Μια νέα ματιά εθνικής αυτογνωσίας
«Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική» είναι ο τίτλος του νέου βιβλίου του ομότιμου καθηγητή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιάννη Βούλγαρη, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πόλις. Ξεκινάμε τη συζήτησή μας από τον τίτλο. «Με το επίρρημα παραδόξως δεν υπονοώ κάποια αρνητική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας. Το αντίθετο. Η έμφαση είναι στον νεωτερικό χαρακτήρα της χώρας. Το παράδοξο αφορά την εικόνα που συχνά έχουμε για τον εαυτό μας, την εικόνα που έχουμε οι Ελληνες για την Ελλάδα. Τονίζουμε τα στοιχεία της καθυστέρησης, της υπανάπτυξης, της αδυναμίας να παρακολουθήσουμε τους σύγχρονους μετασχηματισμούς. Αυτή η αξιολόγηση έχει επιχειρήματα, αλλά αδικεί την εθνική μας εξέλιξη».
Γιατί τώρα; Ηταν η κρίση η «μούσα» του; Ο προβληματισμός που αναπτύσσει στο βιβλίο είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Ο χρόνος έκδοσής του όμως είναι για τον συγγραφέα «μια ευτυχής συγκυρία». «Εμφανίζεται σε μια νέα πολιτική φάση που η ελληνική κοινωνία αναζητεί μια διέξοδο, επιθυμεί να αλλάξει το γενικό κλίμα αποτυχίας, οργής και διχασμού, μέσα στο οποίο έζησε τα τελευταία χρόνια. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου αναβίωσαν πολλά αρνητικά στερεότυπα της ελληνικής ιστορίας. Θεωρώ ουσιαστικό να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός και να ασκήσουμε κριτική σε αυτή την οπισθοδρόμηση», λέει ο Βούλγαρης.
Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου; Το τέλος των εθνικών μύθων αλλά και του αυτομαστιγώματος, η οικοδόμηση μιας νέας εθνικής αυτοπεποίθησης; «Φιλοδοξία μου είναι να ρίξω μια νέα ματιά στα βασικά χαρακτηριστικά της εθνικής μας εξέλιξης και του τρόπου που εκδηλώθηκαν και αλληλεπέδρασαν στην Ελλάδα οι βασικοί πρωταγωνιστές που έφτιαξαν τον σύγχρονο κόσμο. Εννοώ στην οικονομία τον καπιταλισμό, στους θεσμούς το κράτος και στην πολιτική την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πώς συνυφάνθηκαν αυτοί οι κινητήρες της νεωτερικότητας στην περίπτωση της Ελλάδας; Πιστεύω ότι αυτό μπορεί να οδηγήσει, πρώτον, σε μια νέα αυτογνωσία πέρα από απλουστευτικές αυτοπαρουσιάσεις της Ελλάδας και δεύτερον, να αναδείξει νέα ερωτήματα και νέες προτεραιότητες στην έρευνα».
«Ποιο είναι το κλισέ που σας ενοχλεί περισσότερο γύρω από την Ελλάδα και θέλετε να ανατρέψετε με το βιβλίο σας; Οτι είναι μια υπανάπτυκτη, καθυστερημένη χώρα; Οτι η απουσία αστικής τάξης και σοβαρής καπιταλιστικής ανάπτυξης την κατέστησαν μη νεωτερική; Οτι έχει επείσακτους και γι αυτό αναποτελεσματικούς θεσμούς; Οτι οι πελατειακές σχέσεις καθορίζουν τη λειτουργία της πολιτικής;», τον ρωτάω. «Ολες αυτές οι όψεις είναι συναρτημένες. Μάθαμε να βλέπουμε την Ελλάδα υπό το πρίσμα των δύο μεγάλων θεωριών της νεωτερικότητας, του μαρξισμού και του φιλελευθερισμού. Στον πυρήνα και των δύο αυτών θεωριών υπάρχει ένα στοιχείο απολυτοποίησης του ρόλου της οικονομίας. Αυτό έδωσε στην ανάγνωση της Ελλάδας ένα παραμορφωτικό φως. Δημιούργησε ένα λόγο απουσιών: ψάχναμε την αστική τάξη κι επειδή δεν τη βρίσκαμε, λέγαμε ότι η Ελλάδα είναι υπανάπτυκτη. Ψάχναμε έπειτα την εργατική τάξη με τα δυτικοευρωπαϊκά στερεότυπα και δεν παραγνωρίζαμε την πραγματική μορφολογία των λαϊκών στρωμάτων. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα όρια των εικόνων που δίνουν αυτοί οι παραμορφωτικοί φακοί, ώστε να κοιτάξουμε την ελληνική πραγματικότητα με άλλον τρόπο».
Στο βιβλίο ο Γιάννης Βούλγαρης δίνει μεγάλη έμφαση στη γεωπολιτική και στους πολέμους, αφιερώνοντας μάλιστα μια ειδική αναφορά στον Παναγιώτη Κονδύλη. «Δίνω ιδιαίτερο βάρος στη γεωπολιτική και στο κράτος ως αυτόνομους παράγοντες που συνδιαμόρφωσαν τη νεωτερικότητα. Δεν πρωτοτυπώ σε αυτό, ακολουθώ ένα κεκτημένο πλέον στον χώρο της ιστορικής κοινωνιολογίας. Η Ελλάδα ήταν κατεξοχήν χώρα στην οποία ο ρόλος των διακρατικών αντιπαραθέσεων στον 19ο και 20ό αιώνα αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα, όχι μόνο για την οργάνωση του κράτους, των δημόσιων οικονομικών και του στρατού, αλλά και για την ιδεολογική συγκρότηση της κοινωνίας. Ημασταν μια χώρα παρατεταμένης εθνικής ολοκλήρωσης από το 1821 μέχρι το 1922, χρειαστήκαμε έναν ολόκληρο αιώνα. Σε αυτήν τη διάρκεια η ταυτότητά μας, η Εθνική Ιδέα, πλάστηκε σε συνάρτηση με τους διακρατικούς ανταγωνισμούς. Αργότερα, στον 20ό αιώνα βλέπουμε ότι οι μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές παρατάξεις, Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά, συγκροτούνται στη βάση των δύο μεγάλων γεωπολιτικών κρίσεων: του εθνικού διχασμού και του εμφυλίου. Ετσι, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις μεταβολίστηκαν στο πεδίο των μαζικών αντιλήψεων και ταυτοτήτων. Γι αυτό πιστεύω ότι στην Ελλάδα ο εθνικισμός, η εθνική ιδέα, είναι η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην οποία ενοφθαλμίζονται οι άλλες μεγάλες ιδεολογίες της νεωτερικότητας: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός, ο κομμουνισμός/σοσιαλισμός» υπογραμμίζει.
Η γεωπολιτική και η πόλωση
Φαίνεται σαν οι διεθνείς γεωπολιτικές συγκρούσεις να διχάζουν την ελληνική κοινωνία. «Πράγματι, πρέπει να το σημειώσουμε: σε περιόδους κρίσης του διεθνούς πλαισίου η ελληνική κοινωνία, όπως και άλλες βεβαίως, μπαίνουν σε κρίσεις διχασμού». Πού το αποδίδει αυτό; «Τα αντιπαρατιθέμενα διεθνή στρατόπεδα παρέχουν τα σύμβολα και τις αναφορές ώστε οι διάχυτες συγκρούσεις μιας κοινωνίας στην οποία κυριαρχεί η "μικρή κλίμακα" να συγκολληθούν σε δύο παρατάξεις».
Θα μπορούσε η Ελλάδα να αποτελέσει εκ νέου πεδίο αντίρροπων μεγάλων δυνάμεων, όπως στον 19ο και στον 20ό αιώνα; Η απάντησή του είναι καταφατική. «Θα πρέπει να έχουμε πλήρη συνείδηση ότι μπαίνουμε σε μια φάση έντονων γεωπολιτικών αλλαγών στο διεθνές σύστημα και η Ελλάδα παραμένει σε ένα χώρο εξαιρετικής αστάθειας. Είμαστε σε μια ζώνη αυξημένων κινδύνων, εντάσεων και προσπάθειας επηρεασμού του χώρου από διαφορετικές δυνάμεις. Πρέπει να συνεννοηθούμε στις βασικές αρχές μιας εθνικής στρατηγικής, και αυτό είναι πλέον δυνατόν αφού το "ανήκομεν εις την Ευρώπην και την Δύσιν» αναγνωρίζεται ως αφετηριακή αρχή από όλους, λιγότερο ή περισσότερο πρόθυμα», αποφαίνεται.
Και πρόσφατα, στην περίοδο της χρεοκοπίας η ελληνική κοινωνία πολώθηκε δραματικά. «Ναι, ήμασταν η μοναδική χώρα που πολώθηκε με αυτόν τον τρόπο στη διάρκεια της κρίσης. Εχουμε μια παράδοση πολωτικών αντιπαραθέσεων αλλά ας μη δημιουργούμε σύγχυση. Η περιγραφή της εθνικής πορείας με όρους αντιπαράθεσης Δύσης - Ανατολής, νεωτερικότητας - παραδοσιοκρατίας, εκσυγχρονισμού - λαϊκισμού αποτελεί κατασκευή των διανοουμένων παρά της Ιστορίας. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα προχώρησε μέσα από πολωμένες κατά καιρούς αντιπαραθέσεις όχι όμως ιδεολογικά "καθαρών" αντιπάλων, αλλά μεγάλων πολυσυλλεκτικών σχηματισμών».
Η πρόσφατη πόλωση κατά τον Γ. Βούλγαρη αποσυμπιέστηκε με τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ από το αντιμνημονιακό στο μνημονιακό στρατόπεδο και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να παραλληλίζεται με τους παλαιούς διχασμούς.
Γράφει ότι ο εθνικολαϊκισμός ήταν ίδιον όλων των κομμάτων του πολιτικού φάσματος, αποτέλεσε «εγγενές στοιχείο του ύφους της ελληνικής πολιτικής». Υπάρχει σήμερα εφαρμογή αυτής της διαπίστωσης; «Ο λαϊκισμός λένε οι πολιτικοί επιστήμονες είναι η "σκιά της δημοκρατίας" συνοδεύει δηλαδή τη λειτουργία της. Επειδή η Ελλάδα είναι χώρα "πρώιμου εκδημοκρατισμού", οι παθογένειες της δημοκρατίας συνοδεύουν όλη την πορεία μας και μερικές φορές μεγεθυμένες. Εξαιτίας μάλιστα της ισχύος της εθνικής ιδέας, ήταν κατά κανόνα εθνικολαϊκισμός, δηλαδή ο κοινωνικός/ταξικός λαϊκισμός ενσωματωνόταν σε κάποια εκδοχή του εθνικού λόγου. Αυτή η έμμονη παρουσία γνωρίζει βεβαίως στιγμές έξαρσης, όπως αυτή που ζήσαμε στην περίοδο της χρεοκοπίας. Υπάρχουν, όμως, και αντίρροπες κάθε φορά τάσεις που έχουν τη δυνατότητα να απορροφούν αυτά τα λαϊκιστικά ξεσπάσματα. Μπορεί να βρισκόμαστε στις απαρχές μιας τέτοιας φάσης, μένει όμως να το δια-wπιστώσουμε», καταλήγει.
Η παγίδα
Κλείνει το έργο του με ένα αμφίθυμο επίμετρο, που καταλήγει σε ερωτηματικά. Θεωρεί δηλαδή ότι η κρίση δεν έχει τελειώσει; «Σίγουρα δεν έχει τελειώσει. Εχει ξεπεραστεί μια οξεία φάση της. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρουμε με σιγουριά αν έχουμε μπει σε νέα εποχή. Αντιθέτως, μπορούμε να πούμε με μεγάλη σιγουριά ότι υπάρχουν μεσοπρόθεσμοι κίνδυνοι μιας στασιμότητας της χώρας. Μπορεί δηλαδή να ξαναπάρει μπρος η Ευρώπη, αλλά η Ελλάδα να παραμείνει παγιδευμένη σε μία όλο και πιο χαμηλή θέση στην ιεραρχία τόσο του καταμερισμού της εργασίας όσο και στο διακρατικό σύστημα. Φοβάμαι πολύ αυτήν την παγίδευση της χώρας, επειδή έχει πολύπλοκες αιτίες και μη εύκολα αντιστρέψιμες»