Ούτε η θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης έληξε, ούτε καταψηφίστηκε.
Εκλογές έγιναν επειδή υπήρχε η διάχυτη αμφισβήτηση ότι, ενώ υπήρχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δεν υπήρχε αντίστοιχη πολιτική και κοινωνική. Επειδή οι εκλογικοί συσχετισμοί του 2009 δεν μπορούσαν να δώσουν μια κυβέρνηση με όλες αυτές της εγγυήσεις αντιπροσωπευτικότητας.
.
Υπήρχε, δηλαδή, ένα ουσιαστικό πολιτικό πρόβλημα και όχι ένα στενά κοινοβουλευτικό. Υπήρχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία που δεν στηριζόταν σε μια αντίστοιχη πολιτική και κοινωνική.
.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου έλαβε περισσότερες από 250 ψήφους εμπιστοσύνης όταν συγκροτήθηκε και περίπου 180 όταν ψήφισε το μνημόνιο και αφού είχαν αποχωρήσει όλοι όσοι διαφωνούσαν με αυτό. Η κυβέρνησή του είχε ακόμα και το εξής παράδοξο: Όταν συγκροτήθηκε, ακόμη και το δημοσκοπικό άθροισμα των κομμάτων που τον υποστήριζαν, εξακολουθούσε να είναι μεγαλύτερο από αυτό των κομμάτων που δεν τον υποστήριζαν. Και φυσικά, η αναγωγή στο ποσοστό του εκλογικού σώματος που επέλεξε τα κόμματα που συγκρότησαν την κυβέρνηση Παπαδήμου, μια αναγωγή απόλυτα νομιμοποιημένη συνταγματικά, αφού η θητεία της Βουλής είναι 4ετής, έδινε όλο το εύρος της τυπικής νομιμοποίησης αυτής της κυβέρνησης. Όμως, όλοι ζητούσαν ή δέχονταν να πάμε σε εκλογές, για να προκύψει μια κυβέρνηση που να έχει όχι, πάλι, μια τυπική κοινοβουλευτική πλειοψηφία μόνο, αλλά μια ευρεία -και- κοινοβουλευτική -και- κοινωνική -και- πολιτική νομιμοποίηση και πλειοψηφία.
.
Κοινοβουλευτική, για προφανείς λόγους.
.
Κοινωνική, για να στηρίζεται και σε μια πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και όχι μόνον στον αριθμό των εδρών που το εκλογικό σύστημα παράγει.
.
Πολιτική, για να εναρμονίζεται με τα κυρίαρχα πολιτικά συμπεράσματα -αυτών- των εκλογών: όχι σε αυτό το μνημόνιο και παραμονή στο ευρώ.
.
.
Βέβαια, ένα «όχι», όσο συντριπτικό κι αν είναι, δεν παράγει ένα σαφές πολιτικό «δια ταύτα». Ακόμη και το θετικό συμπέρασμα, η παραμονή στο ευρώ, δεν αρκεί για να ορίσει το πλήρες περιεχόμενο μιας διακυβέρνησης, ακόμη και στα βασικά.
.
Άρα;
.
Άρα, δεν υπήρχε «σαφές» πολιτικό μήνυμα από τις εκλογές αυτές. Αν υπήρχε μια «σαφής» πολιτική πρόταση, με τις όποιες παραλλαγές της, πρόταση που θα την εξέφραζαν «σαφώς» κάποια πολιτικά κόμματα, αυτά θα μπορούσαν να σχηματίσουν, προφανώς, και κυβέρνηση, αν είχαν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακόμα και αν δεν είχε την κοινωνική πλειοψηφία, θα είχαν την πολιτική νομιμοποίηση να προχωρήσει ως «κυρίαρχη» πρόταση, αφού οι -λίγες ή πολλές άλλες- θα ήταν «σαφώς» … «μειοψηφικότερες» κοινωνικά και πιο αδύναμες πολιτικά. Αυτές οι εκλογές, όμως, δεν έδωσαν τέτοια «σαφή» πρόταση.
.
Το μόνο σενάριο που θα μπορούσε να περπατήσει σήμερα, ως παράγωγο αυτών των εκλογών, θα ήταν μια κυβέρνηση ευρείας κοινοβουλευτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας, που θα είχε την πολιτική νομιμοποίηση να ενεργοποιήσει αυτά, τα ελάχιστα έστω, μηνύματα των εκλογών: να «αλλάξει» το μνημόνιο με κινήσεις που δεν θα έθιγαν την παραμονή της χώρας στο ευρώ.
.
Πιστεύω ότι ήταν η μόνη νομιμοποιημένη, αλλά και στοιχειωδώς βιώσιμη επιλογή, σήμερα.
.
.
.
Η «πυκνότερη» πολιτική εβδομάδα μετά τη μεταπολίτευση
.
.
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ υπέστησαν μια βαριά ήττα και η μετεκλογική στάση τους μόνο με ψυχολογικούς όρους μπορεί να ερμηνευτεί. Δεν συμπεριφέρονται πολιτικά, δεν εμπλέκονται στην προσπάθεια δημιουργίας ενός κυβερνητικούς σχήματος με βάση τα δεδομένα των εκλογών. Η ΝΔ, κάποιος πρέπει να της το θυμίσει, ήταν πρώτο κόμμα και μαζί με το ΠΑΣΟΚ εκπροσωπούσαν 1 στους 3 έλληνες ψηφοφόρους! Η συμπεριφορά τους περιορίστηκε στο: «Κύριε Τσίπρα σας στηρίζουμε για πρωθυπουργό και κάντε όποιες αλλαγές θέλετε στο μνημόνιο»! Ούτε πειστικό ακούγεται αυτό, ούτε υπεύθυνο με βάση αυτό -ακόμα- που εκπροσωπούν. Είναι, επιεικώς, συμπεριφορά κάποιου που έχει προσβληθεί από το αποτέλεσμα και θέλει να πει «Αυτόν δεν θέλατε; Λουστείτε τον και θα δείτε τι έχετε να πάθετε»! Κατώτεροι της στιγμής, ακόμη και ως ηττημένοι!
.
Η λογική του ΚΚΕ, εν ολίγοις είναι η ακόλουθη: Στις εκλογές αυτές (στις κάθε εκλογές) ο λαός να αναδείξει ενισχυμένο το ΚΚΕ και μια αδύναμη κυβέρνηση, η οποία, αφού θα είναι αδύναμη, θα πρέπει μετά από λίγο να ξανακάνει εκλογές από όπου το ΚΚΕ να βγει ακόμα πιο ενισχυμένο, μια κυβέρνηση ακόμα πιο αδύναμη και σε καμιά εικοσιπενταριά τέτοια στάδια, θα προκύψει επιτέλους η λαϊκή εξουσία που όλα θα τα λύσει. Αυτά το καθιστούν έναν παράγοντα που κανείς δεν δικαιούται να τον αθροίζει σε κανένα «κοινό» σχέδιο, ούτε θεωρητικά, ούτε ως υπόθεση εργασίας. Και αυτό, όχι επειδή το ΚΚΕ δεν θέλει να συνεργαστεί με κανέναν, αλλά γιατί οι απόψεις αυτές και οι εν γένει αντιλήψεις του γι’ αυτήν τη «λαϊκή εξουσία», δε συγγενεύουν με οποιοδήποτε άλλο σχέδιο. Το ΚΚΕ είναι εκτός, όχι επειδή αρνείται τις προτάσεις της άλλης αριστεράς, αλλά επειδή θα πάψουν να του το προτείνουν, λόγω πλήρους ασυμβατότητας. Ή μήπως υπάρχει συμβατότητα με κάποιους;
.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με όλη τη συμπεριφορά του αυτήν την περίοδο, δείχνει πως κινείται στη λογική της «κατάληψης της εξουσίας» και όχι της συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας. Η διαφορά του από την αντίληψη του ΚΚΕ, βρίσκεται στο ότι πια προσπαθεί να συνθέσει δύο ρεύματα που κυριαρχούν στις επιλογές του. Από τη μια, τον αριστερισμό, ο οποίος δίνει τον τόνο σε πολλές από τις πρακτικές του και από την άλλη, το λαϊκισμό, που πια λειτουργεί ως ομπρέλα στην ταυτότητα του χώρου. Αυτά τα δύο ρεύματα ρούφηξαν τα όποια «ανανεωτικά» υπολείμματα υπήρχαν στο ΣΥΝ.
.
Η ΔΗΜΑΡ, από τη μια παρέπεμπε σε κυβέρνηση των προοδευτικών δυνάμεων, αλλά δεν τις κατονόμαζε αυτές τις δυνάμεις και έτσι, αυτό έτεινε να ταυτιστεί με την κυβέρνηση της αριστεράς. Η κυβέρνηση της αριστεράς, προεκλογικά, πατενταρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση με ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Οικολόγους – Πράσινους (με κάποιες παραλλαγές από Λαφαζάνη, από τη μια, ή Παπαδημούλη, από την άλλη). Αν και η ΔΗΜΑΡ δεν προέβαλε μια σαφή κυβερνητική πρόταση, στην ουσία υπονοούσε μια κυβέρνηση αριστεράς, αν και προεκλογικά φάνταζε εντελώς απίθανη. Στη λογική αυτή ήταν, νομίζω, και η αρχική δήλωση του Φ. Κουβέλη μετά τη συνάντησή του με τον Α. Τσίπρα.
.
Η εβδομάδα αυτή συμπύκνωσε πολύ τον πολιτικό χρόνο. Μέσα σε μια εβδομάδα έγιναν τεράστιες αλλαγές στον πολιτικό χάρτη. Ήταν ίσως η «πυκνότερη» πολιτική εβδομάδα από τη μεταπολίτευση, τουλάχιστον. Αυτό απαιτεί συμπεράσματα και αλλαγές αντίστοιχες με το …μέγεθος αυτής της εβδομάδας.
.
.
Ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να προκύψει από αυτές τις εκλογές; Ασφαλώς θα εξαρτηθεί από τα αποτελέσματα, αλλά κάποια πράγματα θα πρέπει να ειπωθούν, φυσικά, από τώρα. Τα ενδεχόμενα για τη ΔΗΜΑΡ είναι δύο. Ή θα προτείνει κυβέρνηση της αριστεράς, ή μια κυβέρνηση με οικουμενικά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των εκλογών. Οι συσχετισμοί, βέβαια, θα καθορίσουν και το «μείγμα» της πολιτικής που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την κυβέρνηση αυτή, γι’ αυτό και δεν θα είναι αδιάφορο το στοιχείο αυτό. Μια ασαφής πρόταση για κυβέρνηση προοδευτική, σήμερα είναι εξαιρετικά αδύναμη και ευάλωτη, από ό,τι ήταν πριν από τις προηγούμενες εκλογές. Μια πρόταση για κυβέρνηση της αριστεράς, ως προτεραιότητα, ως ευχή να προκύψει αριθμητικά μια τέτοια δυνατότητα, στην ουσία μπαίνει πίσω από την βασική πρόταση ΣΥΡΙΖΑ και άρα, θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια (παραλλαγή) πρόταση-κομπάρσος. Φυσικά, ο κύριος λόγος που δεν θα έπρεπε να υιοθετηθεί μια τέτοια κυβερνητική πρόταση, είναι ότι θα είναι μια κυβέρνηση χωρίς ευρεία κοινωνική βάση (εκτός κι αν κάποιος πιστεύει ότι θα πείσει αθροιστικά πάνω από το 50% του εκλογικού σώματος!), αλλά θα είναι αδύναμη και πολιτικά, αφού θα έπρεπε να συνθέσει ένα αντιφατικό πακέτο προτάσεων που προέρχονται από αυτό το μωσαϊκό που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ. Δεν θα έχει λύσει ούτε καν το βασικό: μέσα ή έξω από το ευρώ, ή, καλύτερα, κόκκινη γραμμή η παραμονή στο ευρώ, ή θα μπορούσαμε και με δραχμή, ή καλύτερα με δραχμή, ή ντε φάκτο δραχμή. Θα ήταν μια κυβέρνηση αδύναμη έως καταστροφική για τη διαχείριση αυτής της κρίσιμης -και χωρίς επιστροφή- κατάστασης της χώρας.
.
Άρα, κυβέρνηση με οικουμενικά χαρακτηριστικά για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, εντός του ευρώ, μέσα σε ένα πακέτο ισχυρών μεταρρυθμίσεων σε όλους του τομείς. Αυτό που ειπώθηκε την τελευταία εβδομάδα, να προταθεί και ως κυβερνητική πρόταση για το μήνα που ακολουθεί