Για τον πρώτο γύρο των Τουρκικών προεδρικών εκλογών

Σίμος Ανδρονίδης 19 Μαϊ 2023

Στον πρώτο γύρο των Τουρκικών προεδρικών εκλογών που διεξήχθη την Κυριακή στις 14 Μαϊου του 203, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποψήφιος του κόμματος ‘Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης,’ επικράτησε επί του βασικότερου αντιπάλου του, του υποψήφιου της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιντσάρογλου.

 Ο Τούρκος πρόεδρος έλαβε το 49,50% των ψήφων, ενώ ο αντίπαλος του το 44,89%, με τους δύο να οδηγούνται σε δεύτερο γύρο που θα διεξαχθεί στις 28 Μαϊου, μία εβδομάδα μετά την πραγματοποίηση των εν Ελλάδι βουλευτικών εκλογών.

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως το βασικό θέμα που ενσκήπτει στο προσκήνιο, δεν είναι το γεγονός πως οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών δεν κατάφεραν να αποτυπώσουν ευκρινώς τις τάσεις που επικρατούσαν εντός της Τουρκικής κοινωνίας (εξάλλου, οι εταιρίες που διενεργούν τις δημοσκοπήσεις, αναφέρονται στο ενδεχόμενο ύπαρξης αποκλίσεων), αλλά, το πόσο απλοϊκές και αντι-επιστημονικές κατά βάση ήσαν οι απόψεις εκείνες που θεωρούσαν πως συνεπεία των σεισμών του περασμένου Φεβρουαρίου (και των συνεπειών τους), καθώς και της κακής κατάστασης της Τουρκικής οικονομίας (ο Μαρξικού τύπου ‘οικονομισμός’ εισέρχεται στο προσκήνιο από το παράθυρο), εύκολα ή δύσκολα, ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου θα επικρατούσε στις προεδρικές εκλογές.  

Παραβλέποντας, αφενός μεν πως η διαμόρφωση της εκλογικής συμπεριφοράς ενός εκάστου μπορεί να αποτελεί άθροισμα πολλών παραγόντων, χωρίς να είναι διαδικασία γραμμική και δεδομένη εκ των προτέρων, και, αφετέρου δε, πως σε μία εκλογική αναμέτρηση, στο αποτέλεσμα της οποίας θα αποτυπωθούν οι κοινωνικές-πολιτικές τάσεις μίας ολόκληρης χρονικής περιόδου, υπεισέρχονται παράγοντες όπως είναι οι πολιτικές παραδόσεις, η παράμετρος της πολιτικής συμμετοχής που στην Τουρκία υπήρξε ιδιαιτέρως αυξημένη,[1] η ύπαρξη πολιτικών και ψυχο-συναισθηματικών ταυτίσεων, οι μετακινήσεις ψηφοφόρων από κόμμα σε κόμμα και από υποψήφιο σε υποψήφιο. Εάν θέλαμε να σταχυολογήσουμε τους λόγους για τους οποίους ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου κατέλαβε την δεύτερη θέση, τότε, θα θέταμε ενώπιον του αναγνώστη τους κάτωθι παράγοντες. Πρώτον, το γεγονός πως ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου επένδυσε δραστικά συμβολικούς και πολιτικούς πόρους προς την διαμόρφωση εκλογικής στρατηγικής ΄ενός γύρου.’ Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο;

Σημαίνει πως επεδίωξε, παραγνωρίζοντας το πόσο ισχυρός πολιτικός παίκτης ήσαν και παραμένει ο Ταγίπ Ερντογάν, όχι μόνο να καταλάβει την πρώτη θέση, αλλά να κερδίσει από τον πρώτο γύρο, με αποτέλεσμα όσο πλησιάζαμε προς την ημέρα των εκλογών, να εξαντλεί τις εφεδρείες του καθώς και τα εκλογικά ακροατήρια στα οποία θα μπορούσε να απευθυνθεί.

Με αυτόν τον τρόπο, έφτασε και ο ίδιος ασθμαίνοντας στις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής του εκστρατείας, μη έχοντας την δυνατότητα να ανταπεξέλθει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε αυτό που αποτέλεσε το ‘δυνατό χαρτί’ Ερντογάν: Ήτοι, στο λαϊκιστικό κρεσέντο, το οποίο ήσαν διάστικτο από υποσχέσεις πάσης φύσεως.

Η πιο ορθολογική στρατηγική δύο γύρων, έδωσε την θέση της στην εκλογική στρατηγική του ‘ενός γύρου,’ πράγμα που φανερώνει άγχος και βιασύνη του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου και του επιτελείου του, να πανηγυρίσουν μία νίκη που κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη ήσαν.

Δεύτερον, το ηγετικό του ‘έλλειμμα’ (αντίστροφα, διαβάζεται και ως επίδειξη ‘ηγετικότητας’ από πλευράς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν),[2] που δεν του επέτρεψε να διεισδύσει στο εσωτερικό κρίσιμων κατηγοριών ψηφοφόρων όπως οι μετριοπαθείς που αναζητούσαν και αναζητούν απαντήσεις πάνω σε σύνθετα ζητήματα,[3] να κερδίσει την υποστήριξη νέων ψηφοφόρων, μεταξύ αυτών και ατόμων που άσκησαν για πρώτη φορά το εκλογικό τους δικαίωμα και δεν διέθεταν εκ των προτέρων δεσμεύσεις και πολιτικοϊδεολογικές φορτίσεις ικανές να τους στρέψουν προς τον Ταγίπ Ερντογάν, των αναποφάσιστων μέχρι την τελευταία στιγμή.

Και ιδίως εκείνων που αποκλείοντας άλλες παραμέτρους διαμόρφωσης εκλογικής συμπεριφοράς, καταλήγουν να ψηφίζουν όχι αυτόν που ‘υπόσχεται τα περισσότερα’ και χρησιμοποιεί τα πλέον πειστικά εκλογικά συνθήματα, αλλά, αντιθέτως, αυτόν που μπορεί να ηγηθεί και να αντιδράσει αποτελεσματικά σε μία κρίση ή σε παράλληλες κρίσεις.[4]

Τρίτον, η αδυναμία του να προτάξει οτιδήποτε θετικό ή αλλιώς, διαφορετικό, απέναντι στα επιτεύγματα της πρωθυπουργίας και της προεδρίας Ερντογάν (μετατροπή της Τουρκίας σε υπολογίσιμο διεθνή ‘παίκτη’ και σε περιφερειακή δύναμη, ανάπτυξη συγκεκριμένων βιομηχανικών κλάδων, βελτίωση βιοτικού επιπέδου κατοίκων της περιφέρειας, δημιουργία έργων υποδομής), απέναντι στον αυτο-προβολή Ερντογάν ως του ανθρώπου που ‘άλλαξε την Τουρκία, είναι το πρόσωπο της σύγχρονης Τουρκίας’ και εγγυάται την ομαλή πορεία της στον 21ο αιώνα, ως ‘άλλος Κεμάλ.’[5]

Όσο περισσότερο μιλούσε ο Κιλιντσάρογλου, τόσο περισσότερο κατέληγε να επαναλαμβάνει διαρκώς ‘τα ίδια,’ να κουράζει εφόσον δεν ‘έλεγε τίποτε’ και να μετατρέπει την προεκλογική του εκστρατεία σε εκστρατεία που ‘αφορά λίγους.’

Τέταρτον, τα αρνητικά ανακλαστικά που ‘ξύπνησε’ η υποψηφιότητα του σε παραδοσιακούς όσο και συντηρητικούς ψηφοφόρους Ερντογάν, οι οποίοι, ανησύχησαν πως ενδεχόμενη επικράτηση Κιλιντσάρογλου και των ‘μοντερνιστών’ υποστηρικτών του, μπορεί να θέσει εν κινδύνω τις αξίες και τις παραδόσεις της Τουρκίας, τα θρησκευτικά πιστεύω των κατοίκων της, το νέο καθεστώς της Αγίας Σοφίας (τζαμί).[6]  

Με αυτόν τον τρόπο, αντί να δημιουργηθούν φυγόκεντρες δυνάμεις (εκροές ψηφοφόρων) από το πρόεδρο Ερντογάν προς την πλευρά Κιλιντσάρογλου, οι εκλογείς του συσπειρώθηκαν, απέκλεισαν και την επιλογή της αποχής (μιλάμε για ελαφρώς δυσαρεστημένους), και προσήλθαν μαζικά στις κάλπες για να ψηφίσουν τον Τούρκο πρόεδρο.

 Σε μία τέτοια περίπτωση, ισχύει η λεγόμενη ‘αρνητική ψήφος’[7] που θέλει κάποιον ψηφοφόρο να διαμορφώνει εκλογική στάση ή συμπεριφορά με βάση την αντιπάθεια που τρέφει για το πρόσωπο κάποιου υποψηφίου ή και κάποιου κόμματος.

 Η αρνητική ψήφος λειτούργησε και στην περίπτωση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά σε μικρότερο βαθμό από ότι για τον Κεμάλ Κιλιντσάρογλου.[8] Ο οποίος έλαβε το minimum (είσοδος στον β’ γύρο) και μία ‘δεύτερη ευκαιρία.’

 

[1] Για τους Lijphart & Armingeon, «καλύτερη δημοκρατία «είναι μια εκλογικά συμμετοχική δημοκρατία (αυτό συνάγεται από τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής των ψηφοφόρων στις εκλογικές αναμετρήσεις, ιδίως σε επίπεδο γενικών εκλογών)». Επίσης, «καλύτερη είναι μια δημοκρατία στην οποία οι πολίτες εμφανίζονται ενδιαφερόμενοι για την πολιτική». Ας λάβουμε αρχικά υπόψιν την δεύτερη υπόθεση εργασίας των δύο πολιτικών επιστημόνων, λέγοντας πως στην Τουρκία το υψηλό ποσοστό συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές, αποτελεί μεταβλητή που φανερώνει υψηλό ενδιαφέρον για την πολιτική εν γένει και ειδικά για την εκλογική διαδικασία. Πράγματι, πολίτες ανεξαρτήτως ηλικίας και κομματικής προτίμησης, έσπευσαν να συμμετάσχουν στις εκλογές, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο τόσο στην ανανέωση της Τουρκικής δημοκρατίας, όσο και στην υπενθύμιση πως αυτή διαθέτει ισχυρές ρίζες, παρά την συντελούμενη αυταρχική στροφή Ερντογάν. Το παράδοξο μάλιστα εδώ, έγκειται στο ό,τι κατά πως φαίνεται η συμμετοχή στις εκλογές ευνόησε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που αποτέλεσε, τα προηγούμενα χρόνια, τον υπονομευτή της. Το δεύτερο παράδοξο έγκειται στο γεγονός πως η υψηλή συμμετοχή στις εκλογές ως το ‘αντίδοτο’ της εκλογικής αποχής, πραγματοποιήθηκε όχι σε μία πλήρως ανεπτυγμένη φιλελεύθερη Δυτική Δημοκρατία, όσο σε ένα τύποις και μη, ημι-αυταρχικό καθεστώς, κάτι που αποδεικνύει, από την μία πλευρά, πως ο βαθμός «πολιτικού κορεσμού» είναι μικρότερος στην Τουρκία από ό,τι σε Δυτικές χώρες, και, από την άλλη, πως οι πολίτες ανέμεναν εναγωνίως και με λαχτάρα την εκλογική αναμέτρηση (και οι ψηφοφόροι του Τούρκου προέδρου), προκειμένου να εκφραστούν ελεύθερα και απροϋπόθετα στην κάλπη (η ψήφος ήσαν η ‘δική τους μικρή επανάσταση’ απέναντι σε ένα καθεστώς που εισήγαγε περιορισμούς και απαγορεύσεις), να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους την ημέρα των εκλογών και όλη την προηγούμενη περίοδο (την περίοδο της προεκλογικής εκστρατείας κάποιοι εκ των τιθέμενων περιορισμών που εισήγαγε το Ερντογανικό καθεστώς έπαψαν να ισχύουν), να αισθανθούν ‘πραγματικοί πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας’ δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο πως δεν θα την αφήσουν ‘να εκφυλίζεται.’ Επίσης,  υψηλό ήσαν και το ενδιαφέρον για τα προγράμματα και τις θέσεις των κομμάτων και των υποψηφίων προέδρων. Συνυπολογίζοντας θεωρητικά, τον παράγοντα που ακούει στο όνομα ‘Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν’ και την πιθανή επανεκλογή του (για αυτό θα ήσαν καλύτερο να εκλεγεί ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου που οφείλει να επιμείνει στο πρόταγμα της ‘δημοκρατικής αλλαγής’) θα πούμε πως τα «υψηλά ποσοστά συμμετοχής» στις εκλογές, μπορούν να καλλιεργήσουν το έδαφος ώστε η Τουρκική Δημοκρατία να καταστεί καλύτερη μελλοντικά: Η υψηλή συμμετοχή δεν την καθιστά και αυτομάτως «καλύτερη δημοκρατία». Βλέπε σχετικά, Lijphart, A., & Armingeon, K., ‘The effects of Negotiation Democracy: A comparative analysis,’ European Journal of Political Research, 41, 1, 2002, σελ. 81-105. Βλέπε και, Γεωργιάδου, Βασιλική., ‘Η Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σελ. 245.

[2] Ας μην ξεχνάμε εδώ πως η διαμόρφωση και η λειτουργία ενός προεδροκεντρικού ημι-αυταρχικού συστήματος (ισχυρή μεταβλητή), ευνοούσε τον πιο ισχυρό εκ των υποψηφίων, αυτόν με το πιο ηγετικό προφίλ, ο οποίος προσελήφθη από κατηγορίες ψηφοφόρων όπως οι γυναίκες, ως ο πλέον ‘κατάλληλος’ και συμβατός με το προεδρικό αξίωμα και με το κύρος που αυτό αποπνέει.

[3] Το ‘ηγετικό έλλειμμα’ θα μπορούσε εν μέρει να το αναπληρώσει η ενεργός εμπλοκή και συστράτευση στην προεκλογική του εκστρατεία των δύο δημάρχων: Του δημάρχου Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς και του δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, οι οποίοι απέφυγαν να πράξουν κάτι τέτοιο για να μην κατηγορηθούν πως θέτουν υπό την πολιτική τους ‘κηδεμονία’ τον υποψήφιο πρόεδρο της Τουρκικής Δημοκρατίας. Αυτή όμως είναι μία παράμετρος. Η δεύτερη και εξίσου σημαντική, αφορά την απροθυμία στελεχών των αντιπολιτευόμενων κομμάτων που υποστήριξαν την υποψηφιότητα του, να εμπλακούν το ίδιο ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία και μάλιστα υπέρ του, την στιγμή μάλιστα όπου κάτι τέτοιο ήσαν πιο επιτακτικό από ποτέ, ιδίως σε περιοχές όπου η προεκλογική εκστρατεία έπρεπε να διεξαχθεί με τον παραδοσιακό νεωτερικό τρόπο. Ήτοι, πόρτα-πόρτα, δρόμο-δρόμο και καφενείο-καφενείο. Και μιλώντας για περιοχές έχουμε κατά νου τις περιοχές της Κεντρικής Τουρκίας όπου ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα ‘Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης’ εξακολουθούν να ηγεμονεύουν, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα. Και επίσης, τις σεισμόπληκτες περιοχές, εκεί όπου οι πολιτικοί και ψυχο-συναισθηματικοί δεσμοί με το πρόσωπο του Τούρκου προέδρου και με τις τοπικές ‘βαρωνίες’ του κόμματος του, ήσαν τόσο ισχυρές και ανθεκτικές, που δεν διερράγησαν ούτε μετά από τους καταστροφικούς σεισμούς. Σε αυτές τις περιοχές, τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος έπαιζαν εν ου παικτοίς, ενώ τα μέλη των αντιπολιτευόμενων κομμάτων όφειλαν να είναι εκεί για να ανατρέψουν την εικόνα του ‘πατερούλη Ερντογάν’ που με το ένα χέρι ‘μοιράζει’ και με το άλλο ‘τάζει’,  με το όνομα ‘Κιλιντσάρογλου,’ ως απόρροια και της έλλειψης των κατάλληλων διαύλων, ούτε συνέγειρε ούτε κινητοποιούσε, ωθούμενο γρήγορα σε μία καταδικαστική για τον ίδιο, λήθη. Η έλλειψη κομματικής υποστήριξης, φανερώνει πως η υποψηφιότητα του δεν έγινε ευμενώς αποδεκτή από στελέχη των αντιπολιτευόμενων κομμάτων.

[4] Εκτιμούμε, εν είδει υποθέσεως εργασίας, πως ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, έχασε πολύτιμο έδαφος μεταξύ των εκλογέων εκείνων που η θεωρία (βλέπε Lazarsfeld) αποκαλεί ως «party changers». Οι ‘party changers’ καθίστανται οι εκλογείς εκείνοι που στην αρχή εκδήλωσαν μια κομματική προτίμηση, για να τη μεταβάλλουν στη συνέχεια υπέρ ενός άλλου κόμματος στο οποίο και, τελικώς, έδωσαν την ψήφο τους». Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου, ως απότοκο του ηγετικού ελλείματος και της αδυναμίας του να το κρύψει (ο ίδιος επέμεινε να συναγωνίζεται τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ένα πεδίο όπου ο δεύτερος διατηρούσε και διατηρεί ένα καταφανέστατο πλεονέκτημα: Στην αδιαμεσολάβητη επαφή με το πλήθος, εν καιρώ προεκλογικής ομιλίας/Η ικανότητα του αυτή θυμίζει την αντίστοιχη ικανότητα που διέθεταν οι δύο Παπανδρέου, ο Γεώργιος και ο Ανδρέας), απώλεσε την υποστήριξη εκλογέων που αρχικά τάχθηκαν υπέρ του αλλά μόλις διέκριναν εφησυχασμό από την μεριά του, υποτονικότητα και έλλειψη πάθους και ηγετικών δεξιοτήτων, στράφηκαν όχι στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά, στον Σινάν Ογάν, τον οποίο και προσέλαβαν ως οιονεί καλύτερο του Κιλιντσάρογλου, χωρίς να μπουν καν στη διαδικασία σύγκρισης μαζί του: ‘Ακόμη και αυτός είναι καλύτερος του δικού μας. Οπότε, ας τον ψηφίσουν άλλοι.’ Βλέπε και, Wildenmann, Rudolf., ‘H εκλογική έρευνα. Συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και ανάλυση εκλογών,’ Πρόλογος, Μετάφραση, Σχόλια: Βασιλική Γεωργιάδου, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2008, σελ. 72.

[5] Χρήζει επισήμανσης το γεγονός πως ενώ ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου εκκολάφθηκε μέσα σε ένα αμιγώς Κεμαλικό πολιτικό περιβάλλον, όντας επικεφαλής του ‘Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος,’ ήσαν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αυτός που έσπευσε απενοχοποιημένα να οικειοποιηθεί χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στον ‘Κεμαλισμό’ ως ιδεολογία, φροντίζοντας να αναδείξει εναργώς στην επιφάνεια πως αν ο Κεμάλ έκανε την ‘Τουρκία κράτος’ αυτός θα την ‘κάνει,’ στα 100 χρόνια από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας, ‘ακόμη πιο ισχυρή.’ Αυτή η εξέλιξη συνιστά ικανοποιητικό τεκμήριο του πόσο σύνθετη πολιτικοϊδεολογικά και αξιακά, καθίσταται μία εκλογική διαδικασία.

[6] Η επαναλειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τζαμί υπήρξε εκείνο το συμβολικό σημείο ή σημαίνον γύρω από το οποίο οργανώθηκε όλη η προεκλογική εκστρατεία Ερντογάν, με τον ίδιο να το αξιοποιεί αυτή την συνθήκη, δηλώνοντας προς τους ψηφοφόρους το ‘ορίστε, σας προσφέρω πίσω το τρόπαιο που θέλησαν επί πολλά έτη να μας στερήσουν.’ Το αποτέλεσμα ήσαν να ξαναβρεί έως έναν βαθμό τον ενθουσιασμό που είχαν οι προεκλογικές του εκστρατείες την δεκαετία του 2000.

[7] Στον αντίποδα όλων εκείνων που πιστεύουν απλουστευμένα και εσφαλμένα πως η οικονομική συγκυρία, πολλώ δε μάλλον, η κακή οικονομική συγκυρία, μπορεί να επηρεάσει την εκλογική συμπεριφορά και την έκβαση μίας εκλογικής αναμέτρησης, ιδίως εις βάρος του κυβερνώντος κόμματος και του προέδρου που ασκεί την εξουσία (παραλλαγή αυτής της άποψης είναι το εξίσου απλοϊκό και μονολιθικό ‘θεώρημα Αχτσιόγλου’, που θέλει μία κατάσταση κρίση και δη οικονομικής κρίσης, ως ‘μοναδική ευκαιρία’ για την ενίσχυση της Αριστεράς), βρίσκεται η επιστημονική θεωρία, με τον Leither να αναφέρει πως η εκλογική συμπεριφορά ενός εκάστου στην οικονομική συγκυρία είναι περισσότερο «τυχαία» και «απρόοπτη», και όχι «ρητή και κατηγορηματική». Βλέπε και, Leither, ‘Economic conditions and the vote: A contingent rather than categorical influence,’ British Journal of Political Science, 23, 1993. Για την διαιρεμένη και εκλογικά-πολιτικά, Τουρκική κοινωνία (τομή μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας), βλέπε και, ‘14 5 2023, Οpen. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος για τις τουρκικές εκλογές,’ Συνέντευξη στον τηλεοπτικό σταθμό ‘Open Tv’, 14/05/2023, (4) 14 5 2023, Οpen. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος για τις τουρκικές εκλογές - YouTube Μία άλλη διαιρετική τομή είναι αυτή μεταξύ παραδοσιακών και μοντερνιστών (δυστυχώς, δεν διαθέτουμε στοιχεία για το πως διαμορφώθηκε η εκλογική συμπεριφορά με βάση το μορφωτικό επίπεδο και το φύλο). Η ‘εκστρατεία του ψωμιού’ που πραγματοποίησε ο Ταγίπ Ερντογάν αποδείχθηκε περισσότερο αποτελεσματική από την αντίστοιχη του Κεμάλ Κιλιντσάρογλου (η έμφαση στους αριθμούς περισσότερο μπέρδεψε και εκνεύρισε), ωθώντας ψηφοφόρους που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα να τον υποστηρίξουν.

[8] Ήσαν η ισχυρή υποστήριξη που έλαβε στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, κάτι που έχει συμβεί και στο πρόσφατο παρελθόν (βλέπε πρόσφατη Τουρκική εκλογική ιστορία), και στις Κουρδικές περιοχές, εκεί όπου το αντι-Ερντογανικό πρόσημο είναι έντονο και εκφράζεται με διάφορους και μη εκλογικούς τρόπους (κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας), οι μεταβλητές εκείνες που διαδραμάτισαν ρόλο και στην μη εκλογή Ερντογάν από τον πρώτο γύρο, και στην διατήρηση της διαφοράς σε τέτοια επίπεδα ώστε αυτή να μπορεί  να ανατραπεί στον δεύτερο και τελικό εκλογικό γύρο. Πάντως, παρά το προβάδισμα που διατηρούσε επί μακρόν στις δημοσκοπήσεις ο Κιλιντσάρογλου, δεν θεωρούμε πως διαμορφώθηκε ένα εκλογικό «ρεύμα» υπέρ του, κατά την διατύπωση του Ηλία Νικολακόπουλου, εξέλιξη που συνετέλεσε και αυτή με την σειρά της στο εκλογικό αποτέλεσμα. Βλέπε και, Νικολακόπουλος, Ηλίας., ‘Των εκλογών τα πάθη. Ψηφίδες της ελληνικής εκλογικής ιστορίας του 20ου αιώνα,’ Έκδοση της εφημερίδας ‘Το Βήμα της Κυριακής,’ 2023. Για να καταφέρει να αυξήσει τις πιθανότητες εκλογής του, ο Κεμάλ Κιλιντσάρογλου χρειάζεται να αποκτήσει διαύλους επικοινωνίας με τους ψηφοφόρους Ερντογάν, ιδίως στις πλέον προνομιακές περιοχές για τον ίδιο, να καταφέρει να προσεταιρισθεί κάποιους εξ αυτών, δίνοντας τους να καταλάβουν πως έχει ‘αδυναμίες’ και πως είναι ‘θνητός’ και ‘φθαρμένος από την πολύχρονη άσκηση της εξουσίας,’ πως έχει και ο ίδιος πρόγραμμα με το οποίο μπορεί να ασκήσει την εξουσία,  να διατηρήσει την επιρροή του μεταξύ των νέων που διαβούν στα αστικά κέντρα, και να κινηθεί ώστε η εκλογική συμμετοχή να κυμανθεί στα ίδια υψηλά επίπεδα.