν οι περίεργοι «εχθροί» της Σοσιαλδημοκρατίας να ζητήσουν να παραμερίσει αυτή από το ιδεολογικό και πολιτικό προσκήνιο για να δώσει τη θέση της επί του προκειμένου σε ένα θολό «κεντρώο» σχήμα που ιστορικά μόνο ως κολαούζος της σοσιαλδημοκρατίας έκανε καριέρα; Τουλάχιστον ατυχής η εκστρατεία.
Και έτσι φτάνουμε στην τέταρτη πρόκληση που κατά τους συγγραφείς της επισκόπησης αδυνατεί να αντιμετωπίσει η Σοσιαλδημοκρατία. «Η τέταρτη πρόκληση – αλλαγή είναι η πλήρης απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών, το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, είτε ως χρηματιστηριακό προϊόν, είτε ως επενδυτικός μοχλός στην πραγματική οικονομία, μέσα και από την ανεμπόδιστη διάχυση της τεχνολογίας αιχμής σε όλο τον πλανήτη», σημειώνεται με διαγνωστική ευστοχία σε ότι αφορά τις ιστορικές εξελίξεις. Γιατί, όμως, η Σοσιαλδημοκρατία δεν δικαιούται να έχει τον δικό της λόγο για το φαινόμενο; Να θυμίσουμε, λοιπόν, ότι η Σοσιαλδημοκρατία μπορεί – και ορθώς- να απομακρύνθηκε από το μαρξικό δόγμα, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκε την πίστης της στην ανάγκη βαθιών αλλαγών στη δομή και λειτουργία του παραγωγικού συστήματος. Μήτε αρνήθηκε την θέση ότι σημαντικές ανθρώπινες αξίες συγκρούονται με την τυφλή εμπιστοσύνη στο οικονομικό σύστημα της αγοράς. Αντίθετα, η μακρόχρονη εμπειρία της σε παρεμβατικές πολιτικές που σε ορισμένες περιπτώσεις έφθασαν μέχρι την άρνηση της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς σε ό,τι ο οικουμενικός ανθρωπισμός τοποθετεί εκτός χρηματικής συναλλαγής.
Σήμερα, η ρύθμιση της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς αποτελεί στόχο ισοδύναμο με αναίρεση του επικρατούντος μοντέλου ιδιοκτησίας και διαχείρισης των μέσων παραγωγής. Η αναγωγή του κέρδους σε αποκλειστικό κριτήριο αποτελεσματικότητας της οικονομικής δραστηριότητας, ειδικά στον τομέα που δικαίως ονομάστηκε «οικονομία-καζίνο» έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με θεμελιώδες αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας. Επομένως, κατά λογική αναγκαιότητα, την φέρνουν αντιμέτωπη με το καθήκον να εκφέρει πολιτικό λόγο στο πεδίο αυτό. Και πρέπει να εκφέρει. Που στηρίζεται, λοιπόν, ο a priori αφοριστικός αποκλεισμός της από την πολιτικής κονίστρα; Το παράλογο του πράγματος είναι προφανές.
Ας συνοψίσουμε, λοιπόν: Η αφοριστική κριτική απέναντι στην προσπάθεια συγκρότησης ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα συγκεντρώσει το μεταρρυθμιστικό και φιλοευρωπαϊκό πολιτικό δυναμικό που φαίνεται να υπάρχει ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στέρεες βάσεις. Θα έλεγα ότι δεν έχει καμία βάση. Βάσεις εδραίες όμως έχει η απαίτηση συγκρότησης αυτού του χώρου για να εκφράσει ό,τι νεωτερικότερο θέλει προκύψει από την τρέχουσα περιδίνηση όπου έχουν μπει τα πολιτικά συστήματα της Δύσης. Και ανάμεσα σε αυτά κατ’ εξοχήν το δικό μας πολιτικό σύστημα. Αν χρειάζεται ένας έντονος κριτικός λόγος επ’ αυτού θα ήταν η θεμελίωση της απαίτησης να προχωρήσουν τα πράγματα κατά το δυνατόν ταχύτερα προς αυτή την κατεύθυνση και όχι να αποθαρρυνθούν οι τρέχουσες προς τούτο προσπάθειες.
Δημοσιεύεται και στο e-kyklos