Μια από τις πρώτες μέρες της Α΄ Δημοτικού ήρθε στο σχολείο ένας φωτογράφος και μας φωτογράφισε στην τάξη. Να’ μαι με τους μισούς συμμαθητές και συμμαθήτριες, το μόνο παιδάκι που φορούσε γυαλιά. «Τα ωραία μάτια μπαίνουν σε βιτρίνα» μου έλεγαν κοροϊδευτικά, και μετά την πρώτη έκπληξη, γιατί δεν περίμενα ότι θα γίνονταν αντικείμενο κοροϊδίας τα γυαλιά μου, συμφώνησα με το γράμμα του πειράγματος. Ακριβώς αυτό: τα ωραία μάτια μου είχαν μπει σε βιτρίνα.
.
Δεν μπορούσε τίποτε να με πειράξει εκείνη τη σχολική χρονιά. Με έγραψαν σε ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο, τρία τετράγωνα από το σπίτι μου. Μπορούσα να πηγαίνω μόνη μου, με τα πόδια. Η ευτυχία αυτή ήταν για μένα αφάνταστη. Δεν με ένοιαζε που δεν ήξερα καλή μπάλα, που η δασκάλα τραβούσε αυτιά, ή συνήθιζε να ζουλάει το λοβό με το ακονισμένο της νύχι, για λόγους μάλλον δυσεξήγητους.
.
Η προσδοκία μου ήταν να μάθω να διαβάζω, να μη χρειάζομαι μεγάλους να μεσολαβούν στα βιβλία. Το λαχταρούσα χρόνια, από την πρώτη φορά που μου είχαν προσφέρει την ανάγνωση εικονογραφημένου παραμυθιού. Περίμενα να χειραφετηθώ επιτέλους, να μη χρειάζομαι μεσολαβητή για τα βιβλία, κι όταν μας ζήτησαν να βγάλουμε τα Αλφαβητάρια και να τα ανοίξουμε, άρπαξα το μυστικό του μηχανισμού ανάγνωσης στον αέρα, πριν καλά- καλά η δασκάλα το αναλύσει. Διάβαζα, γύριζα τις σελίδες εκείνου του υπέροχου βιβλίου, κι όλα τα γράμματα δεν ήταν πια μαύρα ακατανόητα σημάδια, ήταν ένα μονοπατάκι που μπορούσα να ακολουθήσω και να με οδηγήσει να καταλάβω επιτέλους τι έκρυβαν οι εικόνες, τι έλεγαν οι άνθρωποι στα τετράγωνα των Κλασσικών Εικονογραφημένων, τι σκέφτονταν οι φιγούρες στα συννεφάκια, τι έγραφαν οι ταμπέλες, τα πακέτα, τα περιοδικά. Και πρωτίστως τα βιβλία, εκείνο το Αλφαβητάριο με την Άννα και το Μίμη, τη συνονόματη Άννα που δεν φορούσε γυαλιά, και που είχε κοτσίδες σαν τη Κατερίνα, τη διπλανή μου στο θρανίο. Τέτοια λυσσασμένη ευτυχία δε θυμάμαι να έχω ξανανιώσει στη ζωή μου.
.
Υπήρχαν βέβαια εκπλήξεις εκείνη την αξέχαστη πρώτη μέρα. Η πιο μεγάλη, για μένα, ήταν ότι πολλά παιδιά έκλαιγαν. Κρεμόντουσαν στη φούστα της μαμάς τους, η οποία, ακόμα πιο μεγάλη έκπληξη, τα παρηγορούσε σα να τους είχε τύχει κάτι πολύ κακό. Δεν ξεγαντζώνονταν με τίποτε. Εμένα με είχαν πείσει ότι έπρεπε να είμαι περήφανη κι ευτυχισμένη που πήγαινα Α΄Δημοτικού, κι αυτό το θέαμα ήταν απολύτως ανεξήγητο. Είχα μείνει άναυδη να κοιτάζω. Μα γιατί έκλαιγαν τα παιδιά; Δεν ξέρουν ότι θα περνάμε υπέροχα εδώ, ότι θα μάθουμε πράγματα που δεν τα μαθαίνεις αλλού;
.
Εντάξει, ήμουν παιδί αφελές και εύπιστο. Επιπλέον μεγάλωνα σε πολυκατοικία, δεν είχα κήπο, δεν είχαν καιρό οι γονείς να με πάνε σε πάρκο, ασφυκτιούσα. Με άφηναν με χίλια στανιά να βγω λίγη ώρα στο δρόμο. Τα γειτονόπουλα ήταν όλα μεγαλύτερα και πολύ σκληρά, έπεφτε ξύλο εκεί ανεξέλεγκτο, πλήρωνα ακριβά το παιχνίδι μαζί τους. Γύριζα σπίτι μου μελανιασμένη, δαγκωμένη, (από παιδιά, όχι από σκυλιά) γδαρμένη, κι επιπλέον έπρεπε να τα κρύβω όλ’ αυτά, γιατί δεν ήθελε πολύ να αποφασίσουν οι γονείς να με κρατάνε κλεισμένη μέσα, για να μην παθαίνω τίποτε.
.
Μπροστά στο κάτεργο της γειτονιάς λοιπόν, το σχολειάκι ήταν παράδεισος. Επιτέλους είχα να κάνω με συνομήλικους, τέρμα τα αρχηγιλίκια και η τυραννία των μεγαλύτερων. Μετά τη βαρβαρότητα, ο πολιτισμός.
.
Σκέφτομαι καμιά φορά τα παιδιά που έκλαιγαν την πρώτη μέρα. Το σχολείο μπορεί να έχει χίλια στραβά, αλλά πώς είναι δυνατόν να τα ξέρεις πριν καν πατήσεις το πόδι σου; Γιατί λοιπόν; Τα είχαν φοβίσει οι γονείς; Τους είχαν μεταφέρει κάτι σαν δέος που συνδεόταν με τη γνώση; Είχαν οι ίδιοι δυσπιστία και πικρή πείρα από τον τρόπο που οι γραμματιζούμενοι τους είχαν ταλαιπωρήσει ή απλώς τους είχαν επιβληθεί; Τα είχαν απειλήσει με δυσκολίες; Είναι μυστήριο που δεν έχω λύσει. Μέχρι και την εχθρότητα των γονιών προς τον κρατικό θεσμό αναλογίζομαι, τώρα που αναβλύζει πανταχόθεν εχθρότητα προς το κράτος. Ίσως ενυπήρχε από παλιά. Ή απλώς ήταν η υπερβολική αγάπη των μανάδων που έκανε τα παιδιά αδύναμα μπροστά στο καινούργιο. Δεν ξέρω.
.
Εκείνο που ξέρω είναι ότι κάθε φορά που τα σχολεία ανοίγουν, κι αρχίζει η μοντέρνα γκρίνια τώρα πια, που δεν έχουν βιβλία, που δεν έχουν αίθουσες, που απεργούν, που τα διδάσκουν στραβά, που το σύστημα είναι χάλια, που δεν μαθαίνουν τίποτε, που οι αγαθές προθέσεις είναι ψεύτικες, που η υποκρισία περισσεύει, κάθε φορά μου έρχεται να σκουντήσω τα πρωτάκια και να τους πω το μυστικό που έπρεπε τότε να ψιθυρίσω στα κλαμένα παιδιά: μην κλαις μωρέ, πετάνε κάτι καραμέλες κατά λάθος εδώ, και πρέπει να έχεις το νου σου να τις πιάσεις στον αέρα.
.