Προδημοσίευση του βιβλίου του Γιώργου Γεωργακόπουλου[1]. ‘’Γιατί έτσι μας αρέσει. Κράτος και διακυβέρνηση: η εμπειρία ενός δημοσίου υπαλλήλου’’. Θα κυκλοφορήσει στα μέσα Απριλίου από τις εκδόσεις Αρμός.
(…)
Έχουν ξοδευτεί αμέτρητες σελίδες για να απαντηθεί το ερώτημα και έχουν υποβληθεί άπειρες προτάσεις. Πεισματικά το πολιτικό πεδίο μιλάει ακατάπαυστα για τις μεταρρυθμίσεις πράττοντας πολύ λίγα. Πεισματικά όμως και η πραγματικότητα παραμένει ίδια. Σε μια σειρά άρθρων προσπάθησα και εγώ να απαντήσω στο ερώτημα.
Εδώ έχω την ευκαιρία να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη.
Αναφορικά με την αποτυχία των μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας, έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες και έχουν συζητηθεί διάφοροι λόγοι που οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα. Αυτό που δεν συζητείται όμως είναι ο ίδιος ο όρος. Πρόκειται πράγματι για μεταρρυθμίσεις; Πρόκειται όντως για την αποτυχία μεταρρυθμίσεων ή μήπως καταδικασμένων εξ’αρχής προσπαθειών τις οποίες εμείς βαφτίζουμε ως μεταρρυθμίσεις; Μία προσπάθεια η οποία δεν έχει διασφαλίσει τις προϋποθέσεις υλοποίησής της είναι μεταρρύθμιση; Μπορεί να αλλάξει τα δομικά χαρακτηριστικά ενός συστήματος;
Η πιο διαδεδομένη ερμηνεία επιρρίπτει την ευθύνη στην πολιτική βούληση. Φταίνε οι πολιτικοί είτε γιατί είναι φαύλοι, είτε γιατί προκειμένου να αποφύγουν το πολιτικό κόστος δεν τολμούν να κάνουν μεταρρυθμίσεις. Άλλες επιρρίπτουν την ευθύνη στην ίδια τη κοινωνία η οποία δεν επιθυμεί τις μεταρρυθμίσεις, είτε γιατί έχει εμποτιστεί από μια κουλτούρα ατομισμού και άρα δεν ενδιαφέρεται για το κοινό καλό, είτε γιατί διάφορες οργανωμένες ομάδες δεν θέλουν να απεμπολήσουν τα προνόμια που έχουν αποκτήσει μέσω του γνωστού στη χώρα μας σπορ των πελατειακών συναλλαγών και επιδίδονται με μεγάλη ευκολία στη φρενίτιδα των γενικών απεργιών και κινητοποιήσεων κάθε φορά που παρουσιάζεται μια πρόταση αλλαγής. Άλλες τέλος στο συνδυασμό όλων των παραπάνω. Όλα αυτά είναι σωστά. Προφανώς και τα κόμματα δείχνουν μια έντονη απροθυμία στις μεταρρυθμίσεις, προφανώς και η κοινή γνώμη δεν δίνει τη στήριξή της ακόμη και σε μεταρρυθμίσεις που λογικά θα έπρεπε να επιθυμεί[2].
Υπάρχει όμως ένα επιπρόσθετο πρόβλημα το οποίο παραμένει στη σιωπή. Το γεγονός ότι σπανίως έχουν προταθεί πραγματικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας και κυρίως σπανίως έχουν επιχειρηθεί με το σωστό τρόπο[3]. Μεταρρύθμιση δεν είναι η απλή βούληση να αλλάξουμε τα πράγματα. Είναι η οργανωμένη προσπάθεια η οποία βασίζεται σε άριστη γνώση της πραγματικότητας, διαθέτει τα εργαλεία παρέμβασης, γνωρίζει τον τρόπο και τη σειρά με την οποία πρέπει να επιχειρηθούν τα πράγματα. Εάν δεν έχουν διασφαλιστεί με ρεαλιστικό τρόπο οι προϋποθέσεις επιτυχούς υλοποίησης της προσπάθειας τότε δεν πρόκειται για μεταρρύθμιση. Πρόκειται απλώς για μια εξ’ αρχής καταδικασμένη προσπάθεια. (…)
Για να προωθήσεις όμως οποιαδήποτε μεταρρύθμιση σε οποιονδήποτε τομέα της δημόσιας πολιτικής πρέπει να διαθέτεις ένα κράτος ικανό να το κάνει. Αυτό που υπόσχεται συνεχώς ο πολιτικός βερμπαλισμός αλλά ποτέ δεν τολμά, ένα επιτελικό κράτος. Και για να αποκτήσει η χώρα ένα επιτελικό κράτος δύο είναι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις.
Πρώτον: ουδετεροποίηση της κομματικής παρέμβασης πάνω στη διοίκηση. Εάν δεν διασφαλιστεί αυτό ως πρώτη ενέργεια μεταρρύθμισης της διοίκησης είναι αδύνατο να υλοποιηθούν τα επόμενα βήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. για το ευρώ της 12ης Ιουλίου 2015 μεταξύ των προαπαιτούμενων που τέθηκαν για την χώρα μας προκειμένου να συναινέσουν οι εταίροι μας στο νέο μνημόνιο ήταν και η αποπολιτικοποίηση της διοίκησης[4].
Δεύτερον: οικοδόμηση του εργαλείου που θα μεταρρυθμίσει το μηχανισμό που υλοποιεί τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή την ίδια τη διοίκηση. Μεταρρύθμιση της διοίκησης σημαίνει μια σειρά παρεμβάσεων (σύστημα ποιοτικής αξιολόγησης στελεχών και δομών, πολιτική προσλήψεων, κινητικότητας, κινήτρων, μισθολογίου, αποτελεσματική λειτουργία υφιστάμενων εργαλείων όπως του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης, ΑΣΕΠ, κοκ). Μεταρρυθμίζω την διοίκηση σημαίνει ότι παρεμβαίνω σε όλα αυτά τα πεδία και αλλάζω τα δομικά τους χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια τιτάνια προσπάθεια. Εάν δεν διαθέτουμε ένα ανεξάρτητο εργαλείο ικανό να σχεδιάζει, να παρακολουθεί και να αξιολογεί όλες αυτές τις οριζόντιες δράσεις που χρειάζονται να γίνουν σε βάθος χρόνου είναι αδύνατο να μεταρρυθμιστεί η διοίκηση και κατ’ επέκταση είναι αδύνατον να υλοποιηθεί οποιαδήποτε μεταρρύθμιση σε οποιοδήποτε επιμέρους τομέα δημόσιας πολιτικής.
Είναι εντυπωσιακό να ακούς από πολιτικούς αλλά και αναλυτές, ότι το κράτος είναι ανίκανο, αναποτελεσματικό, φαύλο κλπ και ταυτόχρονα να ζητούν από αυτό το κράτος να σχεδιάσει και να υλοποιήσει σύνθετες μεταρρυθμίσεις, χωρίς η συζήτηση να επικεντρώνεται στις προϋποθέσεις που μόλις ανέφερα.
Προσέξτε τώρα δύο από τους κυρίαρχους μύθους που ακούμε κατά κόρον από το πολιτικό πεδίο όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση της χώρας και οι οποίοι συσκοτίζουν σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση. Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι παραγνωρίζουν τα όσα προανέφερα (…)
[1] Ο Γ. Γεωργακόπουλος είναι στέλεχος του Υπουργείου Υγείας. Αρθρογραφεί σε θέματα που αφορούν τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και του τομέα της υγείας.
[2] Χρειάζεται μεγάλη προσοχή στις γενικεύσεις. Υπάρχουν μεταρρυθμίσεις που δεν ακουμπούν καθόλου την κοινωνία και για τις οποίες δεν έχει κανένα αντικειμενικό λόγο να αντιταχθεί, όπως είναι π.χ. η μεταρρύθμιση της διοίκησης. Υπάρχουν άλλες που την ακουμπούν άμεσα και για τις οποίες ένα από τα ερωτήματα που θα έπρεπε να δούμε είναι εάν προετοιμάζεται σωστά για να τις αποδεχθεί ή τουλάχιστον για να μειώσει την αντίθεσή της.
[3] Στο επόμενο κεφάλαιο θα δούμε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο πως λειτουργούν τα πράγματα στη πράξη παίρνοντας ως παράδειγμα τον τομέα της υγείας.
[4] Δήλωση της συνόδου κορυφής για το ευρώ, Βρυξέλλες, 12 Ιουλίου 2015 http://www.consilium.europa.eu/el/press/press-releases/2015/07/12-euro-summit-statement-greece/