Το φαινόμενο Χρυσή Αυγή συνιστά ποιοτικό άλμα στην εξελισσόμενη διαδικασία εκβαρβαρισμού της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η αναβάθμισή της από ασήμαντο γκρουπούσκουλο σε κοινοβουλευτικό κόμμα πιστοποιεί την υποβάθμιση του «δημοκρατικού κεκτημένου» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Το κλίμα που εξέθρεψε την εξτρεμιστική Ακροδεξιά ήταν η γενίκευση της ανομίας και η μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας που ασκήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια στο όνομα είτε του «Εθνους» είτε του «Λαού» είτε και των δύο μαζί. Κατά τούτο, η ΧΑ είναι γέννημα των «έκτακτων συνθηκών» και όχι φυσική εξέλιξη εγγενών αντιδημοκρατικών ροπών της ελληνικής Δεξιάς ή της ελληνικής κοινωνίας.
Το «κυνήγι του μετανάστη» αποτελεί το προνομιακό πεδίο δράσης της ΧΑ. Ούτε όμως το «μεταναστευτικό» ούτε η γενικότερη «πολιτισμική ανασφάλεια» που προκάλεσαν η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξηγούν την ανάδειξη της ΧΑ. Οι ανωτέρω μετασχηματισμοί συνέβαλαν στην ανάδυση μιας υπολογίσιμης λαϊκιστικής Ακροδεξιάς, που καθιερώθηκε ως νέα και διακριτή κομματική οικογένεια στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο κόμμα ήταν το ΛΑΟΣ που απέκτησε βάρος στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, δηλαδή προ της κρίσης. Επαιξε το χαρτί του εθνικισμού, της μαχητικής υπεράσπισης της παράδοσης και της θρησκείας που απειλούνταν υποτίθεται από τον «εκσυγχρονισμό» (υπόθεση ταυτοτήτων), εκμεταλλεύτηκε την κριτική διάθεση του «απλού πολίτη» προς τις πολιτικές ηγεσίες μιας δημοκρατίας που έχει γίνει πλέον σταθερή, «κανονική» και ενδεχομένως «βαρετή». Κατά τον συνήθη λαϊκιστικό κανόνα, κατασκεύασε έτσι ένα «εθνολαϊκιστικό εμείς» για να το αντιπαραθέσει σε «αυτούς». Οπου αυτοί είναι οι «πάνω», οι «ξένοι», οι «υπηρέτες της νέας τάξης» κ.λπ. Εκείνη λοιπόν την περίοδο της ευμάρειας και της «κανονικής δημοκρατικής ζωής», η αναδυόμενη λαϊκιστική Ακροδεξιά κινήθηκε στις παρυφές του πολιτικού συστήματος, χωρίς να υιοθετεί βίαιες μεθόδους και με εμφανή τάση να ενσωματωθεί στο σύστημα, παρά να γίνει «αντισυστημική» δύναμη. Να θυμηθούμε ότι την ίδια περίοδο αναπτύχθηκε όλο και πιο επιθετικά η πολιτική βία του λεγόμενου «νεοαναρχισμού» και των «αντιεξουσιαστών», την οποία δικαιολογούσε ή δεν καταδίκαζε ο τότε ΣΥΝ.
Αντιθέτως με την λαϊκιστική Ακροδεξιά τύπου ΛΑΟΣ, η ώρα της εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς δεν είχε έρθει. Η ΧΑ καθ’ όλη εκείνη την περίοδο παρέμεινε περιθωριακή ομάδα φιλοναζιστικής και παραστρατιωτικής υφής, που λαθροβιούσε στις κερκίδες των γηπέδων. Χρειάστηκαν οι δραματικές αναταράξεις της εθνικής χρεοκοπίας για να ξεπεταχτεί. Η κορύφωση της κοινωνικής έντασης εξαιτίας της δραματικής αλλαγής των συνθηκών ζωής ευρέων στρωμάτων. Ο «πολεμικός» χαρακτήρας που προσέλαβαν η πολιτική αντιπαράθεση και ο πολιτικός λόγος. Η κρίση αντιπροσώπευσης που εκδηλώθηκε με τη μείωση των δύο κομμάτων εξουσίας και την εξαφάνιση του ΛΑΟΣ. Η οριστική παράλυση ενός έτσι και αλλιώς αναποτελεσματικού κράτους. Η γκετοποίηση του Κέντρου των Αθηνών που έγινε προνομιακό πεδίο δράση της ΧΑ, την ίδια ώρα που ο ανέξοδος φιλάνθρωπος αντιρατσισμός των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, μαζί με την ανεδαφική «προλεταριακή αλληλεγγύη» των αριστεριστών, κώφευαν στο πρόβλημα των κατοίκων της περιοχής. Η μαζική αποδοχή της πολιτικής βίας και η γενίκευση των ανομικών συμπεριφορών σε όλη την έκταση της κοινωνικής ιεραρχίας. Η νομιμοποίηση αυτής της κατάστασης από τους επιγόνους της ιστορικής Αριστεράς, ανεπιφύλακτα από τον ΣΥΡΙΖΑ, επιφυλακτικότερα και εξαναγκασμένα από το ΚΚΕ. Η εξαχρείωση των περισσότερων ΜΜΕ που μονοπωλήθηκαν από τον «πολεμικό λόγο».
Η αθροιστική επίπτωση των ανωτέρω ήταν η επιταχυνόμενη διάβρωση του «δημοκρατικού κεκτημένου» της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, υπό τουλάχιστον δύο έννοιες. Κατ’ αρχάς, επέστρεψε ο εμφυλιοπολεμικός λόγος της εθνικοφροσύνης και ο πολιτικός αντίπαλος αναγορεύτηκε πάλι σε εχθρό. Σε «εσωτερικό εχθρό», ανθέλληνα, δωσίλογο, κουκουλοφόρο ή άλλα τέτοια. Μόνο που τώρα στην υιοθέτηση της εθνικοφροσύνης συνέπιπτε και ο αριστερός και ο ακροδεξιός λαϊκισμός. Χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις. Επειτα, υποσκάφτηκε το κοινό αντιδικτατορικό θεμέλιο της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Η διάκριση δημοκρατίας – δικτατορίας λοιδορήθηκε και σχετικοποιήθηκε στο πλαίσιο κινητοποιήσεων απροκάλυπτα αντικοινοβουλευτικών, ουσιωδώς αντιδημοκρατικών ή απλώς ανομικών τύπου «δεν πληρώνω». Η συνύπαρξη επί εβδομάδες «Αγανακτισμένων» ακροδεξιών και ακροαριστερών στην Πλατεία Συντάγματος υπό το άθλιο πανό «η χούντα δεν τέλειωσε το ’73» εικονογραφούσε το νέο κλίμα.
Στο πολεμικό κλίμα αντιστοιχεί μια «στρατιωτικοποιημένη» οργάνωση. Η ώρα της ΧΑ είχε έρθει. Ηδη στους εκατοντάδες προπηλακισμούς και τις βιαιότητες που εκδηλώθηκαν το 2011, το χρώμα ήταν επικίνδυνα αδιευκρίνιστο, φαιοκόκκινο, αλλά οι «μπρατσάδες» της ΧΑ ξεχώριζαν για όποιους ήθελαν να δουν. Κοντολογίς, η (εμφυλιο)πολεμική υποτροπή της πολιτικής ζωής είχε δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε να αναδειχθεί η εξτρεμιστική Ακροδεξιά είτε αντικαθιστώντας (πτώση ΛΑΟΣ) είτε γειτνιάζοντας (ΑΕ) με τη λαϊκιστική Ακροδεξιά. Η αιτιακή συσχέτιση των δύο γεγονότων δύσκολα αμφισβητείται. Πράγματι, κοιτώντας το πανόραμα της Ευρώπης, η ΧΑ αποτελεί σπάνια περίπτωση κόμματος της εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς που πέτυχε σχετικά υψηλό εκλογικό ποσοστό ξεκινώντας από ένα μικρό και απροκάλυπτα φιλοναζιστικό γκρουπούσκουλο. Την ίδια ώρα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης που επίσης έχουν ισχυρή κομμουνιστική παράδοση και δοκιμάζονται από την κρίση, η Ελλάδα ανεξαρτήτως του πώς το αξιολογούμε ή το αιτιολογούμε, διακρίνεται για την έντονη έκλυση πρακτικής και λεκτικής βίας.
Είναι επικίνδυνη η ΧΑ; Ναι. Γι’ αυτό που είναι και γι’ αυτό που μας δείχνει. Είναι επικίνδυνη όχι γιατί θα αναβιώσει τα φαντάσματα του ναζιστικού παρελθόντος, αλλά γιατί σε μια στιγμή που εμφανίζονται ύστερα από καιρό οι δυνατότητες σταθεροποίησης του ευρωπαϊκού πλαισίου και της Ελλάδας μέσα σε αυτό, η δράση της ΧΑ επιτείνει την ένταση και αυξάνει τις πιθανότητες «ατυχήματος» (αυτοαποκλεισμού δηλαδή της χώρας από την ήδη σχεδιαζόμενη ευρωπαϊκή ενοποίηση). Είναι όμως επικίνδυνη και γι’ αυτό που μας δείχνει. Οτι στη χώρα μας έχουν εμφανιστεί συνθήκες που τείνουν στην «αποδημοκρατικοποίηση», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο με τον οποίο ο ιστορικός κοινωνιολόγος Τσαρλς Τίλι καταγράφει διαδικασίες οπισθοδρόμησης της δημοκρατίας που συμβαίνουν όταν συνδράμουν τρεις καταστάσεις. Μια κρίση αντιπροσώπευσης που αποσυνθέτει απότομα καθιερωμένα πολιτικά (πελατειακά ή όχι) «δίκτυα εμπιστοσύνης», τα οποία έως τότε πλαισίωναν τις κοινωνικές σχέσεις ευρύτατων στρωμάτων. Μια αύξηση των ανισοτήτων και των απειλών για το κοινωνικό status μεγάλου αριθμού πολιτών. Μια αυτονόμηση της λειτουργίας (ή μη λειτουργίας) διαφόρων «εστιών» στον κρατικό μηχανισμό κατά τρόπο που να μειώνεται ακόμα περισσότερο η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του κράτους. Κάποιοι πιθανόν να βλέπουν σε αυτά μια «επαναστατική κατάσταση», αλλά επειδή δεν κυκλοφορούν εδώ και χρόνια «επαναστατικά σχέδια», το πιθανότερο είναι να συμβεί μια υποβάθμιση της δημοκρατικής ζωής, που θα επιτρέπει σε συμμορίες και συντεχνίες να επιβάλλονται με την ωμή ισχύ τους. Η ΧΑ και η «αντιποίηση Αρχής» που επιχειρεί, αποτελεί ένα παράδειγμα.
Και τώρα τι; Πώς αντιμετωπίζεται η ΧΑ; Με ψυχραιμία και εγρήγορση. Προσωπικά πιστεύω ότι η επίτευξη της ομαλοποίησης της πολιτικής ζωής και η σταθεροποίηση του ευρωπαϊκού πλαισίου θα συμπιέσουν τη ΧΑ. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η δαιμονοποίηση ούτε οι σκέψεις για τον αποκλεισμό της με συνταγματικές διατάξεις έχουν νόημα. Ούτε η παραδοσιακή αντίληψη σχηματισμού «αντιφασιστικού μετώπου» έναντι τέτοιων δυνάμεων είναι ρεαλιστική, στον βαθμό που τόσο η ερμηνεία της γέννησης όσο και η αντιμετώπιση της ΧΑ διχάζουν παρά ενώνουν τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Το κράτος δικαίου, ή ότι έχει μείνει από αυτό, να επιβάλει τις κυρώσεις που προβλέπουν οι νόμοι. Να ενδιαφερθεί για την έκταση που έχει πάρει η επιρροή της ΧΑ στην Αστυνομία και στους άλλους «σκληρούς» μηχανισμούς. Και από την άλλη, οι δυνάμεις της Αριστεράς να ξανακοιτάξουν τη σχέση τους με τη δημοκρατία και τον πολιτισμό της δημοκρατίας. Ηταν το μεγάλο μάθημα που πήρε η κομμουνιστική Αριστερά τον 20ό αιώνα, είτε ηττώμενη από τη βία των αντιπάλων είτε παράγοντας τέρατα όπου έγινε εξουσία. Ο νέος αιώνας κάνει πιο επίκαιρο το μάθημα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου