Πριν από λίγες ημέρες, έγινε γνωστό πως οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία, είχαν αίσια κατάληξη, με τους εκπροσώπους των τριών κομμάτων (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι), να καταλήγουν σε μία εν συνόλω συμφωνία που εν προκειμένω, περιλαμβάνει και την κατανομή υπουργείων.
Με το κόμμα των Πρασίνων, να αποκτά την δυνατότητα χάραξης μίας φιλο-οικολογικής πολιτικής, με τον συμπρόεδρο του, Ρόμπερτ Χάμπεκ, να προαλείφεται για αντικαγκελάριος και επικεφαλής ενός υπερ-υπουργείου Οικονομίας και Προστασίας του Κλίματος, προσδίδοντας εξ αρχής, συγκεκριμένο στίγμα στην νέα κυβέρνηση.
Η επιτυχή κατάληξη δεν ήταν αυτονόητη, από την στιγμή όπου στις συνομιλίες εμπλέκονταν εκπρόσωποι τριών πολιτικών κομμάτων, και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι οργανωμένες βάσεις αυτών των κομμάτων που δεν δίσταζαν να αναδείξουν διάφορα ζητήματα προς συζήτηση.
Όμως, οι έντονες έως εντατικές διαπραγματεύσεις, είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ενός υποβάθρου (επίτευξη σε κεντρικά ζητήματα πολιτικής), το οποίο και αποτέλεσε ουσιαστικά τη βάση ώστε οι τρεις πλευρές να έρθουν εγγύτερα, επιτυγχάνοντας μία συμφωνία, η οποία, αφενός μεν περιλαμβάνει ήδη την λήψη κάποιων μέτρων (αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου), και, αφετέρου δε, την συγκεκριμένη κατανομή των υπουργικών θώκων, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτή επιτεύχθηκε με βάση τις επιμέρους προτιμήσεις των πολιτικών κομμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να υποστηρίξουμε πως, πριν ακόμη την ορκωμοσία της, η νέα κυβέρνηση συνεργασίας, εκκινεί με καλές προϋποθέσεις, εκεί όπου, οι διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν και ξεκίνησαν ουσιαστικά λίγες ημέρες μετά τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου του 2021, και, περαιτέρω, η γόνιμη και ανοιχτή ανταλλαγή απόψεων, οφείλουν να μετεξελιχθούν, σε θεσμικό επίπεδο αυτή την φορά, σε ‘εργαλείο’ διευθέτησης διαφορών και διαχείρισης κρίσεων που τυχόν θα προκύψει εντός του κυβερνητικού συνασπισμού.
Διότι, ας μην ξεχνάμε πως έχουμε να κάνουμε με τρία πολιτικά κόμματα τα οποία και εκκινούν από διαφορετικές πολιτικοϊδεολογικές αφετηρίες, θέτοντας και διαφορετικά προτάγματα, κάτι που δεν εμπόδισε όμως την επίτευξη της συμφωνίας, της πρώτης μεταξύ αυτών των κομμάτων σε ομοσπονδιακό επίπεδο.1
Αν και οι διαφορές υπάρχουν και επίσης, καθίστανται ευδιάκριτες, θα τονίσουμε πως αυτές, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχουν αμβλυνθεί (βλέπε Σοσιαλδημοκράτες και Φιλελεύθερους)2 κάτι που εν τοις πράγμασι διευκόλυνε τις συζητήσεις-συνομιλίες, την επίτευξη συναινέσεων, μειώνοντας τις πιθανότητες για την εκ των έσω υπονόμευση των διαπραγματεύσεων.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα πούμε πως η ισόρροπη κατανομή των υπουργείων, που έλαβε χώρα δίχως διάθεση υποσκέλισης των Πρασίνων και των Φιλελεύθερων από το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών, συμβάλλει στην διαμόρφωση όρων σταθερότητας, που μένει να φανεί εάν θα προσδώσει και τον απαραίτητο ρυθμό ή αλλιώς, την απαραίτητη δυναμική ιδίως την πρώτη περίοδο της κυβερνητικής λειτουργίας, με την νέα κυβέρνηση να έχει να διαχειρισθεί σημαντικά θέματα τόσο εντός, όσο και εκτός Γερμανίας, φέροντας εντός έναν ιδιαίτερο συγκερασμό πολιτικού φιλελευθερισμού (σημείο στο οποίο συγκλίνουν και οι τρεις),3 και Σοσιαλδημοκρατικών αρχών.4
Η κυβέρνηση αυτή, δύναται να είναι κυβέρνηση συνεργασίας, στο βαθμό που εμπλέκονται τρία πολιτικά κόμματα που δεν επιχειρήσει κάτι ανάλογο στο παρελθόν.