Γιατί βαλτώνουν οι μεταρρυθμίσεις

Δημήτρης Σκάλκος 02 Ιουλ 2014

Η Ελλάδα εφάρμοσε τα τελευταία χρόνια ένα οικονομικά απαιτητικό και κοινωνικά επώδυνο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής με πραγματικά αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι (αρκετές) αστοχίες και οι παλινωδίες που συνόδευσαν τις προσπάθειες (στο μίγμα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, την άνιση κατανομή των βαρών, την πολιτική διαχείριση του προγράμματος), η χώρα διένυσε σημαντικά μεγάλη απόσταση από το χείλος μίας καταστροφικής χρεοκοπίας στην σημερινή επιστροφή στην (προσωρινή;) «κανονικότητα».

Ωστόσο, η βιωσιμότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς και η μετάβαση σε ένα νέο, οικονομικά αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο παραγωγικό μοντέλο, συναρτάται με την προώθηση και αποτελεσματική εφαρμογή ευρείας έκτασης μεταρρυθμίσεων σε μία σειρά τομέων πολιτικής. Οι ζητούμενες μεταρρυθμίσεις όμως βαλτώνουν, θέτοντας σε αμφισβήτηση την (μάλλον ταυτολογική) θεωρία που υποστηρίζει ότι η κρίση καθιστά αναπόφευκτες τις αλλαγές. Την ίδια στιγμή που η απομάκρυνση του κινδύνου της οικονομικής κατάρρευσης σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση των δυνάμεων του λαϊκισμού προετοιμάζει το έδαφος για την αντιστροφή των όποιων μεταρρυθμίσεων έχουν δρομολογηθεί.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί το «παράθυρο ευκαιρίας» που παρουσιάστηκε με την αιφνιδιαστική σύναψη της πρώτης δανειακής σύμβασης, πριν οι πολυπληθείς ομάδες ειδικών συμφερόντων που θίγονται από τις επιχειρούμενες αλλαγές να οργανωθούν σε ισχυρούς παράγοντες αρνησικυρίας και πριν οι πολιτικές αυστηρής λιτότητας σε μία οικονομία με καθημαγμένη παραγωγική βάση βουλιάξουν τη χώρα στη δραματική ύφεση. Σήμερα, έπειτα από τέσσερα χρόνια κόπωσης του κοινωνικού σώματος και ενός πολιτικού προσωπικού χωρίς εφεδρείες, η προοπτική των μεταρρυθμίσεων μοιάζει να ξεθωριάζει. Ωστόσο, η μεταρρυθμιστική υπόθεση δεν χάθηκε, αρκεί να αντιληφθούμε ότι η ευόδωσή της σε μια «μπλοκαρισμένη κοινωνία» δεν εξαντλείται στον βολονταρισμό των κυβερνώντων ή τις εξωτερικές πιέσεις των δανειστών.

Με βάση την πλούσια διεθνή εμπειρία από την εφαρμογή μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων και του κλάδου των «οικονομικών της μετάβασης», ξεχωρίζουμε τους παρακάτω παράγοντες που συμβάλουν στην αποτελεσματική προώθηση των μεταρρυθμίσεων:

Κοινωνική συναίνεση. Ο βαθμός κοινωνικής συνοχής επηρεάζει τη στήριξη των μεταρρυθμίσεων. Όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική και κοινωνική ανισότητα, τόσο μεγαλύτερη δυσπιστία υπάρχει για τους σκοπούς της κυβέρνησης. Στο πλαίσιο της κατακερματισμένης ελληνικής κοινωνίας, οι χωρίς διάκριση οριζόντιες παρεμβάσεις ενίσχυσαν την εντύπωση ότι η προσαρμογή στοχεύει στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου μοντέλου σε χαμηλότερο επίπεδο. Ζητήματα καθοριστικά σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, όπως της προστασίας των ασθενέστερων πολιτών, της ανακατανομής των βαρών της προσαρμογής, και της αποζημίωσης των «χαμένων» των αλλαγών, αγνοήθηκαν με τρόπο καταστροφικό για την οικοδόμηση της κοινωνικής συναίνεσης.

Κράτος δικαίου. Η εμπιστοσύνη στην λειτουργία των θεσμών (κράτος δικαίου) επηρεάζει καθοριστικά την αποδοχή και υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων από τους πολίτες. Έτσι, συχνά περισσότερο από την κατανομή των οφελών μίας μεταρρύθμισης αυξημένη σημασία αποδίδεται στους «κανόνες του παιχνιδιού». Για παράδειγμα, εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι πολίτες αντιδρούν ακόμη και σε ιδιωτικοποιήσεις που αυξάνουν την συνολική ευημερία όταν θεωρούν ότι οι ακολουθούμενες διαδικασίες έχουν προκαθορισμένους «νικητές».

Διακυβέρνηση των μεταρρυθμίσεων. Η «τεχνοπολιτική» των μεταρρυθμίσεων επιδρά αποφασιστικά στην προώθησή τους. Για την ελληνική περίπτωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η θέσπιση ενός Υπουργείου Μεταρρυθμίσεων, με αντικείμενο τον σχεδιασμό, την προώθηση, το συντονισμό και την παρακολούθηση των διαρθρωτικών αλλαγών. Πέρα από τον προφανή συμβολισμό που αποδίδεται στην εισαγωγή ριζοσπαστικών παρεμβάσεων, η λειτουργία του επιτρέπει την υιοθέτηση μίας περισσότερο στρατηγικής προσέγγισης που διασφαλίζει τη συνεκτικότητα των επιχειρούμενων διαρθρωτικών αλλαγών, αποτρέποντας την προώθηση αποσπασματικών και συχνά συγκρουόμενων επιμέρους πολιτικών, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της αναγκαίας πολιτικής συναίνεσης. Στο παρελθόν, αντίστοιχο υπουργείο λειτούργησε στον Καναδά την περίοδο 1993-1999, στο πλαίσιο του επιτυχημένου προγράμματος μείωσης του υψηλού δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους της χώρας που εφάρμοσε η κυβέρνηση του φιλελεύθερου κόμματος του Ζαν Κρετιέν.

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι, απαιτείται η κατάρτιση ενός εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων που θα συμπεριλάβει πεδία εφαρμογής που δεν καλύπτουν τα Μνημόνια Συνεννόησης (φορολογική πολιτική, ποιότητα της δημοκρατίας, κ.ά.), διεκδικώντας ταυτόχρονα την «ιδιοκτησία» των μεταρρυθμίσεων. Η ορθώς ζητούμενη απεμπλοκή της χώρας από το «στενό κοστούμι» του διεθνούς ελέγχου, έχει σημασία ως δυνατότητα ευελιξίας και προσαρμογής στις ειδικές συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας και βέβαια, σε καμία περίπτωση ως ευκαιρία επιστροφής στις παθογένειες του (όχι μακρινού) παρελθόντος.