Γιατί ανεβαίνει η Χρυσή Αυγή

Γιώργος Σιακαντάρης 11 Σεπ 2012

Μετά τις δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν τη Χρυσή Αυγή στη θέση του τρίτου κόμματος, είχαμε τα τάγματα εφόδου στη Ραφήνα και στο Μεσολόγγι, γεγονότα που συνιστούν απειλές για το μέλλον της δημοκρατίας. Για την ενδυνάμωση του νεοελληνικού ναζισμού είναι σίγουρα υπεύθυνες η βαθύτατη οικονομική κρίση, η τεράστια ανεργία, οι οριζόντιες και άδικες περικοπές, η διάψευση των προσδοκιών των πολιτών αυτής εδώ της χώρας, το μεταναστευτικό κύμα, αλλά και οι προφανείς ανεπάρκειες ενός μεγάλου τμήματος του παλαιού (αλλά και σημερινού) πολιτικού προσωπικού που κατέφυγε στην πολιτική ως επάγγελμα, επειδή δεν ήξερε να κάνει άλλο επάγγελμα. Αν όμως μείνουμε σε αυτά, η ερμηνεία δεν θα είναι πλήρης.

Πολλοί επιδιώκουν να κάνουν παραλληλισμούς μεταξύ της ανόδου του ναζισμού στη Βαϊμάρη και στη σημερινή Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες. Υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, όπως η κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος, η αδυναμία των δυνάμεων της σύνεσης και της μετριοπάθειας να αφήσουν κατά μέρος τις προσωπικές στρατηγικές για να κοιτάξουν το μέλλον της χώρας και όχι το δικό τους, μια ριζοσπαστική Αριστερά που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί την πραγματικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να επιδρά στο θυμικό των ανθρώπων και όχι στη λογική. Η άνοδος του ναζισμού ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της υπερχρέωσης, του υπερπληθωρισμού, της ανεργίας, του αισθήματος ταπείνωσης του γερμανικού λαού και, φυσικά, των αδυναμιών του γερμανικού πολιτικού συστήματος, της αδυναμίας συνεργασίας της σοσιαλδημοκρατίας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούμε και εδώ.

Ολα ίδια λοιπόν με την Ελλάδα; Οχι, γιατί υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Η άνοδος του γερμανικού ναζισμού ήταν πρωτίστως πολιτικό φαινόμενο. Του ελληνικού είναι πρωτίστως κοινωνικό. Εξηγούμαι.

Η θεώρηση της βίας ως μαμής της Ιστορίας δεν ήταν ευρέως αποδεκτή στη γερμανική κοινωνία. Εκτός από ακραία πολιτικά και καλλιτεχνικά κινήματα στην προ Βαϊμάρης Γερμανία, η βία δεν εθεωρείτο κινητήρια δύναμη της Ιστορίας ούτε καν από τους ηγέτες της ριζοσπαστικής μη μπολσεβίκικης Αριστεράς, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ. Η Λούξεμπουργκ ακόμη και το 1919 έγραφε ότι «η ελευθερία είναι ελευθερία γι’ αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά» και αποτασσόταν τη διαπροσωπική βία. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, πολύ πριν από τη σημερινή άνοδο των ναζιστών, είχαμε πολλούς «αριστερούς και δεξιούς» που εκθείαζαν τη βία ως «μαμή της Ιστορίας».

Πριν όμως και από αυτόν τον εκθειασμό της βίας βλέπουμε να κυριαρχεί μια ηθική και πολιτισμική αδιαφορία για τον άλλο ως ξεχωριστή προσωπικότητα και άτομο, αλλά επίσης και μια αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο ευρύτερα. Η λατρεία της βίας καλλιεργήθηκε πάνω σ’ ένα κοινωνικό χωράφι που ήταν ήδη προετοιμασμένο να τη δεχτεί. Πολλές μορφές κοινωνικής και επαγγελματικής συμπεριφοράς έκαναν την κοινωνία ευεπίφορη στην ιδεολογία της βίας. Μερικές στάσεις, λιγότερο σημαντικές πολιτικά, όπως η έλλειψη σεβασμού των δημοσίων υπαλλήλων προς τους πολίτες, αλλά και η απέχθεια των πολιτών προς οτιδήποτε υπηρετεί τον δημόσιο χώρο, η αναίδεια, η γενικευμένη απαξίωση της άποψης των άλλων, το προκλητικό πέταγμα των σκουπιδιών μας όπου μας βολεύει, το στριμωξίδι για να μπει κάποιος πριν από τους άλλους στα δημόσια μέσα συγκοινωνίας και άλλες περισσότερο σημαντικές πολιτικά, όπως η γενικευμένη νομιμοποίηση των παραβατικών (φοροδιαφυγή, εκβιασμοί, ρουσφέτια, διαφθορά στις διαπροσωπικές συναλλαγές, όπως και στις συναλλαγές με το Δημόσιο) και ανομικών («δεν πληρώνω», γιαουρτώματα) συμπεριφορών, μαρτυρούν μια κοινωνία προετοιμασμένη ιδεολογικά να μεταβεί από τη «μη σωματική και τη μη πολιτική βία» στην πολιτική και σωματική βία.

Το αυγό του φιδιού στην Ελλάδα δεν το γεννά μόνο η οικονομική κρίση ούτε, όπως επιπόλαια κάποιοι διατείνονται, μόνο η δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Γεννιέται από τη διάχυτη, κρυφή ή φανερή, αποδοχή της μη θεσμικής συναλλαγής και της διαπροσωπικής βίας ως μέσων επίλυσης των διαφορών. Αυτή η αποδοχή απέκτησε τόσο ευρύ χαρακτήρα, γιατί προετοιμάστηκε από ιδεολογίες του κοινοτισμού, που ποτέ δεν αποδέχθηκαν ότι ο κάθε άνθρωπος, ξεχωριστά, οφείλει να ενεργεί σαν να αποτελεί θετικό κανόνα συμπεριφοράς για τους άλλους. Απλώς αυτή η κοινωνική αντίληψη και συμπεριφορά για να θεριέψει πολιτικά περίμενε μια μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση. Για να αλλάξει πρέπει να δοθούν άλλα πρότυπα. Στη σημερινή κρίση αυτό είναι πολύ δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας και επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ