Παρακολούθησα με επιμέλεια καλού μαθητή όλη την πρόσφατη συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως στη Βουλή. Είχα όλη την καλή διάθεση να αναζητήσω με το ίδιο ενδιαφέρον τις απόψεις όλων επί της ουσίας για την κρίση μήπως και μάθω κάτι παραπάνω για ό,τι μας συμβαίνει και ό,τι μέλει να μας συμβεί. Τελικά έμαθα πολλά για διάφορα άλλα (δεν λέω, κι αυτά ενδιαφέροντα), αλλά τίποτα επί της ουσίας. Εντύπωση πάντως μου έκανε ότι, όσοι πήγαν να αγγίξουν την ουσία, μίλησαν τόσο ψιθυριστά γιαυτή που είμαι βέβαιος ότι κανείς δεν τους κατάλαβε, με εξαίρεσε ίσως εκείνους εξ ημών που έχουμε ήδη διαμορφωμένη άποψη επί της ουσίας και επομένως μπορούμε να διακρίνουν ακόμη και τα ψήγματά της στον επιτηδευμένο πολιτικό λόγο. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι το τι διακρίνουν με τα μικροσκόπιά τους οι άνθρωποι της δικής μας φάρας, αλλά το τι μαθαίνει ο απλός πολίτης που δικαίως ζητάει καθαρές και σαφείς κουβέντες. Γιατί επί του παρόντος απλώς τον φορτώνουμε με συνθήματα που φανατίζουν αλλά δεν διαφωτίζουν.
Ποια είναι, λοιπόν, η ουσία για την οποία περίμενα ν’ ακούσω αναφορές και προτάσεις; Η ουσία βρίσκεται στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι ενώ στην πρόταση των εταίρων η αναφορά σε αυτές, στο δεύτερο μέρος της, είναι εκτενής και σαφής ( δυστυχώς, όμως, ανεπαρκής), στη Βουλή όλοι ασχολήθηκαν κυρίως με το ΕΚΑΣ και τον ΦΠΑ. Οι αγορητές της δημοκρατικής αντιπολίτευσης κάτι ψέλλισαν πάνω στο ζήτημα αυτό, αλλά έμειναν στον ψίθυρο. Αλλά, όσο υποτιμάται αυτό το κεφάλαιο, τόσο θα αποπροσανατολίζεται ο δημόσιος διάλογος και θα απομακρύνεται η λύση του τρέχοντος δράματος.
Η μετατόπιση του ενδιαφέροντός μας προς τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι δύσκολη μέσα στο σημερινό κλίμα γενικευμένου λαϊκισμού διότι θα σημάνει δραστικό αναπροσανατολισμό της πολιτικής ατζέντας. Και τούτο επειδή συνεπάγεται την παραδοχή ότι πρέπει να βρούμε λύσεις όχι σε μια πρόσκαιρη κρίση από εκείνες που εμφανίζονται ως παροξυσμοί και θεραπεύονται με τακτικά εργαλεία (κυρίως νομισματικά και δημοσιονομικά), αλλά σε μια νέα κατάσταση που θα έχει τόση διάρκεια όση και ο χρόνος που απαιτεί η χρήση στρατηγικών όπλων. Αντιμετωπίζουμε, δηλαδή, ένα πρόβλημα που δεν έχει βραχυπρόθεσμη λύση και αυτό διαψεύδει τις έωλες ελπίδες ενός κοινού που η λογική του έχει βαθιά διαφθαρεί από τον καλπάζοντα εθνικολαϊκισμό. Ο φόβος του τι θέλει ν’ ακούσει το κοινό φαίνεται ότι μουδιάζει τη γλώσσα των μεταρρυθμιστών. Πώς όμως θα εκπαιδευτεί η κοινωνία μας στην αλήθεια;
Η πικρή αλήθεια είναι, ότι η κατάσταση αυτή απλώς αποκαλύφτηκε το 2010 όταν τραβήχτηκε η αυλαία του δημόσιου υπερδανεισμού με την οποία οι κυβερνήσεις την κάλυπταν και προφανώς δεν προκλήθηκε από τα επάρατα μνημόνια. Έχουμε, λοιπόν, μια προβληματική κατάσταση της οποίας οι παράγοντες υπερβαίνουν τις δυνατότητες ελέγχου με τα συμβατικά εργαλεία οικονομικής πολιτικής. Χρειάζονται μεγάλες στρατηγικές αποφάσεις με μακροχρόνια προοπτική. Μέσα, όμως, στο σημερινό κλίμα πανικού, ποιος έχει καιρό να ασχοληθεί με στρατηγικά οράματα; Αυτό το επιχείρημα άκουσα από σεβαστούς και καθόλα λογικούς φίλους αυτές τις μέρες. Κι όμως, αν αυτή είναι η θέση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, δεν είναι καθόλου η θέση του ΣΥΡΙΖΑ. Την ώρα που εμείς δειλιάζουμε να θέσουμε θέματα μεταρρύθμισης, ο ΣΥΡΙΖΑ προχωρεί αδίστακτα και ύπουλα σε μια βαθιά αντιμεταρρύθμιση που σπάει κόκκαλα και δεσμεύει την κοινωνία για γενιές ολόκληρες. Τόσο αδύναμη όραση έχουμε; Δεν βλέπουμε ότι η αντιμεταρρύθμιση έχει βάθος και φοβόμαστε να δείξουμε το βάθος της δικής μας μεταρρυθμιστικής πρότασης;
Καθώς άκουγα προχθές βράδυ τους αρχηγούς να ρητορεύουν κυκλικά περί ΕΚΑΣ, ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα και συντάξεις, ο νους μου πέταξε σε ένα μεγάλο έθνος που αποφάσισε πρόσφατα να επιβιώσει και να διαπρέψει όταν κατάλαβε ότι η κατάστασή του δεν πήγαινε άλλο. Αναφέρομαι στην Κίνα του ’90 που για να σταθεί επάξια στην αρένα του παγκόσμιου ανταγωνισμού δεν περιορίστηκε σε εύκολες τακτικές αναθεωρήσεις, όπως για παράδειγμα επιχείρησε ο Γκορμπατσόφ στην ΕΣΣΔ και απέτυχε, αλλά κατάργησε με αποφασιστικότητα τον ίδιο τον Μαοϊσμό. Δηλαδή, ανέτρεψε ολόκληρη την μέχρι τότε πολιτική και ιδεολογική στρατηγική. Κι η μυλωνού στον άντρα της… δικαιούται να πει τώρα ο αναγνώστης. Κι’ όμως των αναλογικών τηρουμένων το πρόβλημά μας είναι αυτής της υφής. Πρέπει να ανατρέψουμε ολόκληρη την πολιτική και ιδεολογική (γράψε πολιτισμική) στρατηγική που χαρακτηρίζει την μεταπολιτευτική ιστορία μας (και όχι μόνο). Πρέπει να ανατρέψουμε τον δικό μαοϊσμό. Ποια ήταν αυτή η απορριπτέα πλέον στρατηγική και ποια πρέπει να είναι αυτή που θα την αντικαταστήσει;
Τέσσερα είναι τα συστατικό στοιχεία της αποτυχημένης εθνικής στρατηγικής μας: (α) Το πελατειακό σύστημα, και όχι μόνο σε σχέση με το κράτος, που είναι φανερό πια ότι αποτελεί ξεπερασμένο απολίθωμα του προεθνικού φατριασμού. (β) ο κρατισμός που υπήρξε αναγκαία συνέπεια του πρώτου παράγοντα. (γ) η συνεχής αναζήτηση ξένων ευεργετών αντί εταίρων και συμμάχων και, τέλος, (δ) η συστηματική σπατάλη δημόσιων πόρων στο βωμό ενός ληστρικού και κοντόθωρου ατομισμού (ικανοποίησης ατομικών συμφερόντων). Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες και γιαυτό δεν είναι εύκολη η αναίρεσή τους. Ο φατριασμός γεννήθηκε μαζί με την γένεση του εθνικού μας κράτους που τότε στάθηκε ανίκανο να προσδιορίσει ένα ενοποιό κοινό κοινωνικό συμφέρον. Ο κρατισμός υπήρξε η στρεβλή έκφραση του κομματικού συστήματος. Μας το είχε πει ήδη στην εποχή του ο Ροΐδης που, ως Ασμοδαίος, είχε δώσει τον αθάνατο ορισμό του κόμματος που το περιέγραφε ως συνάθροιση πολιτών που θέλουν να αλώσουν το Κράτος για να το λεηλατήσουν. Η αναζήτηση ξένων ευεργετών αποτέλεσε πάγια τακτική των πολιτικών δυνάμεων για να εξασφαλίσουν την δική τους στήριξη και όχι κατ’ ανάγκη τη στήριξη του έθνους. Οι νεοέλληνες είναι από τις λίγες εναπομείνασες φάρες που δεν ξέρουν τι θα πει ισότιμος εταίρος, επειδή τον συγχέει με τον αφελή φιλάνθρωπο που δίνει ελεημοσύνη για να σώσει την ψυχή του. Τέλος, η σπατάλη εθνικών πόρων για ίδιο συμφέρον των φατριών είναι άθλημα που ασκείται ήδη από την εποχή των δανείων της επανάστασης και συνεχίστηκε επαξίως με το σχέδιο Μάρσαλ και τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Ξαφνικά, το 2010, το σύστημα αυτό κατέρρευσε για λόγους αντικειμενικούς και τώρα πρέπει κατ’ ανάγκη να αντικατασταθεί με ένα σύστημα ευρωπαϊκής παράδοσης για να επιβιώσει η χώρα. Αυτή είναι η ουσία του ζητήματος και αυτήν την ουσία περίμενα να αναδείξει τουλάχιστο η δημοκρατική αντιπολίτευση στην προχθεσινή εθνικολαϊκιστική επίθεση του κ. Τσίπρα. Αντ’ αυτού, δυστυχώς, κόλλησαν όλοι σε μια ρητορική για το ποιος θα καταργήσει τα μνημόνια και σε μια επίδειξη λαϊκίστικης μέθεξης για το ποιος θα δείξει την αδιαλλαξία απέναντι τις υποτιθέμενες ανεξήγητες απαιτήσεις των εταίρων να περιοριστούν οι μισθοί και οι συντάξεις του δημοσίου. Βροντοφώναξαν στα δευτερεύοντα και ψιθύρισαν στο πρωτεύον.
Περίμενα ότι τουλάχιστο το Ποτάμι που περικλείει στους κόλπους του μεγάλο αριθμό ακτιβιστών και επιστημόνων της μεταρρυθμιστικής παράταξης, θα τολμούσε την ολοκληρωτική ανατροπή της εθνικολαϊκιστικής ατζέντας. Αντ’ αυτού το μόνο που κατάφερε ήταν να ψελλίσει το μεταρρυθμιστικό μήνυμα. Κρίμα που χάθηκε μια καλή ευκαιρία.
Είναι πια καιρός να διατυπώσουμε την ολοκληρωμένη στρατηγική μας για την μεταρρύθμιση και ν’ αρχίσουμε να εργαζόμαστε για την εμπέδωσή της μέσα στο κοινωνικό σώμα που σήμερα συμπεριφέρεται σύμφωνα με τους όρους μιας ηγεμονεύουσας ιδολογία που βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση προς τις ανάγκες, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες του μέλλοντος. Αυτή πρέπει να είναι η μεταρρυθμιστική στρατηγική. Να μη περιοριζόμαστε μόνο στα όσα βραχυπρόθεσμα μέτρα προτείνουν οι εταίροι που η εντολή τους είναι να διασφαλίσουν απλώς την συνέχεια της εταιρικής μας σχέσης.