Το ερώτημα τίθεται συχνά στις δημόσιες συζητήσεις και γι’ αυτό χρειάζεται να ακουστούν όλες οι απόψεις επί του θέματος. Γιατί το κυπριακό βρίσκεται σε αυτό το αδιέξοδο; Ποιοι λόγοι μπορεί να δώσουν μια πειστική εξήγηση για το παρατεταμένο αδιέξοδο;
Η πειστική απάντηση, κατά τη δική μου κρίση, βρίσκεται στο ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά εγκατέλειψε την πολιτική Κρανιδιώτη στο κυπριακό και στη συνέχεια οι συσχετισμοί άλλαξαν και το σκηνικό διαφοροποιήθηκε. Η πολιτική Κρανιδιώτη έθετε στο ίδιο τραπέζι την επίλυση του κυπριακού, σε συνδυασμό με την πολιτική της διεύρυνσης της ΕΕ, έτσι που η ΕΕ να εποπτεύει τις εξελίξεις και να αξιολογεί τα βήματα κάθε πλευράς. Στην πράξη, η πολιτική Κρανιδιώτη κορυφώθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2005, αλλά με άλλη ηγεσία. Η Κύπρος ήταν ήδη πλήρες μέλος και η Τουρκία ζητούσε έναρξη ενταξιακών. Αυτό ήταν το κλειδί, ο καταλύτης για τον οποίο εργάστηκε ο Γ. Κρανιδιώτης: Η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ, να παρεμποδίσει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, μέχρι να πάρει ισχυρές δεσμεύσεις από την ΕΕ και την υποψήφια χώρα ως προς τις βασικές αρχές της επίλυσης του κυπριακού και σαφές χρονοδιάγραμμα επίλυσης κάτω από την εποπτεία της ΕΕ. Δυστυχώς, η τότε πολιτική ηγεσία στην Κύπρο, ήθελε, κατά βάθος, να ακυρώσει την πολιτική Κρανιδιώτη, γιατί, πρώτο, αυτή απαιτούσε ανάληψη πολιτικής ευθύνης απέναντι στους κύπριους πολίτες και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ, και, δεύτερο, προωθούσε μια ακατανόητη πολιτική που έσπρωχνε την κοινή γνώμη σε άλλες λύσεις. Έτσι εφευρέθηκε η λύση του «αγώνα» για αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία, κάτι που όλοι γνώριζαν ότι συνιστούσε μια θεμιτή άσκηση πίεσης. Στην πράξη, η Κύπρος αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους εταίρους της και συναίνεσε στην έναρξη ενταξιακών της κατοχικής δύναμης, χωρίς κανένα αντάλλαγμα.
Την ίδια βασική πολιτική ακολούθησε η Κύπρος και στη συνέχεια. Αντί να διασυνδεθεί η πολιτική της επίλυσης με τον σκληρό πυρήνα της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, από την πλευρά της Λευκωσίας υπήρχε η πίεση για μη άνοιγμα κεφαλαίων της Τουρκίας, χωρίς αυτή η αναγκαία πίεση να διασυνδεθεί με σαφείς πτυχές της επίλυσης του κυπριακού. Έτσι ακολούθησε μια πολιτική παγώματος κεφαλαίων, χωρίς διασύνδεση με τις διακοινοτικές συνομιλίες στη Λευκωσία και τη συγκεκριμένη δυνατότητα της ΕΕ να επιλύσει δύσκολες πτυχές της διαπραγμάτευσης και με την παρουσία υψηλού αντιπροσώπου της στις συνομιλίες. Η πολιτική της διασύνδεσης και της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ, αντικαταστάθηκε με την πολιτική της δημιουργίας προβλημάτων στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με τη στήριξη της «νέας» πολιτικής έναντι της Τουρκίας, που επέλεξαν η Μέρκελ και ο Σαρκοζί. Στην πράξη, πρώτο θύμα της νέας κατάστασης πραγμάτων που δημιουργήθηκε, ήταν η παρεμπόδιση της δυνατότητας επίλυσης του κυπριακού ως «απάντηση» της Άγκυρας στα νέα δεδομένα -μπλόκο στην ένταξή της με επιπρόσθετες δυσκολίες στις συνομιλίες στη Λευκωσία. Στην ουσία, όσοι στη Λευκωσία ένιωθαν ικανοποίηση από δηλώσεις της Μέρκελ ή του Σαρκοζί, στην πράξη παρέβλεπαν τις περαιτέρω δυσκολίες στη διαπραγμάτευση για την επίλυση του κυπριακού.
Για να συζητήσουμε τον πυρήνα του θέματος, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα να απαντήσουμε το ερώτημα: Θέλουμε να δημιουργούμε εμπόδια στην Τουρκία εξαιτίας της εισβολής, ή θέλουμε να αξιοποιήσουμε τα χαρτιά που προσφέρει η ένταξη για να λύσουμε το κυπριακό και να απαλλάξουμε την πατρίδα μας από τον στρατιωτικό κλοιό που δημιούργησε η κατοχή; Όσο ένα μεγάλο μέρος της κυπριακής ηγεσίας σκέφτεται με κριτήρια ρεβάνς, το αδιέξοδο προσφέρει αυτή τη δυνατότητα. Όσο μια διαφορετική ηγεσία σκέφτεται με κριτήρια ελευθερίας, η ΕΕ προσφέρει τα πιο κατάλληλα εργαλεία.