Γιατί δεν έμεινα στην απονομή

Γιώργος Σιακαντάρης 15 Μαϊ 2013

Τo προηγούμενο Σάββατο ήμουν στο ΟΑΚΑ, όπως χρόνια τώρα με τα διαρκείας μου πηγαίνω στο «Καραϊσκάκης», για να παρακολουθήσω τον τελικό κυπέλλου μεταξύ του Ολυμπιακού και του Αστέρα Τρίπολης. Το τι έγινε εκεί ποδοσφαιρικά και διαιτητικά, όλοι το γνωρίζουν. Αντιθέτως όμως απ’ όσα υποστηρίζουν μερικοί, εγώ δεν ντράπηκα που είμαι Ολυμπιακός. Αντιθέτως αισθάνθηκα πολύ περήφανος. Όχι όμως για το ότι η ομάδα μου πήρε το κύπελλο, αλλά για το γεγονός πως ελάχιστοι έμειναν να παρακολουθήσουν την απονομή. Και αυτοί που έμειναν, την παρακολούθησαν σαν να παρευρίσκονταν σε κηδεία. Ακόμη και αυτοί της θύρας 7 έδειχναν αμήχανοι και προβληματισμένοι.

Την άλλη μέρα διάβασα τις δηλώσεις του προέδρου του Ολυμπιακού. Αυτός είπε τα εξής, «Γι’ αυτά που ακούγονται και ακούστηκαν από διαφόρους, είτε από τον Αστέρα είτε από τιτιβίσματα άλλων ομάδων με γραφικές δηλώσεις ή σχόλια, εμείς δεν ασχολούμαστε και δεν μας αγγίζουν. Ήταν ένα δύσκολο και δυνατό παιχνίδι. Κάποια στιγμή αναγκαστήκαμε να παίξουμε με 10 παίκτες. Έχουμε όλο το χρόνο μπροστά μας για να κάνουμε τις κινήσεις που πρέπει». Ανάλογου είδους δηλώσεις είχαν γίνει και όταν εκατοντάδες έξαλλοι επιτέθηκαν και κτύπησαν τους παίκτες του Παναθηναϊκού, στον αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων που έγινε πριν από 2 χρόνια. Δηλώσεις που ανάγλυφα προδίδουν πως σε μια τόσο σοβαρή έκφραση της νεωτερικότητας (θα το εξηγήσω αυτό στο τέλος), που είναι το ποδόσφαιρο, οι άνθρωποι που κινούνται γύρω απ’ αυτό, δεν καταλαβαίνουν πως δυναμιτίζουν τα θεμέλια του κτηρίου, εντός του οποίου ζουν.

Μερικοί λένε πως το ποδόσφαιρο είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Μπορεί. Στην Ελλάδα όμως ισχύει το αντίθετο. Η ελληνική κοινωνία είναι ο καθρέφτης του ελληνικού ποδοσφαίρου. Στην ελληνική κοινωνία καλλιεργούνται τόσα χρόνια τα φυτά του λαϊκισμού, της ανομίας, του «δεν πληρώνω», της παραβατικότητας, της υπόγειας συναλλαγής, της απουσίας πραγματικών ελίτ. Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι η ακραία έκφραση αυτών των φαινομένων. Το ελληνικό ποδόσφαιρο καταναλώνει σε υπερθετικό βαθμό ό,τι παράγει η ελληνική κοινωνία.

Γιατί, σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν είναι οι Μαρινάκηδες, οι Αλαφούζοι, οι Σαββίδιδες. Γιατί μη μου πείτε πως τα ανώριμα τιτιβίσματα του προέδρου του ΠΑΟ και οι δηλώσεις του προέδρου του Αστέρα Τρίπολης, φανερώνουν ανθρώπους που αγωνίζονται για το καλό του ελληνικού ποδοσφαίρου… Το πρόβλημα είναι πως όλοι αυτοί και πολλοί άλλοι παλαιότερα, στηρίχτηκαν σε μια κοινωνία που βάπτιζε «επανάσταση» την ανομία και τον λαϊκισμό, που βάπτιζε ως δίκαιο κάθε συντεχνιακό και οπαδικό δικαίωμα.

Δεν θα σταθώ εδώ στη μία ή την άλλη φάση που έγινε και αδίκησε ο διαιτητής τον Αστέρα. Η αδικία μπορεί να μην ήταν καν σκόπιμη. Το πρόβλημα είναι η μη αναγνώριση της αδικίας, έστω και εκ των υστέρων. Δεν θα σταθώ επίσης στον αν κάποτε ο Ντέμης είχε πει στον διαιτητή πως έβαλε γκολ με το χέρι (αυτό το έκανε, αφού ο επόπτης είχε ήδη ενημερώσει τον διαιτητή για την παράβαση… στην αρχή πανηγύριζε σαν τρελός). Θα σταθώ όμως στο ότι αυτός ο Ντέμης, ήταν ένας παράγοντας α λα Μαρινάκη, χωρίς τα λεφτά του Μαρινάκη. Θα σταθώ στο γεγονός πως το ελληνικό ποδόσφαιρο, χρόνια τώρα, ταλανίζεται από παράγοντες που κινούνται γύρω από ανασφαλείς προέδρους και εκφράζουν ό,τι πιο σάπιο και διεφθαρμένο υπάρχει στους κόλπους της όποιας ελληνικής επιχειρηματικής τάξης. Παράγοντες που ασχολούνται με αυτό για να αποκτήσουν κύρος και νομιμοποίηση και όχι τόσο πολύ χρήματα. Γιατί ακριβώς επειδή τους λείπει η επιχειρηματική και η συνολική παιδεία, αναζητούν να καλύψουν αυτές τις «απουσίες» στις επευφημίες εκείνων των ανθρώπων, για τους οποίους το ποδόσφαιρο αποτελεί το μοναδικό λιμάνι ασφάλειας, έναντι των απειλών της «ρευστής κοινωνίας».

Ασχετοσύνη, ιδιοτέλεια, βρώμικο χρήμα, αναζήτηση νομιμοποίησης εξωποδοσφαιρικών δραστηριοτήτων, έλλειψη παιδείας: Να κάποιες από τις αιτίες που κάποιοι δεν στεναχωριούνται όταν κατακτούν τρόπαια με τέτοιο τρόπο. Παιδεία (αστική παιδεία) που αντιθέτως έχουν οι Αγγελόπουλοι του μπασκετικού Ολυμπιακού και που με αυτήν ανέχθηκαν τόσα χρόνια τους μαρινάκηδες του μπάσκετ να χουλιγκανίζουν λεκτικά και διοικητικά. Βεβαίως οι Αγγελόπουλοι επενδύουν στον Ολυμπιακό και δεν παρουσιάζουν ανθρώπους τηλεσχολιαστές του σταρ σίστεμ (λέγε με Μίτσελ) ως προπονητές. Ανθρώπους στους οποίους, πριν από την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου, θα φορτώσουν την αποτυχία, για να νίψουν τη δική τους αδυναμία να σκεφτούν μακροπρόθεσμα.

Θα σταθώ όμως κυρίως στο ότι η τεράστια πλειοψηφία των υποστηρικτών του Ολυμπιακού δεν έμεινε να παρακολουθήσει την απονομή. Γυρνώντας με το τραίνο, αυτοί οι άνθρωποι κάθονταν σαν να είχε υποστεί ο Ολυμπιακός τη μεγαλύτερη ήττα του. Και όντως, το σαββατόβραδο, ο Ολυμπιακός ως ομάδα ηττήθηκε. Κάποιοι όμως από τους υποστηρικτές του, αυτοί που άφησαν την ανευθυνότητα και το ψεύδος να κάνουν μόνοι τους το γύρο του θριάμβου, αυτοί θριάμβευσαν. Αυτό με κάνει υπερήφανο. Όπως βεβαίως με είχε κάνει υπερήφανο το γεγονός πως το 2007, όταν σε άλλο αγώνα του Ολυμπιακού με τον ΠΑΟ, μια μερίδα θεατών είχε χειροκροτήσει τον Νίνη, όταν έγινε αλλαγή και είχε εναντιωθεί σ’ όσους φώναζαν «Αλβανέ δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ!».

Φυσικά, αυτές οι αντιδράσεις δεν οφείλονται στο DNA του ολυμπιακισμού, γιατί αυτός είναι δήθεν ομάδα λαϊκή και άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Όπως σαχλαμάρες λένε και αυτοί που θεωρούν όλους τους οπαδούς του Παναθηναϊκού εκπροσώπους του αστισμού, ή της ΑΕΚ αδικημένους της προσφυγιάς. Αν υπάρχει λαϊκισμός στην ελληνική πολιτική σκηνή, στο ελληνικό ποδόσφαιρο υπάρχει υπερλαϊκισμός. Μάλιστα, αυτός εκφράζεται από ανθρώπους που καμία σχέση δεν έχουν με το ποδόσφαιρο. Από ανθρώπους που αν τους πεις πως ήμουν στο «ναό», θα αναρωτηθούν, «Τι γυρεύει ένας άθεος στο ναό;». Ή αν τους πεις πως ήσουν στο «τάφο του Ινδού», θα κοιτάξουν στις κινηματογραφικές στήλες των εφημερίδων για να δουν πού παίζεται το συγκεκριμένο έργο.

Αυτή η αντίδραση των φίλων του Ολυμπιακού, οφείλεται στο ότι ακόμα και στις πιο άρρωστες και σάπιες κοινωνίες, υπάρχουν υγιείς άνθρωποι, που χαίρονται μόνο όταν κερδίζουν κάτι που το αξίζουν. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη πεθάνει. Αυτό είδα εγώ το σαββατόβραδο.

Αν με ρωτήσετε γιατί μετά από όλα αυτά πας ακόμα στο γήπεδο, θα σας απαντήσω με ένα απόσπασμα από άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στα Νέα, στις 27-04-2011. «Τα ομαδικά αθλήματα, κυρίως το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση µε τα ατομικά της αρχαιότητας, συνάδουν µε τον μοντερνισμό, που συνδυάζει την ανάδειξη της αυτοτέλειας και αυτονομίας του ατόμου, σε συνδυασμό µε τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, που προκύπτει όταν αυτή η αυτόνομη προσωπικότητα εντάσσεται πλήρως σε ισχυρές συλλογικότητες. Ο Άγιαξ της δεκαετίας του 1970, η Λίβερπουλ του 1980 και η σημερινή Μπαρτσελόνα, αποτελούν ζωντανά παραδείγματα ενός πλήρως οργανωμένου µε αυτοματισμούς συνόλου, που αποτελείται από ελεύθερες ατοµικότητες. Ενός συλλογικού αυτοματισμού, ο οποίος ολοκληρώνεται από ελεύθερες και ισχυρές ατομικές παρουσίες, οι οποίες έχουν συνείδηση της ιδιαιτερότητάς τους. Ποδοσφαιρικές διάνοιες όπως οι Πελέ, Κρόιφ, Νταλγκλίς, Μέσι, αποτυπώνουν τον κανόνα της επιτυχίας των νεωτερικών κοινωνιών. Κανόνας που δηλοί πως µόνο η αυτοτελής ατομικότητα μέσα από το σχέδιο, τον προγραμματισμό και την εργασία, μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο της ολοκληρωμένης συλλογικότητας. Στην ένσταση για την κατανόηση του ποδοσφαίρου ως αθλήματος υψηλού ορθολογισμού και την απουσία συναισθήματος, απαντώ πως το μεγαλύτερο πάθος υπάρχει εκεί που αναπτύσσεται πλήρως η λογική. Ο συνδυασμός λογικής και πάθους μετατρέπει τον τρόπο που αγωνίζεται η Μπάρτσα, π.χ., σε αισθητικό γεγονός.»

Γι’ αυτούς τους λόγους μου αρέσουν τα ομαδικά αθλήματα, γι’ αυτούς τους λόγους πάω και θα πηγαίνω (όσο θα μπορώ) στο γήπεδο. Αλλά πολύ φοβάμαι πως αυτοί οι λόγοι, για όσους διοικούν το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι κινέζικα. Αυτοί όμως γνωρίζουν μόνο «γαλλικά». Και γι’ αυτό μπορεί να μείνουν μόνοι, όπως μόνοι μένουν καθημερινά και όσοι παρουσίαζαν τον Τσοχατζόπουλο ως υπέρτατη αριστερή αξία έναντι του «δεξιού» εκσυγχρονιστή Σημίτη. Και ο νοών, νοείτω.