Η οικονομική και πολιτική κρίση έχει αποδομήσει τα όποια αξιακά συστήματα συνέθεταν το συλλογικό γίγνεσθαι των Ελλήνων στην μεταπολιτευτική δημοκρατία. Η απόκριση μέρους του κοινού εκφράζει μία εκδικητική αγανάκτηση, εν πολλοίς αορίστου προέλευσης, με στόχο ότι διασώζεται γνωσιολογικά, ηθικά και αισθητικά. Πιο συγκεκριμένα το «αντιμνημονιακό» κοινό δεν εξεγείρεται για την πραγματική μείωση του εισοδήματος του (γύρω στο 30%) σε σχέση με το 2010, αλλά σε σχέση με ένα φαντασιακά αναδομημένο παρελθόν. Το μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ (εναπομείναντος και ΛΑΕ) και ΑΝΕΛ, πέρα από τα κηρύγματα διχασμού και μισαλλοδοξίας, συστηματικά κατέστρεψε τις «παλιές οικογενειακές φωτογραφίες» με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην αγανακτούν για αυτό που εκ των πραγμάτων έχασαν αλλά για τον «χαμένο παράδεισο» που νομίζουν ότι είχαν πριν την κρίση. Αυτή λοιπόν η αγανάκτηση εμπεριέχει έναν αυτοκαταστροφικό μηδενισμό: το εναπομείναν 70% του εισοδήματος δεν έχει καμιά αξία σε αυτόν τον τρόπο σκέψης!
Δεν αποτελεί ακραία πρόβλεψη το ότι ένας στους τρεις η τέσσερις ψηφοφόρους θα προκρίνει υποψηφίους, που αν μάθαινε ότι συναναστρέφονται με μέλος της οικογενείας του θα υφίστατο εγκεφαλικό επεισόδιο. Απίθανοι τύποι, που παρουσιάζουν την προσωπική τους αποτυχία σαν τίμημα μιας «αντισυστημικής στάσης», θα παρελάσουν στα ψηφοδέλτια του πάλαι ποτέ ενιαίου «αντιμνημονιακού» χώρου. Και αυτό καθιστά απαισιόδοξη κάθε πρόβλεψη για την σύνθεση και την κατανομή των εδρών της επόμενης Βουλής των Ελλήνων.
Με βάση την πρόσφατη πολιτική εμπειρία, το εκλογικό αποτέλεσμα θα προσδιορισθεί από την έκβαση μιας στοχαστικής ανέλιξης (μιας οικογένειας τυχαίων μεταβλητών σε ένα κοινό χώρο πιθανότητας) και όχι από μια αιτιοκρατική διαδικασία ορθολογιστικής σύγκλισης. Αυτή όμως η Βουλή θα πρέπει να πάρει σημαντικότατες αποφάσεις για το μέλλον αλλά και για αυτήν καθεαυτήν την επιβίωση της Χώρας. Η αυτοδυναμία δεν αποτελεί πλέον ρεαλιστικό στόχο για κανένα από τα κόμματα. Το τι κυβέρνηση συνεργασίας θα προκύψει, θα κριθεί από τις κοινοβουλευτικές διεργασίες. Αυτή είναι η πεμπτουσία του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Η ανάδειξη της Βουλής σαν κυρίαρχου σώματος είναι το πρώτο χαρακτηριστικό του νέου πολιτικού παραδείγματος. Το δεύτερο είναι η συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων. Αφότου η αυτοδυναμία έπαψε να είναι εφικτή, χάθηκε και ο μεσσιανισμός των πολιτικών αρχηγών. Τα κόμματα του Δημοκρατικού Ευρωπαϊκού τόξου, επιδεικνύοντας ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης, έχουν προκρίνει ως επικεφαλής τους πολιτικές προσωπικότητες που διακρίνονται για τις οργανωτικές τους αρετές καθώς και για τις εγγυήσεις που παρέχουν σχετικά με την ιστορική συνέχεια αυτών των κομμάτων. Η αποστολή τους είναι εξαιρετικά σημαντική και καθορίζει τα κριτήρια με τα οποία θα αξιολογηθεί το έργο τους. Βασική τους υποχρέωση είναι να αναδείξουν τα κοινοβουλευτικά στελέχη που θα προσδιορίσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Αυτές οι διαπιστώσεις καθιστούν το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη την πλέον σοβαρή διαθέσιμη επιλογή του κεντρώου χώρου για τις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η σημερινή ηγεσία και η κ. Γεννηματά προσωπικά συνεχίζουν την πολιτική ανοιγμάτων του ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και τις πρωτοβουλίες πολιτών του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, που παγιώθηκε τα τελευταία χρόνια. Η εκλογική συμφωνία με την ΔΗΜΑΡ, πέρα από κυνισμούς, είναι μια πολύ σημαντική καταγραφή προθέσεων και ένα σημαντικό βήμα στην αποκατάσταση της ανανεωτικής αριστεράς μετά την ύβρη του ΣΥΡΙΖΑ που καπηλεύτηκε την ιστορική της πορεία.
Επιπλέον η επιτυχής διαχείριση των προκλήσεων που παρουσιάστηκαν στις διεργασίες για την επιστροφή δυνάμεων που αποχώρησαν πρόσφατα είναι αξιοσημείωτη. Το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική κατέστησε σαφές ότι είναι μεν ανοιχτό στον πολιτικό διάλογο διατηρεί δε την ιστορική του μνήμη και δεν διατίθεται στα καπρίτσια «κληρονομικά προνομιούχων».
Η πολιτική συνέχεια σε συνδυασμό με την οργανωτική ανασυγκρότηση θα επιτρέψουν στο ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη να διεκδικήσει ένα αυξημένο εκλογικό ποσοστό και μια ισχυρότερη κοινοβουλευτική παρουσία. Εδώ έγκειται και ο ιστορικός ρόλος του κ. Βενιζέλου. Όσοι παρακολούθησαν την λειτουργία και τις συζητήσεις στην Βουλή των Ελλήνων κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης των ΣΥΖΑΝΕΛ δεν μπορούν παρά να συμφωνήσουν ότι οι γνώσεις, η πείρα και ο χαρισματικός του λόγος απετέλεσαν κυματοθραύστη στις επιδρομές βαρβαρότητας και χυδαιότητας των κυβερνώντων. Με μοναδική δεξιοτεχνία αναδείκνυε τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων και έδινε το στίγμα για την ανασυγκρότηση της άμυνας των συνταγματικών δημοκρατικών δυνάμεων ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.
Ο κ. Βενιζέλος αποτελεί εθνικό κεφάλαιο στην σημερινή πολιτική ζωή και κατά συνέπεια πρέπει να αντιμετωπισθεί σαν το εκλογικό πλεονέκτημα του ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη. Αργά η γρήγορα θα καταστεί αναγκαία η συγκρότηση της Εθνικής Διαπραγματευτικής Ομάδας για το χρέος της χώρας και δεν μπορώ να φανταστώ οποιονδήποτε άλλο να προσδιορίζει τις απαιτούμενες κατευθύνσεις σε αυτήν την ύστατη μάχη για την επιβίωση της Πατρίδας μας.
Δεν είναι όμως οι οικονομικές επιπτώσεις της πρόσφατης αλλοπρόσαλλης διακυβέρνησης τις χώρας που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση από την κυβέρνηση που θα αναδειχτεί την επαύριο των εκλογών. Η κρατική μηχανή, το σύστημα δημόσιας υγείας, η μεταναστευτική κρίση, η παιδεία, η εθνική άμυνα και η εξωτερική πολιτική τη χώρας έχουν δεχτεί πολλαπλά χτυπήματα και θα χρειαστούν γενναίες παρεμβάσεις. Οι διορθωτικές πολιτικές μπορεί εύκολα να υπονομεύσουν την προοδευτικότητα των υπαρχόντων θεσμών. Η αποφυγή αυτού θα είναι μία ακόμα εθνική αποστολή για το ΠΑΣΟΚ-Δημοκρατική Παράταξη που μπορεί να συντονίσει αποτελεσματικά στην νέα Βουλή ο κ. Βενιζέλος.