Είναι φανερό ότι αν ξαναγύριζε λίγους μήνες πίσω το ημερολόγιο, ο κ. Σαμαράς δεν θα ήθελε ούτε τις εκλογές ούτε το αυστηρό ηγετικό προφίλ που θέλησε να τότε να καλλιεργήσει. Οι εκλογές όχι μόνο δεν τον ωφέλησαν, αυτό είναι φανερό, αλλά έστειλαν τη χώρα ακόμα πιο πίσω, στην ακυβερνησία και την αστάθεια. Από την άλλη μεριά, οι διαγραφές εν ονόματι της κομματικής πειθαρχίας, δημιούργησαν ένα κόμμα από το πουθενά, το οποίο του αφαίρεσε την πλειοψηφία δια του προσεταιρισμού των αγανακτισμένων δεξιών ψηφοφόρων που με τόσο κόπο προσπάθησε να κρατήσει συσπειρωμένους με την αντιμνημονιακή ρητορική.
Η δεύτερη παράπλευρη παρενέργεια ήταν η δημιουργία ενός νέου ακροδεξιού παραμορφώματος, το οποίο αποκτά και επισήμως πολιτική νομιμοποίηση. Όχι ότι δεν υπήρχε από πριν, και μάλιστα στις παρυφές όλων ανεξαρτήτως των κομμάτων. Όμως με την κοινοβουλευτική του εκπροσώπηση δύσκολα θα εξαφανιστεί στις επόμενες εκλογές, με ή χωρίς το μνημονιακό διακύβευμα. Εκτός κι αν οι καθ έξιν παρεκτροπές του το οδηγήσουν εκ των πραγμάτων εκτός «νομιμότητας» πράγμα για το οποίο θα απαιτηθεί και η συνδρομή της Επιτροπής, η οποία ευτυχώς και εγκαίρως εντόπισε τον κίνδυνο.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ, είναι φανερό ότι δεν κατάφερε να πείσει. Όχι για την αναγκαιότητα του να μείνει η χώρα εντός του ευρώ – αυτό ήταν λίγο πολύ δεδομένο – αλλά για την αξιοπιστία του περί της πατρίδος λόγου, τη στιγμή που το μόνο μέτρο που πήρε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης ήταν οι οριζόντιες μισθολογικές περικοπές και η αδιάκριτη και ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητά της έκτακτη φορολογία (εισφορά κοινωνικής αλληλεγγύης!). Κανένα διαρθρωτικό μέτρο, καμιά ανάσα αναπτυξιακή, καμιά έστω και συμβολική κίνηση για τον περιορισμό του κράτους: δεν ξέρω πόσοι εξ υμών ενθυμούνται την δημοσίευση πέρσι τον Ιούνιο του καταλόγου των οργανισμών που χρηματοδοτούνταν κανονικά και με νόμο από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Το ένα τρίτο εξ αυτών είναι πρακτικώς ανύπαρκτοι (μεταξύ αυτών και ο Οργανισμός Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους!). Βρισκόμαστε ακόμα εν αναμονή της αξιολόγησης και του προς σύνταξη νομοσχεδίου. Η επίκληση της σωτηρίας της χώρας, δεν ήταν παρά το πρόσχημα για την σωτηρία του πελατειακού κράτους δεκαετιών, που δυστυχώς για το κόμμα, δεν μεταφράστηκε αυτή τη φορά σε ψήφους, όσο κι αν αυτοί είχαν εξαργυρωθεί ακριβά στο παρελθόν.
Από τα αριστερά, η ανατροπή, ωφέλησε κατά προτεραιότητα τον Σύριζα που από την πρώτη στιγμή φρόντισε να γίνει η δεξαμενή των προοδευτικών αγανακτισμένων. Η συνέχεια όμως κατέστησε φανερό ότι ο στόχος ήταν να ηγηθεί της διαμαρτυρόμενης αριστεράς όντας μονίμως στην αντιπολίτευση, ένα ρόλο στον οποίον έχει θητεύσει έτσι κι αλλιώς και αδαπάνως. Βέβαια, αυτό το διπλό παιγνίδι μπορεί να γίνει και μπούμερανγκ, αφού τα πάντα κρίνονται από την διαχείριση των ζητημάτων της εξουσίας. Αν θυμάμαι καλά, το μόνο κομουνιστικό κόμμα που προσέγγισε με όρους ρεαλισμού το ζήτημα του δημοκρατικού δρόμου προς το σοσιαλισμό, ήταν αυτό του Μπερλινγκουέρ με τον ιστορικό του συμβιβασμό. Τότε που η Ευρώπη μπορούσε στ αληθινά να προσβλέπει σε μια αριστερή διακυβέρνηση. Η δολοφονία του Άλντο Μόρο απ τις επαναστατικές «Ταξιαρχίες» ανέκοψε βίαια αυτόν τον άβολο για την ορθοδοξία δρόμο.
Με ένα τέτοιο σκηνικό, ήταν αναπόφευκτο να οδηγηθούμε σε εκλογές. Και δυστυχώς για την αριστερά, τα μόνα κόμματα που θέτουν ανοικτά ότι το κύριο ζήτημα είναι η διατήρηση (με κάθε θυσία) της Ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας είναι και πάλι η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ. Με τον σημερινό πολιτικό χάρτη στην Ευρώπη, κάθε μονομερής καταγγελία των συμφωνηθέντων ισοδυναμεί με την έξοδο από το ευρώ. Αν αυτό είναι μπλόφα, όπως ισχυρίζεται ο Α. Τσίπρας, δεν μένει παρά να ανοίξουν τα χαρτιά. Τότε όμως θα είναι αργά για υπαναχώρηση. Και τότε, ο δικομματισμός θα επανέλθει. Με τη μια ή με την άλλη μορφή. Με λύσεις σοσιαλδημοκρατικές ή φιλελεύθερες. Στο ενδιάμεσο, η ΔΗΜΑΡ μπορεί να έχει κι αυτή μια ευκαιρία. Να κάνει δηλαδή αυτό που δεν έκανε το ΠΑΣΟΚ και που με μεγάλη καθυστέρηση καταγγέλλει ο Ε. Βενιζέλος : την αποκήρυξη του εν αποσυνθέσει κυβερνητισμού. Δεύτερο, να φέρει στα ίσια της την ευρωαριστερή συνιστώσα, μετά τον τραυματισμό που της προκάλεσε η αντεπίθεση του Σύριζα και η επάνοδος της θεωρίας του ενδοτισμού.