Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους Ελληνες πολίτες είναι τι συνέβη και σταμάτησε το τρένο της ανάπτυξης και με ποιον τρόπο θα ξεκινήσει πάλι, ώστε να δημιουργηθεί πλούτος και να υπάρξουν θέσεις εργασίας, αντί να φουντώνει η φτώχεια και η ανεργία.
Αν ρωτήσουν τους οικονομολόγους, θα περιπλακούν με τις απαντήσεις που θα πάρουν, καθώς η ποικιλία των απόψεων είναι ανάλογη εκείνης των γιατρών, όταν ερωτώνται γιατί αρρώστησε κάποιος και με ποιον τρόπο θα γίνει καλά. Νεοφιλελεύθεροι, μαρξιστές και κεϊνσιανοί οικονομολόγοι, με πολλές αποχρώσεις, κάνουν διαφορετική διάγνωση και προτείνουν εντελώς διαφορετικές θεραπείες στο πρόβλημα της ύφεσης και της ανεργίας.
Ωστόσο και στις δύο επιστήμες, της οικονομίας και της ιατρικής, υπάρχουν ορισμένοι κοινά αποδεκτοί κανόνες, οι οποίοι έχουν προκύψει από την εμπειρία του παρελθόντος και από την έρευνα των αιτίων των φαινομένων. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κανόνες αυτοί δεν αναθεωρούνται συνεχώς υπό το φως της νέας εμπειρίας και των νέων ερευνητικών αποτελεσμάτων. Στην περίπτωση της οικονομίας, που μας αφορά, ορισμένοι κανόνες φαίνεται να ισχύουν καθολικά, ενώ είναι γενικά αποδεκτοί από τους περισσότερους οικονομολόγους, μέχρι να διαψευστούν, όπως θα έλεγε ο Popper.
Ετσι, υπάρχει μια γενική ομοφωνία, ότι οι δημόσιες και οι ιδιωτικές επενδύσεις διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο στην αναπτυξιακή διαδικασία. Είναι φορείς νέας τεχνολογίας, αυξάνουν την παραγωγικότητα και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας. Συνεπώς, αν οι επενδύσεις για κάποιους λόγους μειωθούν σημαντικά, αυτό θα σημάνει πολύ σύντομα οικονομικό μαρασμό και ανεργία. Αν προστεθεί και μείωση της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής, χωρίς ανάλογη αύξηση των εξαγωγών, τότε ο οικονομικός μαρασμός και η ανεργία αυξάνονται ακόμη περισσότερο, καθώς η παραγωγή μειώνεται απόλυτα, με κλείσιμο επιχειρήσεων και απολύσεις εργαζομένων.
Πράγματι, αυτό συνέβη στην ελληνική οικονομία. Η κυβέρνηση της εποχής, καθώς δεν υπήρχαν αρκετά δημόσια έσοδα, δανειζόταν για να πραγματοποιεί μεγάλες δαπάνες (καταναλωτικές, κυρίως, για να ικανοποιεί τους πολίτες-πελάτες) συσσωρεύοντας χρέος.
Οταν η διαφορά εσόδων-δαπανών (έλλειμμα) ξεπέρασε κάθε όριο, οι δανειστές (διεθνείς αγορές) σταμάτησαν να δανείζουν την Ελλάδα την άνοιξη του 2010, καθώς η παγκόσμια κρίση περιόρισε τη ρευστότητα διεθνώς. Η τότε κυβέρνηση, αντί να περιορίσει δραστικά τις καταναλωτικές δαπάνες, προκειμένου να μειώσει το έλλειμμα, όπως συμφώνησε πιεζόμενη από την τρόικα (Μνημόνιο), μείωσε τις επενδυτικές δαπάνες, αύξησε τη φορολογία σε πολίτες και επιχειρήσεις και μείωσε μισθούς και συντάξεις.
Ημείωση των δημόσιων επενδυτικών δαπανών περιόρισε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας. Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα, επειδή δεν μπορούσε πλέον να δανειστεί, καθώς οι καταθέσεις μειώνονταν (λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης), περιόρισε δραστικά τα δάνεια (ρευστότητα) προς τις επιχειρήσεις και έτσι περιόρισε τη δυνατότητά τους να πραγματοποιούν επενδύσεις. Καθώς οι διαρθρωτικές αλλαγές καθυστερούσαν (άνοιγμα αγορών, αποκρατικοποιήσεις, αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα κ.ά.), το βάρος έπεσε στη μείωση μισθών και συντάξεων, τόσο στο δημόσιο τομέα (για να μειωθεί το έλλειμμα στον προϋπολογισμό) όσο και στον ιδιωτικό τομέα (για να μειωθεί το έλλειμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας, να αυξηθούν δηλαδή οι εξαγωγές). Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος μαζί με την αύξηση της φορολογίας των πολιτών και την αυξανόμενη ανεργία περιόρισαν την εγχώρια κατανάλωση. Δεν υπήρχε, έτσι, δυνατότητα αύξησης της παραγωγής με επενδύσεις, αλλά, αντίθετα, υπήρξε μείωση της παραγωγής, με απολύσεις εργαζομένων και με συνεχή αύξηση της ανεργίας, καθώς η στροφή προς τις εξαγωγές δεν αντιστάθμισε τη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης .
Με τη διάγνωση αυτή συμφωνούν λίγο-πολύ οι περισσότεροι οικονομολόγοι. Προφανώς, το μέγα ζήτημα είναι οι προτάσεις για τη θεραπεία του διαγνωσθέντος προβλήματος. Εδώ υπάρχουν οι περισσότερες διαφωνίες μεταξύ των ειδικών, όπως θα φανεί στο επόμενο άρθρο μας.