Είναι κοινή παραδοχή ότι στη μεταπολιτευτική περίοδο της Ελληνικής Δημοκρατία -και όχι μόνο- το εκλογικό σύστημα υπηρέτησε πολιτικές σκοπιμότητες και ιδιοτέλειες. Κατά συνέπεια δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για την προφανή σκοπιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ για την ουσία του νομοθετήματος και το χρόνο κατάθεσής του.
Σημασία έχει να δούμε αν η πολιτική συγκυρία και το διακύβευμα της πολιτικής σταθερότητας εξυπηρετούνται καλύτερα από το υπάρχον εκλογικό σύστημα ή με την απλή αναλογική που προτείνεται. Έτσι και αλλιώς δε βλέπω να προτείνεται σταθερό εκλογικό σύστημα συνταγματικά κατοχυρωμένο, που ενδεχομένως θα θεράπευε παθογένειες και στρεβλώσεις της πολιτικής ζωής του τόπου.
Ας δούμε λοιπόν τι έχει συμβεί μέχρι τώρα. Παρά το απαράδεκτο υψηλό bonus των 50 εδρών, που ισχύει τα χρόνια της κρίσης, είχαμε κυβερνήσεις συνεργασίας. Ορισμένες εξ αυτών, όπως η σημερινή, είναι ετερόκλητες και πολιτικά παράδοξες. Δεν πρέπει να αγνοούμε επίσης ότι οι μετρήσεις της κοινής γνώμης, για πρώτη φορά, καταγράφουν τη θέληση των πολιτών για κυβερνήσεις συνεργασίας και για αποδοχή της απλής αναλογικής με αυξημένα ποσοστά.
Η απλή αναλογική θα αλλάξει την πολιτική συμπεριφορά πολιτών και κομμάτων, θα εξορθολογήσει τα επόμενα κυβερνητικά σχήματα και θα δημιουργήσει συνθήκες πολιτικής σταθερότητας. Δεν επικαλούμαι τη συνταγματική ισότητα της ψήφου, την πιστή αποτύπωση της θέλησης των πολιτών και την από χρόνια καταγεγραμμένη άποψη της Αριστεράς για το συγκεκριμένο ζήτημα. Δυστυχώς τέτοιες απόψεις δε συγκινούν τους επίδοξους νομείς της εξουσίας. Η απλή αναλογική θα αποτρέψει την πόλωση και δρα απαγορευτικά για οποιονδήποτε επιδιώξει αυτοδυναμία μέσα από δεύτερες εκλογές.
Στο ερώτημα της κυβερνησιμότητας, η απάντηση είναι ότι μελλοντικά θα οδηγήσει σε συνεργασίες με κόμματα που έχουν ιδεολογικές συγγένειες και όχι σε εξαμβλωτικά σχήματα. Δύο είναι τα επίδικα που θα δοκιμάσουν το πολιτικό σύστημα μετά τις επόμενες εκλογές. Να μην μπορεί να δημιουργηθεί κυβέρνηση, χωρίς την υποχρεωτική συμμετοχή των δύο μεγάλων κομμάτων και ο πιθανός ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Χρυσή Αυγή.
Στο πρώτο η απάντηση είναι ότι αυτό που μπόρεσε και έγινε στη Γερμανία, δεν μπορεί να είναι απαγορευτικό για την Ελλάδα. Σε μια τέτοια περίπτωση η Δημοκρατική Συμπαράταξη δε χρειάζεται να συμμετέχει σε κυβερνητικό σχήμα. Μπορεί με τον υπεύθυνο λόγο της να αποτελέσει την αξιόπιστη αξιωματική αντιπολίτευση. Υπάρχουν επίσης και άλλες επιλογές κυβερνήσεων μειοψηφίας με κοινοβουλευτική ανοχή. Όμως πρέπει να επισημάνω ότι η επίκληση της ακυβερνησίας από ορισμένους αποτελεί το φερετζέ της πολιτικής άποψης, που έχουν, ότι δηλαδή η συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία είναι μονόδρομος. Εάν πρυτανεύσουν το συμφέρον του τόπου και ο σεβασμός στη λαϊκή ετυμηγορία, κανείς δεν μπορεί να αποδράσει εύκολα από την ευθύνη του.
Η Δημοκρατική Αριστερά μέσα από τη Δημοκρατική Συμπαράταξη εργάζεται με συνέπεια και αποφασιστικότητα για τη δημιουργία του σοσιαλδημοκρατικού φορέα, που θα αποτελέσει την αξιόπιστη λύση για την προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας.