Την περασμένη Παρασκευή το πρωί διάβασα το άρθρο της κ. Μαριλένας Κοππά με τίτλο «Γιατί Πρέπει». Ενώ συμφωνώ με αρκετές διαπιστώσεις του άρθρου, με προβλημάτισε η κατακλείδα του: …και η σοσιαλδημοκρατία καλείται με ανοιχτά τα μάτια να θέσει το προφανές ερώτημα: «Ποιον εκπροσωπούμε»; Και για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, «πρέπει» να απευθυνθούμε σε όσους θέλουν να μας ακούσουν. Εδώ εκφράζω τη διαφωνία μου, που δεν αναφέρεται στον τύπο αλλά στην ουσία, στην ουσία μιας πορείας που η ανανεωτική αριστερά και η σοσιαλδημοκρατία, δυστυχώς, ακολουθούν πολλά χρόνια. Για να απαντήσει κάποιος στο ερώτημα Ποιόν εκπροσωπεί χρειάζεται πρώτα να έχει μια – έστω σχετικά- ξεκάθαρη αντίληψη του Τι ακριβώς εκπροσωπεί, δηλαδή τι ακριβώς πρεσβεύει, γιατί δεν αρκεί να ενστερνίζεται γενικές ιδέες για να εκπροσωπεί κάτι αλλά χρειάζεται αυτές οι ιδέες να συμβάλουν στη “συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης”. Το κύριο, λοιπόν, δεν είναι σε ποιους θα απευθυνθούμε αλλά το τι ακριβώς θα τους πούμε.
Τι ακριβώς είναι αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα; Να καταφέρουμε να στοχαστούμε και να δράσουμε για να μη βρεθούμε, άλλη μια φορά, κατόπιν εορτής. Να μην αφήσουμε αυτό που είναι νεκρό να επανέλθει με καινούργια χρώματα. Το πρόβλημα μ’ αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει “αριστερή σκέψη” είναι ότι έχει μάθει να λειτουργεί μέσα στη βεβαιότητα του θεμελίου και έτσι επιτρέπει στον εαυτό της να μη θέτει ερωτήματα αλλά να οδηγείται απευθείας στο να δίνει απαντήσεις και δη αθεμελίωτες. Να αποφεύγει τη δυσκολία και το βάθος και να μένει στην επιφάνεια, να γενικολογεί αυτοϊκανοποιούμενη και να ικανοποιείται κοινοτυπώντας.
Αυτή η σκέψη είναι προφανές ότι την ώρα που ερωτοτροπούσε, τα τελευταία 30 χρόνια, με την ανανέωση και το νέο, απλώς ονομάτιζε και δεν στοχαζόταν. Επιδιδόταν – και συνεχίζει να επιδίδεται – σε ασκήσεις αριστερού προσκοπισμού, αναμασώντας νουνεχίες για την ανάγκη της συζήτησης επαναλαμβάνοντας διαπιστωτικά τα “πρέπει” της κοινωνικής αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, την ώρα που οι έννοιες αυτές έχουν μείνει κελύφη στο έλεος των ανέμων μιας νέας εποχής.
Σε επιβεβαίωση των παραπάνω, ήρθε στη συνέχεια η συζήτηση αριστερών σοσιαλιστών και δημοκρατών, που έγινε την ίδια μέρα στο Γκάζι. Για άλλη μια φορά βρεθήκαμε να πλέουμε σ’ ένα πέλαγος κοινοτυπίας, κοινοτοπίας και κενότητας. Είναι δυστυχώς φανερό ότι η μεγάλη πλειοψηφία του στελεχικού δυναμικού που είχε τη δυνατότητα, τα τελευταία 25 χρόνια, να γνωρίσει και να γνωρισθεί, να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, συναντήσεις και φόρα, δεν μπόρεσε στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στην ανάγκη της ρηξικέλευθης σκέψης, της δυσκολίας και του βάθους. Είναι επίσης φανερό ότι οι περισσότεροι αντιλήφθησαν το δρόμο της συμμετοχής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και της εκπροσώπησης των πολιτών ως προορισμό και όχι ως δρόμο που βαδίζει μόνο αυτός που κατευθύνεται κάπου, όπου για να μπορέσεις να βαδίσεις έστω και ένα χιλιοστό προς ένα διαφορετικό αύριο, χρειάζεται μια γιγαντιαία προσπάθεια.
Στοχασμός δεν μπορεί να σημαίνει εξωτερίκευση ευσεβών πόθων, που στο βαθμό που κοινοποιούνται δημιουργούν τη ψευδαίσθηση σκέψεων. Ο στοχασμός δεν μπορεί παρά να πηγάζει από ένα ζήλο για το δύσκολο, που αν μη τι άλλο εκπέμπει μια ανθρώπινη θέρμη και όχι αυτό το νωθρό ναρκισσισμό της κοινοτυπίας. Υπήρξε μια παλαιότερη γενιά Ευρωπαίων οραματιστών, στοχαστών και πολιτικών που δια πυρός και σιδήρου άνοιξαν το δρόμο προς μια νέα Ευρώπη. Παρά τα όποια λάθη και τις υπερβολές, είχαν και όραμα και σκέψη, εμφορούνταν από τη διάθεση και είχαν την ικανότητα να εμπνεύσουν πολίτες, να σχεδιάσουν και να εφαρμόσουν πολιτικές. Το δικαίωμα να απευθύνονται και να εκπροσωπούν, όπως κάθε πραγματικό δικαίωμα, το είχαν κατακτήσει με το να αντιμετωπίζουν ευθέως όλα αυτά που είχαν ουσιώδη σημασία. Είχαν φωνές που άξιζαν να ακούγονται.
Τόσα χρόνια μετά και τόσες φωνές ακούγονται, χωρίς να αξίζουν να ακούγονται. Για να συμμετάσχει κάποιος σε μια συζήτηση είναι ανάγκη να έχει κάτι να πει. Δυστυχώς όμως για πάρα πολύ καιρό δημιουργήσαμε και ανεχτήκαμε πανευρωπαϊκά ένα στελεχικό δυναμικό πολύ κατώτερο των περιστάσεων.
Τόσα χρόνια τόσες ανάλογες εκδηλώσεις-τελετές και εμείς να μην μπορούμε να αντιληφθούμε ότι για να αλλάξει κάτι, για να μη βρεθούμε για άλλη μια φορά κατόπιν εορτής, χρειάζεται να μην εξαντλούμαστε πλέον σε φωνές που δεν έχουν κάτι να πουν. Αν το μέλλον της Ευρώπης στα τόσο κρίσιμα χρόνια που έρχονται εξαρτάται από αυτό το δυναμικό, μάλλον “πρέπει” να προετοιμαζόμαστε για μια νέα εποχή σιδήρου.