Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται σημαντική διαφοροποίηση στη γερμανική οικονομική πολιτική απέναντι στην ευρωπαϊκή κρίση. Η περισσότερο ορατή ένδειξη ήταν η επίσκεψη της κ. Α. Μέρκελ στην Ελλάδα και οι σχετικές συγκρατημένες δηλώσεις της για την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη.
Ομως, δεν είναι μόνο η ορατή πλευρά της αλλαγής πλεύσης της γερμανικής πολιτικής, υπάρχουν ακόμη μερικές λιγότερο εμφανείς αλλαγές, όπως η αποδοχή της ιδέας της τραπεζικής ένωσης, η αποδοχή της απεριόριστης εξαγοράς ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά εκ μέρους της ΕΚΤ, η πρόταση ενός συμπληρωματικού κοινού προϋπολογισμού για την Ευρωζώνη με τη μορφή ενός «Ταμείου Αλληλεγγύης» κ.ά.
Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση όλα τα παραπάνω γίνονται δεκτά από τη Γερμανία με απαράβατο όρο ότι θα τηρείται δημοσιονομική πειθαρχία. Εξάλλου, για τον λόγο αυτό προτείνει έναν επίτροπο για τον έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών.
Αυτή η αλλαγή γερμανικής πολιτικής έναντι της Ευρωζώνης φαίνεται να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται στην ΕΕ αλλά και στον κόσμο. Τα σημαντικότερα νέα δεδομένα μπορεί να συνοψιστούν σχηματικά στα εξής:
α. Η ανησυχία των Γερμανών πολιτών ότι μπορεί να αποσταθεροποιηθεί το ευρώ μετά την επιδείνωση της κρίσης στην Ισπανία και στην Ιταλία, ενώ ταυτόχρονα οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σχετικά με το τεράστιο κόστος εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
β. Η εκλογή του κ. Ολάντ στη Γαλλία, ο οποίος με τις θέσεις του για ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και αναπτυξιακή προοπτική μπορεί να αναδείξει τη Γαλλία σε ηγετική δύναμη τουλάχιστον στη Ν. Ευρώπη.
γ. Η αποστασιοποίηση της Βρετανίας από την ευρωπαϊκή προοπτική μετά την εκλογή του συντηρητικού πρωθυπουργού κ. Κάμερον δυσκολεύει τις εναλλακτικές δυνατότητες συμμαχιών της Γερμανίας.
δ. Η ανάγκη βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης στην Ν. Ευρώπη, καθώς παρατηρείται επιβράδυνση της ανάπτυξης σ’ ολόκληρο τον κόσμο και ιδιαίτερα στις αναδυόμενες οικονομίες (π.χ. Κίνα), στις οποίες η Γερμανία πραγματοποιεί μεγάλο όγκο εξαγωγών.
Προφανώς διαφαινόμενη αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας απαιτεί χρόνο για να ολοκληρωθεί, καθώς υπάρχουν πάντοτε και αντίρροπες δυνάμεις. Το ερώτημα είναι πόσο καιρό η ελληνική κοινωνία θα μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της μέσα στη δίνη της ύφεσης και της ανεργίας, ώστε να επωφεληθεί από την αλλαγή αυτή.