Το άρθρο δημοσιεύεται στο capital.gr
“Χρόνια και χρόνια με τυραννάει
κι ούτε μια στάλα δεν με πονάει
γιατί;
Και με βαριέται και με άλλες πάει
και μού τα παίρνει και με χτυπάει
γιατί;»
Οι στίχοι είναι από το τραγούδι «Ο Άνθρωπός μου», σε μουσική Θεοφανίδη και στίχους Τραϊφόρου-Βασιλειάδη, το οποίο -ερμηνευμένο σπαρακτικά από τη Σοφία Βέμπο- έκανε καταπληκτική επιτυχία το 1956 που κυκλοφόρησε και έμεινε κλασσικό.
Οι στίχοι θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από τον Αλέξη Τσίπρα. Απαριθμούν τα δεινά των Ελλήνων επί της διακυβέρνησής του: «Και ζω κοντά του μες στη μιζέρια, χειμώνες τώρα και καλοκαίρια…» Το δε ρεφρέν αποτελεί τον διακαή πόθο του πρωθυπουργού μας, που προσδοκά να επαληθευτεί στις κάλπες, οψέποτε εκείνες στηθούν: «Μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί είναι -βλέπεις- ο άνθρωπός μου!»
Όταν, παιδί, είχα πρωτακούσει τον «Άνθρωπό μου», είχα φρίξει και δυσπιστήσει ταυτόχρονα. «Ποιά θα ανεχόταν ποτέ τέτοια φερσίματα;» είχα αναρωτηθεί. «Πόσο θύμα μπορεί να καταντήσει κανείς;»
Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, διεπίστωσα ότι το τραγούδι καταγράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια τις ζωές πάμπολλων δόλιων γυναικών -και όχι λιγότερων ανδρών-, που κυριολεκτικώς αγιάζουν τραβώντας του λιναριού τα βάσανα από εγωπαθή, άστοργα, βάναυσα ταίρια. Και που δεν τούς περνάει απ’το μυαλό να τα χωρίσουν -ουδέ καν να τα απατήσουν- καθόσον είναι οι «άνθρωποί» τους…
Η ψυχανάλυση έχει πει πολλά για τις περιπτώσεις του ολοκληρωτικού μαζοχισμού. Του μαζοχισμού δηλαδή ο οποίος ξεπερνά το σεξ και αγκαλιάζει κάθε πτυχή της ζωής ενός ζευγαριού. Ο κυριότερος ισχυρισμός της είναι πως οι άνθρωποι δεν έλκονται από το ευχάριστο ή το ωφέλιμο για τους ίδιους. Μα από το οικείο. Το ήδη βιωμένο. Εάν έχεις σε τρυφερή ηλικία κακοποιηθεί, θα αποζητάς ως ενήλικας την κακοποίηση. Θα θεωρείς τον σεβασμό χλιαρότητα, το πολιτισμένο φέρσιμο ξενέρωμα. Και θα ερωτεύεσαι εκείνον ή εκείνη που προτίθεται να σε εκμεταλλευτεί και να σε βασανίσει.
Έχουν οι παραπάνω διαπιστώσεις εφαρμογή στην πολιτική συμπεριφορά των λαών; Ασφαλέστατα. Ο Αλέξης Τσίπρας το έχει κατανοήσει πλήρως και το εφαρμόζει μαεστρικότερα από κάθε άλλον εδώ και δεκαετίες.
Κοιτάζει στα μάτια τους πολίτες, «σάς φλόμωσα στο παραμύθι!» τους ομολογεί ευθαρσώς. «Δεν είχα ιδέα πώς κυβερνάται μια χώρα. Επέλεξα άθλιους συνεργάτες. Χρειάστηκε να σάς φέρω στο χείλος μιας εθνικής καταστροφής ώστε να απαλλαγώ από τις αυταπάτες μου. Και αμέσως ύστερα υπέγραψα το πιό σκληρό μνημόνιο εξαιτίας των δεκάδων δισεκατομμυρίων που στοίχισε στην Ελλάδα η δονκιχωτική μου διαπραγμάτευση το 2015. Εδώ και δύο χρόνια, με τα μέτρα που νομοθετώ καθ’υπαγόρευσιν των θεσμών, έχω αλαλιάσει την μεσαία τάξη – αφήνοντας τους πλούσιους ουσιαστικά ανέγγιχτους. Έχω επιδεινώσει στην ουσία και την καθημερινότητα των οικονομικά πιό αδύνατων κι ας τους ψευτοπαρηγορώ με επιδόματα κι ας τάζω νεφελώδη αντίμετρα. Παρ’όλ’αυτά, θα με συγχωρήσετε και θα με ξαναψηφίσετε. Γιατί; Διότι εγώ είμαι ο άνθρωπός σας!» χαμογελάει πλατιά.
Θα τού βγει; Οι πιθανότητες εμφανίζονται σήμερα ελάχιστες. Οι Συριζανέλ θεωρούν προφανώς τον χρόνο σύμμαχό τους. Ποντάρουν στην κανονικότητα του τριτοτέταρτου μνημονίου και των capital control. Στην «κοινωνική ειρήνη» που επικρατεί εφόσον τα πρωτοπαλίκαρα των «Αγανακτισμένων» και του κινήματος του «Ψόφα» τακτοποιούνται αθρόα στον κρατικό μηχανισμό, έστω και σε ρόλους ανθυποκομπάρσων. Προσβλέπουν οι Συριζανέλ σε κάποια τόνωση της αγοράς, σε μια έστω και ασθενική ανάκαμψη της οικονομίας. Όποτε κι αν προκηρυχθούν οι εκλογές, θα μοιράσουν ασφαλώς χάντρες και καθρεφτάκια, θα τάξουν λαγούς με πετραχείλια. Κυρίως δε θα ρίξουν στη μάχη το μοναδικό βαρύ πυροβόλο τους, τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα.
Θα αμοληθεί ο κύριος Τσίπρας σε τηλεοράσεις, σε ραδιόφωνα, σε πλατείες και σε στάδια, θα οργώσει την Ελλάδα από άκρου σε άκρον, θα σφίγγει χέρια, θα αγκαλιάζει μωρά, θα συγκινείται δήθεν απ’τον πόνο των απόμαχων. Θα ελπίζει ότι οι συνομήλικοι του θα τον ξαναδούν σαν το «αγόρι της διπλανής πόρτας», οι μεσόκοπες κυρίες σαν το «παλικάρι» που θα ήθελαν για γιό ή γαμπρό, οι νεότεροι του σαν έναν «προσιτό», «απλό» πρωθυπουργό, ο οποίος τείνει ευήκοον ους στις αγωνίες τους. Όλοι, εν ολίγοις, σαν τον «άνθρωπό» τους.
Εκεί ακριβώς έγκειται το διαχρονικό πρόβλημα, η βαριά παθογένεια της κοινωνίας. Στο ότι κατά κανόνα αναδεικνύει τις πολιτικές της ηγεσίες με ψυχολογικά -δηλαδή εντελώς λάθος- κριτήρια.
Κανονικά θα έπρεπε να μάς προξενεί αποστροφή -μέχρι και αηδία- ο υποψήφιος που μάς απευθύνεται με ύφος πατρικό ή σαν παλιόφιλος. Ο οποίος ξεδιπλώνει, για να μάς μαγέψει και να μας τουμπάρει, τα επικοινωνιακά προσόντα του
Πατέρα όλοι έχουμε, είχαμε έστω. Το αίτημα μάλιστα της ενηλικίωσης είναι να τον απομυθοποιήσουμε και να τον αγαπήσουμε, συγχωρώντας τον που δεν υπήρξε Θεός. Φίλους διαθέτουμε κι αν μάς λείπουν, ας τους αναζητήσουμε στο περιβάλλον μας. Αν πάλι μάς διακατέχει η ανάγκη να μαγευτούμε, να συγκλονιστούμε απ’το χάρισμα του οποιουδήποτε, για αυτό ακριβώς υπάρχει η τέχνη. Δεν ξεσαλώνουμε σε πολιτικές συγκεντρώσεις αλλά σε ροκ συναυλίες. Δεν συγκινούμαστε με λόγους από μπαλκόνια αλλά με ταινίες, παραστάσεις, βιβλία. Την υπαρξιακή ανάταση και κάθαρση που αποζητάμε δεν θα μάς την προσφέρει ο Αλέξης Τσίπρας ή ο Κυριάκος Μητσοτάκης μα ούτε καν ο Τσε Γκεβάρα ή ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Θα τη βρούμε στον Αισχύλο, στον Σαίξπηρ, στον Ντοστογιέφσκι και στον Παπαδιαμάντη.
Για την ακάνθινη θέση του πρωθυπουργού θα έπρεπε κανονικά να επιλέγουμε εκείνον που παρέχει εχέγγυα ότι θα φέρει εις πέρας τις απαιτήσεις της. Πως θα διαχειριστεί με ψυχραιμία τις κρίσεις και τους κραδασμούς, θα κρατήσει το τιμόνι σταθερό, τα αυτιά του κλειστά στις σειρήνες της διαφθοράς, το μάτι του προσηλωμένο στους στρατηγικούς στόχους. Πως θα δουλεύει άοκνα, απερίσπαστος και χαλκέντερος. Πως θα είναι αρκετά χορτάτος είτε ασκητικός, ώστε να μην εθιστεί στις χαρές της εξουσίας. Ότι θα προωθήσει και θα περιφρουρήσει, εν τέλει, τα δικά μας συμφέροντα, τα οποία προφανώς περιλαμβάνουν την εξωτερική και εσωτερική ασφάλεια, τη δημοκρατία, ένα υψηλό επίπεδο υγείας και παιδείας, την αξιοποίηση όλων των ευκαιριών που παρουσιάζονται προς όφελος της χώρας.
Το εάν ο πρωθυπουργός είναι όμορφος ή άσχημος, ζεστός ή κρύος ιδιοσυγκρασιακά, εύθυμος ή μελαγχολικός, ποδοσφαιρόφιλος ή άμπαλος, ο «άνθρωπός μας» ή κάποιος που καθόλου δεν μάς μοιάζει, δεν θα έπρεπε να έχει καμία απολύτως σημασία.-