Γιατί ενδιαφέρει η Δημοκρατική Παράταξη

Γιάννης Βούλγαρης 11 Νοε 2017

Οι πολίτες που αισθάνονται ότι ανήκουν στη Δημοκρατική Παράταξη, με την ευρύτερη δυνατή έννοια που μπορεί να έχει στη σημερινή συγκυρία ο όρος, αναφέρονται σε ποικίλες πολιτικές παραδόσεις. Στην γενεαλογία τους βρίσκουμε τον βενιζελισμό του Μεσοπολέμου, την ΕΑΜική κυρίως αντίσταση στην Κατοχή, τους αγώνες για τον εκδημοκρατισμό στη μετεμφυλιακή περίοδο, την αντιδικτατορική στάση επί χούντας, την ΠΑΣΟΚική κεντροαριστερά της μεταπολίτευσης παράλληλα με τη δημοκρατική Αριστερά, τις δυνάμεις του εκσυγχρονισμού της χώρας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για πολιτικές παραδόσεις που μέσα στις διαφορές τους, είχαν ως κοινό τόπο ότι ρίζωσαν στην κοινωνία και στην ιστορία του Έθνους. Αυτό δεν ήταν τυχαίο γιατί όλες άσκησαν μια κοινωνικοπολιτική λειτουργία αναβαθμίζοντάς την σε εθνικό στόχο και αν δεν τρομάζει ο όρος, σε εθνική αποστολή. Είτε ήταν η εθνική ολοκλήρωση, είτε η αντίσταση, είτε ο εκδημοκρατισμός και ο εκσυγχρονισμός εντός της Ευρώπης.

Οι πολιτικές παραδόσεις αποτελούν δεξαμενή εμπειριών, αντιλήψεων, συμβόλων, αξιών που προσφέρονται σαν πρώτη ύλη ανασυνθέσεων, στη διάθεση εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που φιλοδοξούν να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνική ζωή. Εξίσου όμως ευτελίζονται στα χείλη δημαγωγών και κυνικών ομάδων εξουσίας που τις χειραγωγούν για να εξαπατήσουν. Ή υποβαθμίζονται όταν χρησιμεύουν μόνο σαν επικλήσεις ενός ένδοξου παρελθόντος από κομματικές ομάδες που προσπαθούν να επιβιώσουν στο παρόν χωρίς πρόταση για το μέλλον.

Σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή αποφάσεων βρίσκονται τόσο οι κομματικοί φορείς όσο και οι πολίτες που αναφέρονται στη Δημοκρατική Παράταξη. Έχουν ένα στοίχημα με τον χρόνο. Ή θα μείνουν σαν ένας ενδιάμεσος χώρος υπολειμμάτων παρελθούσης εποχής που σύντομα θα σκορπίσουν ή θα επιχειρήσουν να επαναθεμελιώσουν μια Παράταξη με παρελθόν και μέλλον. Το πρώτο είναι εύκολο να συμβεί, το δεύτερο είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί, αλλά αξίζει την προσπάθεια. Αν πετύχει, δεν θα είναι το τελικό αποτέλεσμα, αλλά το πρώτο αποφασιστικό βήμα μιας παρατεταμένης και ανοιχτής ως προς την έκβαση διαδικασίας. Θα την ολοκληρώσουν οι νεώτερες ηλικίες και νεώτερες ηγεσίες, όπως συμβαίνει στις χώρες της Δύσης, όπου το αίτημα «νέων προσώπων» πίπτει επί δικαίους και αδίκους.

Όσοι και όσες πάντως τολμήσουν την επαναθεμελίωση έχουν μια πυξίδα από το παρελθόν και τέσσερεις προκλήσεις στο παρόν. Η πυξίδα δείχνει ότι όλες οι κρίσιμες στιγμές που «ίδρυσαν» παρατάξεις και καθιέρωσαν πολιτικές παραδόσεις, συνδύασαν μια «εικόνα της Ελλάδας» σε έναν Κόσμο ταραγμένο και μεταβαλλόμενο. Στο ίδιο βρισκόμαστε: μια βαθιά εθνική κρίση σε έναν Κόσμο που έχει μπει σε νέα και άγνωστη ιστορική εποχή.

Το ζητούμενο υπερβαίνει την συγκρότηση ενός κομματικού φορέα. Προέχει κάτι σημαντικότερο και ρεαλιστικότερο: η ενίσχυση μιας μεταρρυθμιστικής κουλτούρας που θα εξοπλίσει καταλλήλως την κοινωνία ώστε να ανασυγκροτηθεί μετά την κρίση. Μια κουλτούρα που δεν θα είναι μονοπώλιο ενός κόμματος, αλλά στην οποία ο νέος φορέας της Δημοκρατικής Παράταξης μπορεί να συνεισφέρει αποφασιστικά.

Η πρώτη πρόκληση του παρόντος είναι ακριβώς η αβεβαιότητα που κυριαρχεί στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ειδικά στο χώρο της αναπτυγμένης Δύσης, πέρα από τη γενική γεωπολιτική, και οικονομικοκοινωνική αβεβαιότητα, εκδηλώνεται μια κρίση αντιπροσώπευσης καθώς αποσταθεροποιούνται τα καθιερωμένα κομματικά συστήματα. Η ισχύς των ιστορικών μεγάλων  κομμάτων της μεταπολεμικής περιόδου μειώνεται, μερικές φορές δραματικά, ενώ νέα κόμματα εμφανίζονται. Μοχλός της αλλαγής των κομματικών συστημάτων είναι συνήθως η εντυπωσιακή εμφάνιση των ακροδεξιών λαϊκιστικών κομμάτων, στα οποία προστίθεται και η άνοδος του αριστερού εθνικολαϊκισμού σε κάποιες χώρες όπως η Ελλάδα. Τα κόμματα αυτά κινητοποιούν την κοινή γνώμη εναντίον του «πολιτικού κατεστημένου» καταγγέλλοντας το σαν έρμαιο των ανεξέλεγκτων δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης, των χρηματιστικών αγορών, των προσφυγικών ροών και των «βρυξελλών». Αντιπαραβάλλουν την απλοποίηση των προβλημάτων και την απλούστευση των λύσεων, εκμεταλλευόμενα και τις ομοειδείς τάσεις που επικρατούν στα νέα media. Εύλογα λοιπόν όταν αναλαμβάνουν κυβερνητικές ευθύνες διαψεύδουν τις προσδοκίες και τις υποσχέσεις. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι η διάψευση θα οδηγήσει στην επαναφορά των προηγούμενων ισορροπιών. Αντιθέτως, μπορεί να καταλήξει σε περαιτέρω υποβάθμιση του πολιτικού πολιτισμού των κοινωνιών.

Όμως η επαναλαμβανόμενη από χώρα σε χώρα διάψευση των λαϊκιστικών κομμάτων στην εξουσία δίνει ευκαιρίες στις αντίπαλες δημοκρατικές δυνάμεις να αλλάξουν τους συσχετισμούς. Προϋπόθεση είναι να ξεπεράσουν την αδράνεια και την πολιτική business as usual. Κοντολογίς, πρέπει να ανανεωθούν προγραμματικά, οργανωτικά  και ιδεολογικά,  ανανοηματοδοτώντας ταυτόχρονα το συμβολικό και συναισθηματικό κεφάλαιο με το οποίο η ιστορία τους έχει προικίσει. Αυτή είναι μια επιταγή που αφορά τη Δημοκρατική Παράταξη, και όλες τις δυνάμεις που προσβλέπουν στην αναγκαία ενίσχυση μιας μεταρρυθμιστικής κουλτούρας στη χώρα μας.

Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην νέα εθνική αυτογνωσία που έχει σήμερα όσο ποτέ ανάγκη η Ελλάδα ώστε να κατανοήσει τις αιτίες που την οδήγησαν τόσο βαθιά στην κρίση και την κρατούν ακόμα – μόνη αυτή – δέσμια της διεθνούς επιτροπείας. Αυτό δεν είναι μια «διανοουμενίστικη» υπόθεση, αλλά μια ουσιαστική πολιτική συνθήκη ώστε η κοινωνία να κινηθεί συντονισμένα στην ανασυγκρότησή της. Η Δημοκρατική Παράταξη μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά γιατί υπέστη ως πολιτικός χώρος τις συνέπειες της κρίσης και δεν έχει να χάσει παρά τις αλυσίδες της μιλώντας ευθέως και ειλικρινά στους πολίτες. Αντιθέτως, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχουν λόγους να σωπαίνουν ή να παραποιούν τα πράγματα. Η ΝΔ βρίσκεται σε κατάσταση αυτολογοκρισίας εξ αιτίας των προφανών αλλά μη ανειλημμένων ευθυνών των κυβερνήσεων Καραμανλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα χειρότερα, μιζάρισε στην «αντιμνημονιακή αφήγηση» γεγονός που τον ωφέλησε εκλογικά, αλλά παραποίησε συνειδητά και ασύστολα τόσο τις συνθήκες όσο και τις αιτίες της εθνικής κρίσης. Για αυτό τον λόγο η νέα εθνική αυτογνωσία έχει ως πρώτο βήμα τη στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, του κατεξοχήν φορέα του αντιμνημονιακού ψεύδους και της σημερινής «διπλής γλώσσας» που αποπροσανατολίζει την κοινωνία.

Πέραν όμως αυτού, ο αναστοχασμός της πρόσφατης δραματικής περιόδου θα έχει και μια αντιπολωτική λειτουργία. Θα συμβάλει στη βαθμιαία υπέρβαση του διχασμού μνημόνιο – αντιμνημόνιο που έζησε και ως ένα βαθμό συνεχίζει να ζει η ελληνική κοινωνία. Η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ βιώνεται σήμερα από πολλούς σαν κρίση εμπιστοσύνης προς την πολιτική και την «Ευρώπη». Μπορεί όμως να μεταπλαστεί σε νέα αντίληψη που διευρύνει την επιρροή της μεταρρυθμιστικής και φιλοευρωπαϊκής κουλτούρας. Η ενίσχυση της Δημοκρατικής Παράταξης θα επιταχύνει τη μεταστροφή. Αντιθέτως, ο μικρός δικομματισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ βρίσκει συχνά επωφελές να ξύνει την πληγή ανάλογα με τη συγκυρία του κομματικού ανταγωνισμού.

Η νέα εθνική αυτογνωσία θα απέφευγε επίσης απλοϊκές ερμηνείες της χρεοκοπίας που βασίζονται σε αντιπαραθέσεις τύπου το «καλό» ιδιωτικό έναντι του «κακού» δημόσιου, ο εκσυγχρονισμός έναντι του λαϊκισμού. Η ιδιωτική-συντεχνιακή ιδιοποίηση του Δημόσιου που ήταν η μορφή που πήρε η κρίση στην Ελλάδα, και οι συλλογικές νοοτροπίες που αυτή δημιούργησε στη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στον αριστερόστροφο λαϊκισμό. Παράλληλα με τον λαϊκιστικό καθαγιασμό του «λαού», λειτούργησε μια ατομιστική αντίληψη της ελευθερίας χωρίς υποχρεώσεις, και μια αντίληψη εκδημοκρατισμού χωρίς αντίβαρα. Και αυτές οι αντιλήψεις διέτρεξαν συχνά οριζόντια όλες τις πολιτικές παρατάξεις.

Η τρίτη πρόκληση που αντιμετωπίζει η χώρα αυτή την περίοδο είναι να αποφύγει την παγίδα του εφησυχασμού. Η προοπτική να τελειώσει το τρέχον μνημόνιο Τσίπρα λανσάρεται από την κυβέρνηση σαν το τέλος της κρίσης και επιστροφή στην «κανονικότητα». Η αλήθεια όμως είναι ότι η Ελλάδα κινδυνεύει να παγιδευτεί μεσοπρόθεσμα σε μια κατάσταση στασιμότητας. Αντί να εκτιναχτεί το περίφημο ελατήριο της ανάπτυξης, υπάρχει ο φόβος μιας παρατεταμένης σπασμωδικής πορείας μικροανακάμψεων και οπισθοδρομήσεων. Η κρίση αποδόμησε ασφαλώς πολλά κατεστημένα μεγάλα ή μικρά οργανωμένα συμφέροντα που βάραιναν την οικονομία, γεγονός που θα μπορούσε να αφήσει μεγαλύτερα περιθώρια αναπτυξιακών αναδιαρθρώσεων. Παρά όμως τις αισιόδοξες προσμονές, δεν έχουν δημιουργηθεί ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες για μια αναπτυξιακή στρατηγική. Αντιθέτως, επιβιώνουν έτοιμες να επανακάμψουν, οι ισορροπίες της αδράνειας και της προσοδοκρατίας που κυριαρχούν σε διάφορα κοινωνικά υποσυστήματα. Η οπισθοδρόμηση που σημειώθηκε στο εκπαιδευτικό σύστημα και ειδικά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δείχνει ότι η χώρα βαδίζει ακόμα επί ξηρού ακμής.

Άλλωστε η ίδια η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ συνιστά ανάλογο δείγμα δεδομένου ότι η προσαρμογή στα μνημόνια συμβιώνει με την επανάληψη των πιο αρνητικών και ευτελών πρακτικών «του παλαιού πολιτικού συστήματος». Στην πραγματικότητα, αποτελεί χειρότερη εκδοχή, γιατί επιβαρύνεται με την απειρία στην άσκηση της εξουσίας και με την αλαζονεία που γεννά η ξαφνική εκλογική μεγέθυνσή του.

Η τέταρτη πρόκληση αφορά τα προβλήματα του χώρου της Σοσιαλδημοκρατίας. Υπάρχει κάτι παράδοξο στην κρίση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας: συμβαίνει σε μια εποχή που το αίτημα είναι ο έλεγχος της αγοράς μέσω της πολιτικής εξουσίας σε υπερεθνική διάσταση – δηλαδή ένα κατεξοχήν σοσιαλδημοκρατικού τύπου αίτημα. Και υπάρχει ένα δεύτερο παράδοξο που αφορά τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα. Σε μια χώρα που ιστορικά δεν υπήρξε σοσιαλδημοκρατία παρά πολύ πρόσφατα, έχει γίνει ιδεολογικό μήλο της έριδος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εντέχνως αφήνει να εννοηθεί ότι κινείται προς τα εκεί, και διάφοροι γραφειοκράτες της ευρωσοσιαλιστικής ομάδας στις Βρυξέλλες όντως τον αναμένουν, ελπίζοντας ότι μια δόση «ριζοσπαστικής» αριστεράς θα αναζωογονήσει τη γερασμένη παράταξη. Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, πολλοί πιστεύουν ότι η εν εξελίξει «προσαρμογή» του ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα θα σημάνει και τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του, γεγονός που θα στένευε τον ζωτικό χώρο της Δημοκρατικής Παράταξης. Πρόκειται για μια άποψη που απλοποιεί την κατάσταση και εκμηδενίζει το περιεχόμενο της έννοιας. Σαν η σοσιαλδημοκρατία να είναι ένα επιφαινόμενο που δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από την αποδοχή της ευρωπαϊκής προοπτικής και της οικονομίας της αγοράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως βρίσκεται ακόμα μακριά από την μεταρρυθμιστική κουλτούρα μιας ευρωπαϊκής αριστεράς ικανής να ανασυγκροτήσει τη χώρα. Αντιθέτως, αναπαράγει τις πρακτικές ενός κόμματος εγκλωβισμένου στο παλαιό κρατικιστικό – συντεχνιακό – διανεμητικό μοντέλο πολιτικής, παρότι τα λεφτά που έχει πια να μοιράσει είναι λίγα. Λέγεται αυτό σοσιαλδημοκρατικοποίηση;  Ως τώρα το λέγαμε αλλιώς, και ορθώς το θεωρήσαμε υπαίτιο της εθνικής κρίσης.

Ο νέος φορέας λοιπόν είτε αναφέρεται στη σοσιαλδημοκρατία, είτε στο προοδευτικό κέντρο, είτε στη δημοκρατική αριστερά, θα έχει μια εθνική χρησιμότητα και μια ιδεολογικοπολιτική αυτονομία, μόνο αν αναγνωριστεί από την κοινωνία κόμμα της Εθνικής Ανασυγκρότησης, απαραίτητη δύναμη για να αντιστρέψει τις τάσεις μακροχρόνιας στασιμότητας. Από αυτό το ιστορικό αίτημα καθορίζεται η φυσιογνωμία και η πρακτική της Δημοκρατικής Παράταξης: παραγωγική ανασυγκρότηση και «κοινωνική συμφωνία των παραγωγικών τάξεων»@ εθνική στρατηγική ανάπτυξης και κράτος-επιτελείο γιατί μόνη η επιχειρηματική εξωστρέφεια δεν δημιουργεί επαρκή ενδογενή δυναμική@ επαναθεμελίωση του ασφαλιστικού συστήματος και νέο διαγενεακό συμβόλαιο@ ακύρωση της αντιμεταρρύθμισης στα ΑΕΙ@ κοινωνική συνοχή με υγιές και βιώσιμο κράτος πρόνοιας@ εθνικός διάλογος για μετριασμό της πόλωσης.

Ζούμε μια κρίσιμη περίοδο, από εκείνες που διαμορφώνουν πολιτικές ταυτότητες μακράς διάρκειας. Η ταυτότητα της Δημοκρατικής Παράταξης δεν μπορεί παρά να είναι η Εθνική Ανασυγκρότηση.