Γιατί η σοσιαλδημοκρατία αλληθωρίζει προς τον νεοφιλελευθερισμό;

Κώστας Σοφούλης 20 Ιαν 2014

Τα τελευταία χρόνια, όλο ένα και συχνότερα, η αριστερή κριτική κατακεραυνώνει την σοσιαλδημοκρατία ότι αλληθωρίζει προς τον νεοφιλελευθερισμό. Μερικές φορές η κατηγορία φτάνει μέχρι που να την ταυτίζει με τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι άραγε δίκαιη η κριτική, και αν ναι, τότε γιατί συμβαίνει αυτό; Αλληθωρίζει πράγματι η σοσιαλδημοκρατία προς τον νεοφιλελευθερισμό και γιατί; Το ερώτημα έχει μια πρόχειρη, φαινομενική, απάντηση και μια βαθύτερη. Ας τις διερευνήσουμε, συνδέοντας συνειρμικά τα όσα θα υποστηρίξω με την αντίστοιχη προβληματική που ασφαλώς αναπτύσσεται σε σχέση με την προοπτική της σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας στη χώρα μας.

Η επιπόλαιη, φαινομενική, απόδειξη του αλληθωρισμού είναι απλή: Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνεργάζονται πλέον σχεδόν κατά κανόνα με κόμματα του νεοφιλελεύθερου τόξου. Η συνεργασία τους στηρίζεται προφανώς σε συμφωνία επί πολλών και κρίσιμων σημείων και πολιτικών. Άρα η σοσιαλδημοκρατία προσχωρεί κατά ανάλογο τρόπο στην ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Η θέση αυτή αφήνει αναπάντητη την αντίστροφη ερώτηση: Και γιατί, στην περίπτωση αυτών των συνεργασιών, να μην είναι οι νεοφιλελεύθεροι που προσχωρούν στην ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας; Είναι προφανές ότι τέτοιες επιπόλαιες ερμηνείες και θέσεις δεν μπορεί να διεκδικήσουν σοβαρότητα. Γιαυτό και προχωρούμε αμέσως σε μια βαθύτερη ανάλυση του ζητήματος.

Ας δούμε πρώτα τις ασφαλείς διαφορές ανάμεσα στη θεωρία του νεοφιλελευθερισμού και στην αντίστοιχη του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Οι νεοφιλελεύθεροι πιστεύουν στη δύναμη της αγοράς και εμπιστεύονται (όσο εμπιστεύονται, θεωρητικά τουλάχιστο) στους κανόνες της την λύση κάθε κοινωνικού προβλήματος. Όχι μόνο των οικονομικών. Στη βάση του δόγματός τους βρίσκεται η παραδοχή ότι όπου υπάρχει στενότητα πόρων, μία είναι η λύση: να αφήσουμε να δημιουργηθεί αντίστοιχη αγορά και να την αφήσουμε να κάνει απερίσπαστη τις κατανομές που απαιτούνται. Η μόνη φροντίδα του Κράτους θα πρέπει να είναι να εποπτεύει ώστε να μη αναπτυχθούν στρεβλώσεις του μηχανισμού της αγοράς. Αυτό ισχύει από την συμβατική αγορά αγαθών και υπηρεσιών μέχρι και την «αγορά εξουσίας», δηλαδή την πολιτική. Τα πάντα είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης. Στο «ηθικό» πεδίου του πολιτικού προβληματισμού, οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέτουν καν ζήτημα κοινωνικής ανισότητας αλλά απλώς ζήτημα ίσων ευκαιριών. Αυτές διασφαλίζουν, δια μέσου της αγοράς, την «άριστη ανταμοιβή» των συντελεστών της παραγωγής που επιτυγχάνεται στο σημείο όπου μεγιστοποιείται η αποτελεσματικότητα της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης και της αγοράς εργασίας. Το «άριστο/optimum» αυτό σημείο συνεπάγεται αναπόφευκτα μια θεμιτή ανισότητα που είναι εγγενής στα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε συντελεστή της παραγωγής. Δεν είμαστε όλοι ίδιοι και επομένως δεν δικαιούμαστε εξ ορισμού ίση ανταμοιβή. Ειδικά για την εργασία, το όπτιμουμ αυτό είναι η «αποτελεσματική /δίκαιη» αμοιβή της εργασίας που είναι αντίστοιχη προς την αξία του οριακού προϊόντος της.

Διαμετρικά αντίθετη είναι η δογματική ατζέντα του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Στον πυρήνα του σοσιαλιστικού δόγματος βρίσκεται αφενός η παραδοχή ότι δεν μπορεί όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης κατάστασης να στριμωχθούν στον μηχανισμό οικονομικής αποτίμησης προσφοράς/ζήτησης και αφετέρου η παραδοχή, ότι στην ηθική του ανθρώπινου βίου υπάρχει πάντα το στοιχείο της κοινωνικής αλληλεγγύης που υπερβαίνει την λογιστική προσφοράς/ζήτησης και υπακούει σε χειρισμούς ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Λογικό πόρισμα των αξιωμάτων αυτών είναι ότι σε μια κοινωνία, για να μεγιστοποιηθεί η ευτυχία της και να διασφαλιστεί η συνοχή της, είναι απαραίτητο να διασφαλίζεται τουλάχιστο μερική ισότητα στην διανομή του κοινωνικού προϊόντος και πλήρης ισότητα στην κατανομή των εκτός συναλλαγής αγαθών και υπηρεσιών που συνδέονται άμεσα με το δικαίωμα της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Υπό την έννοια αυτή, για την σοσιαλδημοκρατία τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη δεν σταματούν στην νομική προστασία τους αλλά επεκτείνονται στην πρακτική υποστήριξή τους με την χρήση δημόσιων πόρων. Στα πλαίσια αυτού του λογικού σχήματος, ο ρόλος του Κράτους δεν είναι απλός ρυθμιστικός της αγοράς ώστε να διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων προσφοράς και ζήτησης, αλλά είναι ταυτόχρονα και συμπληρωματικός ώστε να αντλεί πόρους από την αγοραία οικονομία και να τους αναδιανέμει για την επίτευξη των στόχων της κοινωνικής αλληλεγγύης και του γενικού «ευ ζην». Αντίστοιχος είναι ο ρόλος του Κράτους και στον θεσμικό τομέα, όπου οφείλει να συμπληρώνει τους θεσμούς της αγοράς με ποικιλία άλλων θεσμών παραγωγής και συναλλαγής, ή ακόμη και κοινωνικής αλληλεγγύης, που είναι απαραίτητοι για να διασφαλίσουν την ηθική αυτονομία όσων από τους πολίτες έχουν ευρύτερες αναζητήσεις. Υπό την έννοια αυτή, η ανάπτυξη συνεταιριστικού κινήματος, για παράδειγμα, καθώς και κινήματος (εθελοντικής) κοινωνικής εργασίας είναι στοιχεία μιας προοδευτικής σοσιαλιστικής διακυβέρνησης, όχι μόνο επειδή έχουν ρόλο να παίξουν στην παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και επειδή δίνουν την ευκαιρία σε άτομα με οξυμένη την ευαισθησία τους απέναντι στους μηχανισμούς αλλοτρίωσης της ζωής και της εργασίας τους και αναζητούν μια «κοινοτική» προοδευτική λύση μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Κάτι που πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα για την χώρα μας, είναι ότι σε χώρες με μικρές ιδιοκτησίες, η συγκεντροποίηση δεν αποτελεί μοναδική λύση στο πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Υπάρχει και η συνεταιριστική συνεργασία που όχι μόνο μπορεί να αύξηση την ανταγωνιστικότητα των ατόμων με μικρή ιδιοκτησία πόρων, αλλά τους εντάσσει ταυτόχρονα στην κοινωνία από προνομιακή θέση έναντι του ζητήματος της αλλοτρίωσης. Ένας σοσιαλδημοκράτης δεν πρέπει ποτέ να υποτιμά την ζήτημα αυτό, γιατί αντίθετα πέφτει στην παγίδα μιας διολίσθησης πράγματι προς τον αγοραίο φιλελευθερισμό και χάνει το ιδεολογικό στίγμα του.

Αφού είναι τόσο διακριτή η ιδεολογική θέση των δύο πλευρών, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αλληθωρίσει, δηλαδή να μιμηθεί, τον νεοφιλελευθερισμό; Κατά πρώτο, ας δούμε αν πράγματι αλληθωρίζει και ύστερα ας προσπαθήσουμε να δούμε το γιατί. Στο τέλος θα προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε αν αυτή η ιδεολογική στρέβλωση είναι αναπόφευκτη.

Ως αλληθώρισμα προσλαβαίνεται η συμφωνία με νεοφιλελεύθερα σχήματα για την από κοινού άσκηση της εξουσίας, ή, κατ’ ελάχιστο η συμφωνία με τέτοια σχήματα πάνω σε συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής. Τέτοιες συμφωνίες, όμως, δεν μαρτυρούν κατ’ ανάγκη προσχώρηση στην πολιτική ατζέντα του αντιπάλου. Υπάρχει και μια εξ ίσου ενδιαφέρουσα ερμηνεία που λέει, ότι προϊούσας της ιστορίας πολλά στοιχεία της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής ατζέντας παγιώθηκαν ως κοινά αποδεκτές κοινωνικές κατακτήσεις. Για παράδειγμα, τέτοια στοιχεία είναι οι ρυθμίσεις των θεμελιακών παραγόντων της αγοράς εργασίας (κατώτατος μισθός, οκτάωρο, υγιεινή της εργασίας, μη απασχόληση παιδιών κ.ο.κ.), τα εθνικά συστήματα υγείας, η καθολική εκπαίδευση κ.ο.κ. Σε πολλά πεδία, οι ανεκτές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα ελαχιστοποιούνται ώστε να καταντούν ασήμαντες. Αυτή, λοιπόν, είναι μια πραγματιστική ερμηνεία της δυνατότητας πολιτικών συνεργασιών που δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη προσχώρηση στην πολιτική ατζέντα του αντιπάλου. Σημαίνουν απλώς παραδοχή των κοινωνικών κεκτημένων.

Υπάρχει, όμως, μια ακόμη πιο ενδιαφέρουσα εξήγηση του φαινομένου του «αλληθωρισμού». Είναι μια εξήγηση που ελάχιστα συζητείται και ειδικά στη χώρα μας αποτελεί ταμπού, επειδή αντιβαίνει τον πολιτικό πολιτισμό της πόλωσης που είναι εγγενής και καταβαραθρώνει την πολιτική μέχρι εμφυλιοπολεμικής έντασης σχεδόν διαχρονικά (στη γλώσσα του αντιπάλου, ο ενάντιος είναι είτε προδότης ή πουλημένος). Η εξήγηση αυτή είναι αρκετά «τεχνική» και γιαυτό απαιτεί ειδική προσοχή και απαραίτητη αποστασιοποίηση από τα δόγματα, για να γίνει κατανοητή. Ιδού περί τίνος πρόκειται.

Καθώς εξελίσσεται η παγκόσμια κοινωνίας, πολλές πλευρές της πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής διαχείρισης, που παλιότερα αντιμετωπίζονταν σε εθνικό (περιορισμένο και εξατομικευμένο) επίπεδο, σήμερα αποκτούν εξαιρετικά πολύπλοκη υφή και απαιτούν ειδική γνώση ακόμη και για την κατανόησή τους. Αυτά τα ζητήματα προσδιορίζουν βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές παρατάξεις απαιτείται να χειριστούν ως τεχνικούς περιορισμούς στην καθημερινή πολιτική τους, ακόμη και αν θεωρητικά ή δογματικά πιστεύουν στην ριζοσπαστική ανατροπή του συστήματος. Αν μια παράταξη δεν ξέρει να ξεχωρίσει το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο από το μακροπρόθεσμο, οδηγεί στην καταστροφή χωρίς ελπίδα ανάταξης. Παραδείγματα χαρακτηριστικά των καιρών μας είναι οι πρόσφατες εξεγέρσεις των αραβικών λαών για τις οποίες μερικού κουφιοκεφαλάκηδες (ή πονηροί μηδενιστές) έσπευσαν να πανηγυρίσουν, ενώ η εξέλιξή τους αποδείχτηκε καταστροφική.

Σε αυτά τα «τεχνικά» ζητήματα, όλες οι παρατάξεις του αστικού δημοκρατικού τόξου εκ των πραγμάτων αναγκάζονται να αναζητήσουν πραγματιστική λύση. Αυτή η λύση, ούσα πραγματιστική, δεν μπορεί παρά να είναι και υπεράνω (σχεδόν) πολιτικού δόγματος. Στις χώρες με σοβαρή πολιτική κουλτούρα, οι συνεργασίες των σοσιαλδημοκρατών με συντηρητικές παρατάξεις αφορούν κατά κανόνα τέτοιες πλατφόρμες. Δεν αποτελούν, επομένως, προσχώρηση κανενός στην πολιτική ατζέντα του άλλου, αλλά απλώς σηματοδοτούν προσχώρηση στον ρεαλισμό και τον πραγματισμό για την σωτηρία της θεμελιακής πολιτικής κατάκτησης που είναι η δημοκρατία και η κοινωνική ηρεμία. Τα πράγματα, εν τούτοις, αλλάζουν όταν μιλήσουμε για την μακροπρόθεσμη προοπτική. Στην μακροπρόθεσμη προοπτική, δηλαδή στη προοπτική που ενσωματώνει και τις δομικές αλλαγές του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, η διαφορά ανάμεσα στις δύο παρατάξεις γίνεται σαφέστερη και ριζικότερη. Ας δούμε μερικά παραδείγματα τέτοιων «τεχνικών» ζητημάτων και ας επισημάνουμε ταυτόχρονα τη διαφορά που κάνουν όταν θεωρηθούν σε μακροπρόθεσμη οπτική.

Το πρώτο ζήτημα είναι εκείνο της έννοιας και έκτασης της εθνικής κυριαρχίας. Όταν τον κόσμο τον θεωρούσαμε ως άθροισμα ανεξαρτήτων εθνικών κρατών που διαμορφώνουν ένα προς ένα τις όποιες σχέσεις τους, η εθνική ανεξαρτησία (πολιτικής) ήταν δεδομένη και παγιωμένη από τον 18ο Αιώνα ως κανόνας της διεθνούς ισορροπίας. Με την απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου, αγαθών και ανθρώπων αλλά και πολιτισμού (δορυφορική τηλεόραση, λ.χ.) η εθνική κυριαρχία τίθεται σε αμφισβήτηση σε ότι αφορά την απόλυτη υφή της. Όσο καταργείται ο έλεγχος των συνόρων ή «συνόρων», τόσο μειώνεται η εθνική κυριαρχία. Για να επιτευχθεί παγκόσμια ισορροπία που μπορεί να είναι επωφελής για όλους, απαιτήθηκε να δημιουργηθούν περιφερειακές ενώσεις κρατών, αλλά και παγκόσμιοι θεσμοί (π.χ. Οργανισμός Διεθνούς Εμπορίου) στους οποίους μεταφέρθηκαν εξουσίες που προηγούμενες ανήκαν αποκλειστικά στις εθνικές κυβερνήσεις. Κάθε συνεργασία συνεπάγεται νέα κατανομή εξουσιών. Σήμερα, το διεθνές παιχνίδι σε όλα τα επίπεδα πολιτικής, διεξάγεται ανάμεσα σε ομάδες εθνών και όχι απλώς ανάμεσα σε μεμονωμένα εθνικά κράτη. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις κάθε απόπειρα «μοναχικής» αναμέτρησης συμφερόντων καταλήγει σε εθνική καταστροφή. Το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας στην περίπτωση αυτή καταλήγει να είναι «τεχνικό». Μακροπρόθεσμα, βέβαια, η προοπτική μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης ανοίγει τεράστια συζήτηση ουσίας όπου η σοσιαλδημοκρατία ασφαλώς θα αναμετρηθεί με τον συντηρητικό νεοφιλελευθερισμό. Η σχετική συζήτηση παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, ιδίως αν σκεφτούμε ότι με την ταχύτητα που εξελίσσεται σήμερα ο ιστορικός χρόνος, το μακροπρόθεσμο κονταίνει απελπιστικά ως απόσταση μέλλοντος.

Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση «τεχνικού» ζητήματος είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε εμείς κατ’ εξοχή ως ζήτημα εθνικού ή δημόσιου χρέους. Δεν θα μπω στις λεπτομέρειες, αλλά θα επισημάνω μόνο τούτο: Βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, η διαχείριση του χρέους σε εθνικά αποκλειστική βάση είναι σκέτη ανοησία. Αν δεν λάβεις υπόψη σου τις συνθήκες των διεθνών αγορών πίστεως και χρηματοπιστωτικών μέσων, απλώς θα καταρρεύσεις ως χρεωκοπημένο έθνος και θα περιπέσεις σε κατάσταση αναρχίας. Είναι ένα πεδίο τεχνικών χειρισμών που βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα τους κανόνες έχει θέσει η «διεθνής κοινότητα». Τα περιθώρια διαφορετικών χειρισμών μεταξύ σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης και συντηρητικής επί του προκειμένου είναι ελάχιστα έως ανύπαρκτα. Οι λεονταρισμοί της νεομηδενιστικής υποτιθεμένης αριστεράς ότι ξέρει και μπορεί να διαπραγματεύεται αποτελεσματικότερα με τους δανειστές, μοιάζουν με τις μπραβούρες των καφενείων όπου διάφοροι τύποι εμφανίζονται με την απαίτηση να γίνουν για μία μέρα πρωθυπουργοί και τους αρκεί να λύσουν όλα τα προβλήματα της πατρίδας. Και πάλι, όμως, σε μακροπρόθεσμη προοπτική, η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί κάλλιστα να είναι πολύ διαφορετικοί από εκείνη του συντηρητικού νεοφιλελευθερισμού: Η πρώτη μπορεί να θέσει ζήτημα διεθνούς ριζοσπαστική ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών αγορών, ενώ ο δεύτερος βλέπει μόνο την απελευθέρωση των χρηματαγορών ως πανάκεια.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε δια μακρών με παραδείγματα και σχόλια. Νομίζω, όμως, ότι αυτά τα λίγα επαρκούν για να απαντήσουμε, ότι η σύμπτωση απόψεων μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθέρων δεν σημαίνει αφ’ εαυτής προσχώρηση της πρώτης στον δεύτερο. Η σχετική κριτική πρέπει να είναι βαθύτερη γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος να πέσουμε σε πολιτική παγίδα: Την παγίδα της πόλωσης που υπερβαίνει τις ιδεολογίες και μεταθέτει την πολιτική σε δογματικό και μεταφυσικό επίπεδο. Σε αυτήν την περίπτωση, άσχετα από τα κίνητρα και τις προθέσεις μας φενακίζουμε τον λαό, του λέμε ψέματα και τον εξαπατούμε εν ονόματι της επιζήτησης της εξουσίας ως αυτοσκοπού. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν ταιριάζει στην πολίτικη ηθική του σοσιαλδημοκράτη.