Γιατί δεν ξεκινά η αναθεώρηση του Συντάγματος;

Γιώργος Χ. Σωτηρέλης 19 Απρ 2016

Για την αναθεώρηση του Συντάγματος τα τελευταία χρόνια έχουν ειπωθεί πολλά μεγάλα λόγια και έχουν δοθεί αντίστοιχες υποσχέσεις, πλην όμως χωρίς κανένα αντίκρυσμα έως τώρα. Η ανακολουθία αυτή, μάλιστα, δεν βαρύνει μόνον την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, διότι για να ξεκινήσει αυτή η διαδικασία απαιτείται απλώς πρόταση 50 βουλευτών. Στη συνέχεια, βέβαια, συγκροτείται μια Επιτροπή, που εξειδικεύει τις προτεινόμενες για αναθεώρηση διατάξεις, και με βάση τις προτάσεις της αποφασίζει η Ολομέλεια της Βουλής, σε δύο συνεδριάσεις που απέχουν μεταξύ τους έναν μήνα, με την ειδική πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών (180). Η επόμενη Βουλή, που είναι αναθεωρητική, αποφασίζει πλέον για το περιεχόμενο των εν λόγω διατάξεων, με απόλυτη πλειοψηφία (151).  Ωστόσο το Σύνταγμα παρέχει και μια δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα: αν στην πρώτη (διπλή) ψηφοφορία οι προτεινόμενες διατάξεις συγκεντρώσουν τουλάχιστον 151 βουλευτές, η αναθεώρηση μπορεί να προχωρήσει, αρκεί στην ψηφοφορία της επόμενης (αναθεωρητικής) Βουλής να επιτευχθεί (αντεστραμμένη) πλειοψηφία 3/5 (180).

Με βάση αυτά τα δεδομένα, η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί ευχερώς να προέλθει και από την αντιπολίτευση, ακόμη και από την ελάσσονα, αν συγκεντρωθούν τουλάχιστον 50 υπογραφές για την έναρξη της σχετικής διαδικασίας. Ως εκ τούτου, το ερώτημα είναι εύλογο: γιατί μετά το 2013, οπότε και συμπληρώθηκε η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα πενταετία από την προηγούμενη (κολοβή) αναθεώρηση του 2008, δεν αναλήφθηκε καμία σχετική πρωτοβουλία; Ειδικότερα:

Η κυβέρνηση Σαμαρά, για την οποία υποτίθεται ότι η αναθεώρηση ήταν θέμα υψίστης προτεραιότητας,  δεν έκανε απολύτως τίποτε προς αυτήν την κατεύθυνση, εκτός από μια προσχηματική εξαγγελία που αποσκοπούσε στην αποτροπή των εκλογών (που τελικά προκάλεσε, κατά τρόπο θεσμικά τραυματικό,  ο ΣΥΡΙΖΑ). Αλλά και μετά τις εκλογές του  Ιανουαρίου του 2015 η ΝΔ δεν έχει αναλάβει καμία συγκεκριμένη πρωτοβουλία, παρότι υπερκαλύπτει τον αριθμό των 50 βουλευτών.

Το ίδιο ισχύει φυσικά, αντιστρόφως, και για τον Σύριζα παρότι και στην δική του μεταρρυθμιστική ατζέντα η συνταγματική αναθεώρηση είναι ψηλά, με βάση τις διακηρύξεις και τις προεκλογικές εξαγγελίες του.

Τέλος, ούτε από τα μικρότερα κόμματα αλλά ούτε και από την πλευρά των βουλευτών, ανεξαρτήτως κομμάτων, δεν έχει γίνει κάποια πειστική κίνηση, παρότι επανειλημμένα έχουν γίνει αναφορές ή/και συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Εν κατακλείδι, κανένα κόμμα δεν φαίνεται να έχει συγκεκριμένη, ολοκληρωμένη και πειστική συνταγματική πολιτική. Μιλούν για την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά όταν φθάνει η ώρα των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών είτε περί άλλα τυρβάζουν  είτε σφυρίζουν αδιάφορα είτε πετούν την μπάλα στην εξέδρα…

Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι η συνταγματική αναθεώρηση είναι πανάκεια που μπορεί να λύσει από μόνη της τα σοβαρά προβλήματα της χώρας. Αυτό είναι απλώς μια εύκολη υπεκφυγή των κομμάτων. Ούτε ο περίφημος μετασχηματισμός του κράτους, τον οποίο κανείς δεν τόλμησε έως τώρα, αλλά ούτε και επί μέρους αλλαγές –όπως πχ αυτές που αφορούν το εκλογικό σύστημα ή την καταπολέμηση της πελατειακής συναλλαγής και του μαύρου χρήματος ή την αντιμετώπιση της διαπλοκής– χρειάζονται συνταγματική αναθεώρηση. Παρά ταύτα, συναρτώνται προσχηματικά με αυτήν, στο πλαίσιο μιας τακτικής που την έχω ονομάσει περιπαικτικά «το στρίβειν διά του Συντάγματος», παραφράζοντας την γνωστή ατάκα του ελληνικού κινηματογράφου…

Ωστόσο, όσο απορριπτέος είναι ο συνταγματικός μαξιμαλισμός (πολλώ δε μάλλον όταν συνδέεται με τον συνταγματικό λαϊκισμό, που προπαγανδίζει μεγαλόστομα «συντακτική συνέλευση» ερήμην του άρθρου 110 του Συντάγματος) άλλο τόσο απορριπτέα είναι και η υποτίμηση της συνταγματικής αναθεώρησης. Και τούτο για δύο λόγους:

Πρώτον διότι, αν παρ’ελπίδα υπάρξει μια γενναία συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων,  προς την κατεύθυνση της συνολικής ανάταξης του πολιτικού και διοικητικού συστήματος, η συνταγματική αναθεώρηση μπορεί να αποτελέσει το επιστέγασμα και συνάμα την μέγιστη δυνατή θεσμική θωράκισή της.

Δεύτερον διότι, ούτως ή άλλως, υπάρχουν αρκετές προβληματικές πτυχές του θεσμικού μας οικοδομήματος, που απαιτούν άμεσες και πρόσφορες συνταγματικές παρεμβάσεις. Θα μπορούσα να αναφερθώ, ενδεικτικά, πέρα από την πανθομολογούμενη πλέον ανάγκη να επανεξετασθεί η ποινική ευθύνη των υπουργών, στην  αλλαγή του τρόπου ανάδειξης της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των Ανεξάρτητων Αρχών –για την οποία, κατά την άποψή μου, τον τελευταίο λόγο θα έπρεπε να έχει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας–  στην ρητή κατοχύρωση ουσιαστικού συνταγματικού ελέγχου των νόμων και των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, τόσο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όσο και από ένα επιτακτικά αναγκαίο, πλέον, Συνταγματικό Δικαστήριο, στην οριστική και αμοιβαία επωφελή αποσαφήνιση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας (με αποεκκλησιαστικοποίηση του πρώτου και αποκρατικοποίηση της δεύτερης) και στην κατάργηση των άνευ περιεχομένου πλέον Περιφερειακών Διοικήσεων, με παράλληλη καθιέρωση  φορολογικής αποκέντρωσης, υπέρ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αν σε αυτά προστεθεί ένας λελογισμένος εμπλουτισμός του αντιπροσωπευτικού συστήματος με θεσμούς άμεσης λαϊκής συμμετοχής, σε συνδυασμό με την απαραίτητη, ενόψει των πρόσφατων δυσμενών συνεπειών της κρίσης, ενίσχυση του δεσμευτικού χαρακτήρα των κοινωνικών δικαιωμάτων, θα μπορούσαμε να έχουμε μια πολύ χρήσιμη συνταγματική αναθεώρηση, πέρα από μαξιμαλιστικές  αλλά και από ισοπεδωτικές λογικές.